GuidePedia

0

Μια από τις πιο έντονες στιγμές της την τελευταία εικοσαετία ζει η Ευρώπη αυτές τις μέρες, με την πιθανολογούμενη (αλλά όχι δεδομένη) εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και ήδη με πολλές χώρες να αποστέλλουν στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο αλλά και γενικότερα εφόδια, ενόψει της εκεί κινητοποίησης.

Χρήστος Γ. Κτενάς
Το ερώτημα είναι προφανές: Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα; Αρχικά ας δούμε τις θεσμικές μας δεσμεύσεις, κυρίως τις πιο πρόσφατες. Από πλευράς ΝΑΤΟ, αυτό είχε εγκαθιδρύσει την Επιτροπή NATO-Ουκρανίας (NUK, NATO-Ukraine Commission) από το 1997, με στόχο να βελτιώσει τις σχέσεις των δυο μερών, και βέβαια σε θέματα κοινής ασφάλειας, καθώς η Ουκρανία προτίθεται να γίνει μέλος της συμμαχίας (το έχει διατυπώσει από το 2002). Ενώ, μετά την κρίση με τη Ρωσία το 2014, το όλο θέμα έχει πάρει για το Κίεβο χαρακτήρα πρώτης προτεραιότητας. Η Ουκρανία επίσης ήδη αρχίσει και τη διαδικασία νομοθετικών αλλαγών, ώστε να προσαρμοσθεί με το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καθώς αναζητά την ένταξη της εκεί ως ολοκλήρωση της στρατηγικής της στροφής, μακριά από τη Μόσχα.

Η πρόθεση της Ουκρανίας να ενταχθεί άμεσα στο ΝΑΤΟ έγινε πιο έντονη τα δύο προηγούμενα χρόνια (2020-21) όπου είχε ζητήσει από κράτη-μέλη να τη στηρίξουν ώστε να λάβει ένα Membership Action Plan (MAP). Το τελευταίο, που ακόμη δεν την έχει δοθεί, είναι ένα πρόγραμμα θεσμικής οργάνωσης της ένταξης μιας χώρας στον συνασπισμό. Η αμφίσημη αυτή στάση των νατοϊκών χωρών -δηλαδή να μην της προσφέρουν το MAP αν και τη διαβεβαιώνουν πως είναι καλοδεχούμενη- εξηγείται καθώς γνωρίζουν πως μια ουκρανική ένταξη θα προκαλέσει την ρωσική αντίδραση η οποία κυοφορείται εδώ και δεκαετίες. Από την πλευρά της η Ρωσία, ήδη από εποχή Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν, εκτιμά πως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την ανατολική Ευρώπη έχει γίνει εις βάρος της, πως παραβιάζει τις όποιες άτυπες συζητήσεις είχαν γίνει στα πρώτα χρόνια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ περί «ομαλής μετάβασης» στην νέα εποχή και πως είναι πλέον επικίνδυνη, από τη συσσώρευση οπλικών συστημάτων κοντά στα σύνορα της, σε μια τακτική που την αντιλαμβάνεται ως «ασφυκτική περικύκλωση».

Με τις τελευταίες εξελίξεις της συσσώρευσης ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα, το ΝΑΤΟ σε συνεχόμενες συσκέψεις του έχει τονίσει τη στήριξη του στην Ουκρανία, στην εδαφική της ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της, ενώ από το 2014 συνεχώς καταδικάζει την ρωσική επιθετικότητα, την κατάληψη της Κριμαίας, την στήριξη των ρωσόφωνων αυτονομιστών στο Ντονμπάς και το Λουχάνσκ, τη απειλητική μετακίνηση στρατευμάτων κ.ο.κ. Με γενικόλογες δηλώσεις ότι θα “στηρίξει την Ουκρανική ανεξαρτησία”.



