GuidePedia

0

Μελετώντας την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα (ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πολιτική της εθνοκάθαρσης και της δημιουργίας ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η πολιτική αυτή έγινε επίσημη κρατική πολιτική το 1908, όταν οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια των δύο Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), ο Τουρκικός Στρατός εξαπέλυσε σφοδρές διώξεις, σε βαθμό γενοκτονίας, κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρά Ασίας. Στόχος ήταν η εξόντωση όλων αυτών των μειονοτήτων και η πλήρης τουρκοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ατυχής κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας οδήγησε στην εξόντωση των Ελλήνων της Μικρά Ασίας και του Πόντου.

Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), η Τουρκία απέκτησε τα σημερινά της σύνορα, τα οποία άφησαν αρκετές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Κούρδοι, Αλεβίτες, Σύροι κ.ά.) στο έδαφος της Τουρκίας. Στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας ισχυρής, αλλά επίπλαστης, τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Κεμάλ εφάρμοσε ένα πρόγραμμα βίαιου εκτουρκισμού όλων των μειονοτήτων της χώρας και παραχάραξης της ιστορίας. Όσοι δεν συμμορφώνονταν προς τις υποδείξεις του τουρκικού κράτους εξοντώνονταν ή απελαύνονταν. Από το 1923 και μετά, παρατηρούμε μια συστηματική εξόντωση του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα αυτός ο στόχος έχει ουσιαστικά επετεύχθη.

Χωρίς Έλληνες σε τουρκικό έδαφος, η Άγκυρα έθεσε σε εφαρμογή το επόμενο στάδιο της πολιτικής της. Την απόσπαση εδαφών από την Ελλάδα. Το είδαμε να συμβαίνει με τραγικό τρόπο στην Κύπρο το 1974, ενώ ο εκτουρκισμός, με την εγκληματική ανοχή του ελληνικού κράτους, της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης θέτει αυτομάτως το ζήτημα της αυτονόμησης της περιοχής σε μελλοντικό χρόνο, όταν τα πληθυσμιακά δεδομένα θα έχουν αλλάξει υπέρ των μουσουλμάνων. Άραγε το ίδιο δεν συνέβη και στο Κόσσοβο, όπου ένα κυρίαρχο κράτος απώλεσε την επικυριαρχία μιας ολόκληρης επαρχίας; Και δεν είναι μόνο η Δυτική Θράκη. Για την Τουρκία, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Βουλγαρία είναι εθνικές μειονότητες, οι οποίες μάλιστα γειτνιάζουν. Εάν αφαιρέσουμε τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας στην περιοχή, θα δούμε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί καταλαμβάνουν μια σημαντική έκταση, την οποία η Άγκυρα εποφθαλμιά.

Ανάλογες βλέψεις υπάρχουν και στο Αιγαίο. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η απόσπαση ελληνικών νησιών, αλλά και η συνεκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αιγαίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία αρχίζει να θέτει θέμα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα, ενώ γνωστές είναι και οι θεωρίες περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, η Ελλάδα δείχνει μια παράδοξη ηττοπάθεια και αδυναμία αντίδρασης. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι Τούρκοι, όταν νιώθουν απέναντι τους ένα ισχυρό κράτος, υποχωρούν και προσποιούνται τους διαλλακτικούς. Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 1987, όταν η Τουρκία προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα στο Αιγαίο, συνάντησε τη δυναμική αντίδραση της Ελλάδας, η οποία ξεκαθάρισε προς φίλους και εχθρούς ότι δεν διαπραγματεύεται τα κυρίαρχα δικαιώματά της και ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των όπλων για να προασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα. Μπροστά σε αυτή τη δυναμική στάση οι Τούρκοι υπαναχώρησαν. Τον Ιανουάριο του 1996 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια ακόμα τουρκική πρόκληση με τα γνωστά αποτελέσματα.

Το πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι οι μεν Τούρκοι δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την απειλή χρήσης βίας για να πετύχουν τους σκοπούς τους, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία προβάλλει ως περίπου μονόδρομο τη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά ο επιτιθέμενος δεν είναι πρόθυμος να υποστεί θυσίες. Αυτό μας διδάσκει ο Θουκυδίδης. Ότι δηλαδή ο ισχυρός προχωρά μέχρι εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του, ενώ ο αδύναμος υποχωρεί μέχρι εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του. Όταν η Ελλάδα υποχωρεί διαρκώς, γιατί η Τουρκία να μη διεκδικεί περισσότερα; Δυστυχώς, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1974 πιστεύουν στην πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας και της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία εκλαμβάνει την πολιτική αυτή όχι ως ένδειξη καλής θέλησης, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας μας. Γι’ αυτό και διεκδικεί συνεχώς περισσότερα.

Δυστυχώς, το βαθύτερο σύμπλεγμα της Ελλάδας, η αχίλλειος πτέρνα μας, είναι η μόνιμη απαίτησή μας να θέλουμε οι άλλοι να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν τα σύνορά μας. Μιλάμε για τις αρχές του διεθνούς δικαίου, όταν όλοι οι άλλοι μιλούν για την αρχή της ευθυδικίας και το δίκιο του ισχυρού. Πότε άραγε εφαρμόσθηκε το διεθνές δίκαιο μετά το 1945; Μήπως στο Κόσσοβο ή στην Κύπρο; Η ελληνική ηγεσία φαίνεται να μην κατανοεί ότι ο ισχυρός επιβάλλει και ο αδύναμος αποδέχεται. Η Τουρκία δεν είναι πιο ισχυρή από την Ελλάδα. Υπερεκτιμημένη μετοχή είναι, την οποία εμείς θεωρούμε σχεδόν υπερδύναμη. Συνεχώς αναρωτιόμαστε τι θα μας κάνει η Τουρκία αν κάνουμε τούτο ή το άλλο και ποτέ δεν δοκιμάζουμε να πράξουμε ούτε τούτο ούτε το άλλο. Υποχωρούμε συνεχώς και διαρκώς, διότι θεωρούμε ότι η Τουρκία θα αντιδράσει δυναμικά εναντίον μας. Μας αρέσει να αφήνουμε τα γεγονότα να εξελιχθούν, τρέχουμε πίσω από αυτά όταν ξεσπάσουν και μετά κατηγορούμε όλο τον κόσμο ότι είμαστε θύματα μιας σκοτεινής συνωμοσίας που στόχο έχει την εξαφάνιση του ελληνικού έθνους.

Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει να κρύβουμε τις αδυναμίες μας πίσω από τα γεγονότα και να κατηγορούμε τα γεγονότα για την κακή μας μοίρα. Θεωρούμε ότι εμείς αρμενίζουμε σωστά και ότι στραβός είναι ο γιαλός. Με αυτή τη λογική όμως, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν εξυπηρετούμε σωστά τα εθνικά μας συμφέροντα. Και αυτό στις μέρες μας κοστίζει πολύ ακριβά.

πηγή 


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top