Λυκοκάπης Γιώργος
Την παράδοση 168 ναυτικών πυραύλων επιφάνειας αέρος Rolling Airframe Missiles (RAM) ενέκρινε η κυβέρνηση Μπάιντεν στην Αίγυπτο, "σπάζοντας τον πάγο" με το καθεστώς Σίσι, έναν από τους ηγέτες της Μέσης Ανατολής που δεν έχει ακόμα τηλεφωνήσει ο Αμερικανός πρόεδρος, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αποκαλεί την αραβική χώρα «έναν στρατηγικό εταίρο για την ασφάλεια των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή».
Προηγουμένως η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ανακοινώσει πως θα επανεξετάσει την πώληση των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ένα deal που κλείστηκε κυριολεκτικά στην εκπνοή της θητείας Τραμπ, ενώ πάγωσε και την προμήθεια οπλικών συστημάτων στον πιο παραδοσιακό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μέση Ανατολή, την Σαουδική Αραβία, τερματίζοντας ταυτόχρονα την αμερικανική στρατιωτική στήριξη στον πόλεμο του βασιλείου στην Υεμένη.
Ειδικά σε ότι αφορά τη Σαουδική Αραβία, η προεδρία Μπάιντεν ξεκίνησε με αρκετά άσχημους οιωνούς: αρχικά η νέα αμερικανική κυβέρνηση αφαίρεσε τους σιίτες αντάρτες Χούτι από την λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων, τους οποίους το βασίλειο πολεμά στην Υεμένη. Αργότερα ο Λευκός Οίκος έκανε γνωστό πως ο Αμερικανός πρόεδρος θα επικοινωνεί αποκλειστικά μόνο με τον Σαουδάραβα βασιλιά και όχι τον πρίγκηπα διάδοχο και τον πραγματικά ισχυρό άνδρα του Ριάντ, τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, τον οποίο ο Μπάιντεν έχει σχεδόν χαρακτηρίσει "παρία", λόγω της εμπλοκής του στην φρικτή δολοφονία του αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Μάλιστα, η πώληση των αμερικανικών πυραύλων στην Αίγυπτο έγινε λίγο μετά την είδηση πως αιγυπτιακές αρχές ασφάλειας συνέλαβαν δύο συγγενείς του Αμερικανο-Αιγύπτιου αντικαθεστωτικού ακτιβιστή Μοχάμεντ Σολμάν, συνεχίζοντας μία πρακτική που ο σημερινός πρόεδρος είχε προεκλογικά χαρακτηρίσει ως «απαράδεκτη», καθώς καίρια θέση στην προεκλογική του ατζέντα είχε η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Αμερικανική βοήθεια και ρωσικά όπλα
Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Αίγυπτο ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως και αφορά κυρίως προμήθειες στρατιωτικού υλικού, συντήρηση και εκπαίδευση προσωπικού. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε απειλήσει να την αναστείλει το καλοκαίρι του 2013, έπειτα από την άγρια καταστολή των διαδηλώσεων των οπαδών του έκπτωτου ισλαμιστή προέδρου Μοχάντ Μόρσι, τον οποίο έχει ανατρέψει με στρατιωτικό κίνημα ο σημερινός πρόεδρος της χώρας, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.
Παραδόξως, αν υπάρχει μία αμερικανική κυβέρνηση που είχε αναστείλει προσωρινά την αμερικανική βοήθεια στην Αίγυπτο, λόγω της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτή ήταν η κυβέρνηση Τραμπ και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2017. Αν και η Ουάσιγκτον είχε επικαλεστεί τις μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά πολλούς διεθνείς αναλυτές ο πραγματικός λόγος ήταν η άρνηση του καθεστώτος να υποστηρίξει κυρώσεις στην Βόρεια Κορέα, την οποία ο Τραμπ τότε απειλούσε με «φωτιά και οργή».