Στο ίδιο μοτίβο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συστήσει συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία, η οποία ισχύει από το 2014 (ως συνέχεια προηγουμένων συμφωνιών προσέγγισης από το 1998) και αποσκοπεί στην «εμβάθυνση των πολιτικών σχέσεων, την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών και το σεβασμό των κοινών αξιών». Στο πλαίσιο αυτής έχουν ολοκληρωθεί μια σειρά συμφωνίες βελτίωσης των διμερών σχέσεων (π.χ. περί ελευθερίας μετακίνησης μεταξύ τους), με πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας, ύψους 11 δις ευρώ για την επταετία 2014-2020, για την παροχή εξτρά πιστώσεων, κ.ο.κ. Στην πιο πρόσφατη σύνοδο κορυφής μεταξύ Ε.Ε. και Ουκρανίας, που έγινε τον περασμένο Οκτώβριο επιβεβαιώθηκε η σύγκλιση του Κιέβου με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την τελευταία να καταδικάζει την «σαφή παραβίασης της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας από τις επιθετικές ενέργειες των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από το 2014».

Άλλωστε η Ε.Ε. (όπως και οι ΗΠΑ) έχει ήδη σε ισχύ σειρά οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ακριβώς λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Οι κυρώσεις βέβαια αυτές είναι μάλλον υποτονικές καθώς επικεντρώνονται στην προσωποπαγή «πίεση» Ρώσων πολιτικών, ουκρανών ρωσικής καταγωγής όπως και διαφόρων ρωσικών συμφερόντων οργανώσεων, δομών και εταιριών.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. έχει συνυπογράψει τις σχετικές ανακοινώσεις, έχει συμφωνήσει με το γενικότερο πνεύμα τους και έχει εκφράσει δημόσια τη στήριξη της στην Ουκρανική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.

Στην Ελλάδα όμως στη σχετική συζήτηση έχει τεθεί έντονα το θέμα της «ποιότητας» της δημοκρατίας της Ουκρανίας. Έτσι κυκλοφορεί η αντίληψη πως η χώρα μας δεν πρέπει να εκτεθεί περαιτέρω υπέρ της (κάνοντας δηλαδή κάτι περισσότερο από πλειοδοσία δηλώσεων). Καθώς η Ουκρανία είναι μια χώρα με έντονη διαφθορά, χαοτικό πολιτικό σκηνικό στα όρια του τραγέλαφου, δείγματα καταπίεσης του μη ουκρανικού πληθυσμού, περιορισμού των ελευθεριών του Τύπου, με μάλιστα ανοχή αν όχι και αποδοχή εξτρεμιστικών συνθημάτων και κινήσεων που εμβαπτίζονται στο εθνικιστικό παρελθόν της, με «νότες» μάλιστα και νεοναζισμού.

Το ζητούμενο όμως για την Ελλάδα είναι άλλο, μιλώντας πάντα σε πραγματιστική βάση, και τελικά πιο «εσωστρεφές». Η χώρα μας διεκδικεί πλέον μια ειδική θέση εντός δυτικής συμμαχίας επιδιώκοντας να υποκαταστήσει, ιδανικά να αντικαταστήσει, την Τουρκία, η οποία για πολλές δυτικές χώρες πλέον είναι «με το ένα πόδι εκτός». Έτσι η ελληνική τακτική, όπως αυτή έχει εκφραστεί τα τελευταία χρόνια, είναι να προβληθεί ως χώρα απόλυτα ενταγμένη στους διεθνείς -δυτικούς- θεσμούς, με συνέπεια και προβλεψιμότητα στις δράσεις της (βλέπε σχετικές πρωθυπουργικές δηλώσεις), για να τονιστεί η αντίθεση με την ριζοσπαστική-αναθεωρητική Άγκυρα.

Η πολιτική αυτή βέβαια είναι υπό κρίση και συζήτηση καθώς ναι μεν διεκδικεί μια ισότιμη θέση στους διεθνείς θεσμούς, αλλά πάντα υπάρχει ο φόβος (και αυτός μεγεθύνεται στην εγχώρια κομματική αντιπαράθεση) ότι μπορεί να βρεθούμε σε καθεστώς «πειθήνιου υποτακτικού». Το φοβικό αυτό σχήμα δεν είναι παράδοξο στην Ελλάδα, γιατί δυστυχώς υπάρχει σχετικό παρελθόν πρόθυμης ξενοδουλείας, εξάρτησης και κολακείας προς τις εκάστοτε «μεγάλες δυνάμεις», σχεδόν ως συστατικό της ίδρυσης του νέου Ελληνικού κράτους. Από την εποχή δηλαδή του «Αγγλικού κόμματος» του Μαυροκορδάτου, του «Γαλλικού» του Κωλέττη και του «Ρωσικού» του Ανδρέα Μεταξά, έως τις σφοδρές ξένες παρεμβάσεις στην ελληνική πολιτική και Πολιτεία, που εξελίχθηκαν στην κορύφωση τους στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια (και από όλες τις παρατάξεις).

Είδαμε ότι θεσμικά και τυπικά η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ της Ουκρανίας και δηλώνει την στήριξη της σε αυτή. Μπορεί αυτή όμως η θέση να μετουσιωθεί και σε κάτι πιο πρακτικό; Π.χ. να φθάσουμε σε αποστολή στρατιωτικών εφοδίων στο Κίεβο, σε παροχή στρατιωτικών «συμβούλων», ή κάτι ανάλογο; Πριν απαντήσουμε πρέπει να τονίσουμε πως το παραπάνω δίλημμα δεν είναι μόνο ελληνικό. Ήδη εντός ΝΑΤΟ και Ε.Ε. έχει εμφανιστεί το σχετικό σχίσμα, καθώς οι πιο κοντινές χώρες στην Ουκρανία και τη Ρωσία, φοβούμενες μια επέλαση της Μόσχας (που στις δικές τους περιοχές ξυπνά έντονα αρνητικές και τραγικές μνήμες) έχουν ξεκινήσει να στέλνουν οπλισμό στο Κίεβο. Από τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία, έως τη Βρετανία, που εκπροσωπεί παγίως τον αμερικανικό άξονα, ενώ βέβαια στο ίδιο θέμα πρωταγωνιστεί η Ουάσιγκτον.

Από την άλλη ο ευρωπαϊκός νότος, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία αλλά και στο ευρωπαϊκό κέντρο η Γερμανία, έχουν κρατήσει απόσταση από την πρακτική, στρατιωτική, στήριξη. Η Γερμανία μάλιστα ανοιχτά πλέον κατηγορείται ως «κακός σύμμαχος» από συντηρητικούς αμερικανικούς κύκλους, ότι δηλαδή και παρεμποδίζει τον εξοπλισμό της Ουκρανίας αλλά και πως κρατά «δίπορτο» στις σχέσεις της με τη Ρωσία (αξίζει εδώ να διαβαστεί σχετικό άρθρο στη Wall Street Journal στις 23 Ιανουαρίου με τίτλο «Is Germany a Reliable American Ally? Nein»).

Τι μπορεί λοιπόν και τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα; Άποψη μας είναι πως πρέπει να ακολουθήσει την πιο προσεκτική τακτική των γειτονικών μας ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, συντασσόμενη π.χ. με την αντίστοιχη γαλλική. Συμβολικές κινήσεις όμως μπορούμε να κάνουμε, π.χ. με παροχή ιατρικών ειδών ή τροφίμων (αλλά σαφώς όχι όπλων, πόσο μάλλον στρατευμάτων στο περίγυρο), ενώ θεωρείται δεδομένο πως η Αλεξανδρούπολη θα χρησιμεύει πάλι ως πύλη εισροής αμερικανικών ενισχύσεων. Οι τελευταίες δεν προορίζονται βέβαια για την Ουκρανία, αλλά για τις νατοϊκές χώρες στον περίγυρο της, ακριβώς γιατί και η ίδια η Ουάσιγκτον έχει δηλώσει πως «δεν θα στείλουμε στρατό στο Κίεβο να πολεμήσει».