Μάλιστα ένας από τους λόγους που είχε προβάλει ο Τραμπ τον περασμένο Δεκέμβριο για να μην εγκρίνει το πακέτο στήριξης της αμερικανικής οικονομίας ήταν ότι αυτό θα περιλάμβανε πολλά «άσχετα πράγματα», όπως «ένα δισεκατομμύριο δολάρια για τον στρατό της Αιγύπτου» το οποίο ο (κατά δήλωση) του «αγαπημένος δικτάτορας Σίσι» θα κατευθύνει αποκλειστικά στην «αγορά ρωσικών όπλων». Η Αίγυπτος του Σίσι αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερος αγοραστές ρωσικών όπλων στην Αφρική, έχοντας (μεταξύ άλλων) προμηθευτεί και μαχητικά αεροσκάφη Su-35, ενώ ταυτόχρονα προμηθεύεται μαχητικά Rafale από την Γαλλία, με την οποία εσχάτως συντονίζεται σε μία σειρά διεθνών ζητημάτων, με κυριότερο το λιβυκό.
Έχοντας λοιπόν ανοιχτεί και σε άλλους διεθνείς παίχτες, η ενδεχόμενη διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, η οποία χρονολογείται από την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας με το Ισραήλ το 1979, δεν θα αποτελέσει για το καθεστώς «το τέλος του κόσμου», όπως έχουν δηλώσει παλαιότερα οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι αξιωματούχοι, υπενθυμίζοντας πως η Αίγυπτος επιβίωσε και μετά την διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας των Σοβιετικών, έπειτα από την σύγκρουση του Ανουάρ Σαντάτ με την ΕΣΣΔ.
«Για την ειρήνη θες την Αίγυπτο»
Οι Αμερικανοί δεν έχουν την πολυτέλεια να προσδεθεί ολοκληρωτικά στο άρμα της Ρωσίας και της Κίνας η μεγαλύτερη χώρα του αραβικού κόσμου, την οποία είχαν αποσπάσει από την σοβιετική επιρροή το 1979, με την υπογραφή της πρώτης ειρηνευτικής συνθήκης αραβικού κράτους με το Ισραήλ. Ο Σίσι βέβαια κατά καιρούς υπενθυμίζει την δυσαρέσκεια του από την υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα στην Αραβική Άνοιξη και στην κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων, δείχνοντας την δυσπιστία του προς τις ΗΠΑ.
Όμως ο Αιγύπτιος ηγέτης εμφανίζεται να παραγνωρίζει πως η βραχύβια κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είχε (αρχικά τουλάχιστον) και την ανοχή του αιγυπτιακού στρατού. Η ίδια η περίπτωση του Σίσι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: διορίστηκε στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων από τον Μόρσι, έπειτα από τον παραγκωνισμό της "παλιάς φρουράς" του στρατεύματος που προχώρησε ο τελευταίος, σε μία προσπάθεια του πρώην ισλαμιστή πρωθυπουργού να βρει ένα modus vivendi με τις ένοπλες δυνάμεις.
Το καθεστώς Σίσι, μην έχοντας εμπλακεί σε ένα θερμό πολεμικό μέτωπο όπως η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη και η Τουρκία του νεοσουλτάνου Ερντογάν, εμφανίζεται ως μία δύναμη σταθερότητας στην "πυριτιδαποθήκη" της Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα η θέση της είναι καίρια σε δύο μέτωπα που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση Μπάιντεν: στο Παλαιστινιακό, όπου έχει διαύλους επικοινωνίας με την Χαμάς που ελέγχει την Γάζα, αλλά κυρίως στο ζήτημα το Ιράν, με τον Σίσι να μην υποστηρίζει την πολιτική Τραμπ της "μέγιστης πίεσης" στην Τεχεράνη, όπως οι Σαουδάραβες σύμμαχοι του.
Παραφράζοντας την φημισμένη φράση του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, η πραγματικότητα είναι πως στην Μέση Ανατολή «για ειρήνη θες την Αίγυπτο». Αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να παραγνωρίσει ο Τζο Μπάιντεν και θεωρούμε πως σύντομα θα τηλεφωνήσει στον Αιγύπτιο ομόλογο του, όπως έκανε και με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, σχεδόν έναν μήνα μετά την εκλογή του.
Δημοσίευση σχολίου