Ακούγονται τα παραπάνω ως άσκηση πραγματισμού; Είναι και πρέπει να το αναγνωρίσουμε χωρίς περιστροφές. Η Ελλάδα όμως στηρίζει την Ουκρανία όχι γιατί έχει τις ειδικά στενές σχέσεις μαζί της, ούτε γιατί έχει σε εκτίμηση την όποια δημοκρατική της οργάνωση. Αλλά γιατί είναι κρίσιμο να την στηρίξουμε καθώς εμείς έχουμε «χτίσει» την δική μας εξωτερική πολιτική στο σεβασμό βασικών διεθνών αξιών, τις οποίες επικαλούμαστε συνεχώς: Την εδαφική μας ακεραιότητα που κινδυνεύει από την Τουρκία, και ήδη είναι τραυματισμένη στην Κύπρο με την κατοχή, την ανεξαρτησία και αυτονομία μας χωρίς «πατρωνίες», την κυριαρχία μας εντός σαφώς καθορισμένων εθνικών συνόρων. Αυτά δηλαδή που τώρα κρίνονται στην Ουκρανία.

Οπότε η δική μας ισορροπημένη στήριξη προς το Κίεβο, πρέπει να εμφανιστεί και να συνεχιστεί σε πολιτικό-ειρηνικό πεδίο, καθώς στην πράξη είναι συγκερασμός τριών δικών μας προβολών και τρεχουσών πολιτικών: Να επιβεβαιώσουμε την εικόνα μας ως δημοκρατικής δυτικής χώρας χωρίς αναθεωρητισμούς, να υπερασπιστούμε τις αξίες εκείνες που θίγονται εις βάρος μας από την Τουρκία και, τέλος, να διαφυλάξουμε, την απόσταση μας από «μαύρες τρύπες» γεωπολιτικής έντασης. Οι οποίες δημιουργούνται χωρίς τη δική μας ενέργεια και μπορεί να μας «καταπιούν» αν επιδιώξουμε επιπόλαια την περαιτέρω εμπλοκή μας.

Ως υστερόγραφο να σχολιάσουμε την ελληνορωσική σχέση η οποία προφανώς θα περάσει από συμπληγάδες μέσα από το Ουκρανικό. Εδώ, είναι άποψη μας, πως τόσο η υπόκωφη αντιπαράθεση που ήδη κυοφορείται π.χ. στο εκκλησιαστικό πεδίο με την προσπάθεια της Μόσχας να “υποτάξει” το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και η ταύτιση (όπως υπόσχονται διάφοροι οπαδοί της θεωρίας του “Μόσκοβου που θα βοηθήσει την Ελλάδα”) είναι λάθος. Η Ρωσία παραμένει μεγάλη χώρα, έχουμε ιστορικά καλές σχέσεις, έχουμε πολλά σημεία πολιτισμικής και πολιτικής επαφής, πάγια μας στηρίζει σε ζητήματα όπως το Κυπριακό, το Αιγαίο, τα 12 μίλια, οπότε υπάρχει παρακαταθήκη “πολιτικού κεφαλαίου” αναμεταξύ μας. Στοιχείο που επιτρέπει να έχουμε καλές και κυρίως ξεκάθαρες σχέσεις, διατυπώνοντας την άποψη μας για εκεί που πιστεύουμε ότι η Μόσχα κάνει λάθος, ή έχει ιστορικά και γεωστρατηγικά δίκαια. Η Μόσχα άλλωστε από την σοβιετική της εποχή έως σήμερα είναι τόπος γεωστρατηγικού πραγματισμού και εκεί οφείλουμε να πατήσουμε και εμείς για να στηρίξουμε το μέλλον των σχέσεων μας.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top