Του Νίκου Αντωνιάδη* – Νέα Υόρκη
Η πιο κάτω, αληθινή ιστορία είχε πρωτοδημοσιευτεί σε αγγλικό site το 2016.
«Κρυμμένο Παιχνίδι»
«Μάνα, τον ξεχάσαμε στην ντουλάπα σου», της είπα.
«Θα επιστρέψουμε αύριο αφότου θα τους έχει νικήσει όλους», μου απαντά η μάνα μου.
Η αδελφή μου, δύο ετών, χαρούμενη, κτυπούσε παλαμάκια, τρώγοντας την πίτσα της.
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος. Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου του 1974, τα τουρκικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τον ουρανό της Κύπρου βομβαρδίζοντας την πόλη μου, την Αμμόχωστο.
Τι παιχνίδι, έλεγα από μέσα μου!
Κοίταζα την παραλία από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Κάθε Σαββατοκύριακο, εκεί, έβλεπα τα όνειρά μου στο βυθό της θάλασσας. Το νερό ήταν τόσο καθαρό όσο και ένα κρύσταλλο. Ήταν απίστευτο, οι βόμβες συνέθλιβαν το κρύσταλλο!
«Μάνα, κοίτα», της είπα, περιμένοντας απεγνωσμένα να μου πει να κατέβουμε, όπως κάναμε κάθε Σαββατοκύριακο που τρέχαμε για να κολυμπήσουμε στο «Διαμάντι της Μεσογείου». Έτσι λέγαμε την παραλία μας. Όμως, μάταια περίμενα την ίδια απάντηση.
Ήταν Τετάρτη. Κάθε Τετάρτη απόγευμα ο πατέρας μου συνήθιζε να επιστρέφει νωρίς από την εργασία. Η Τετάρτη ήταν η μέρα της «τέχνης και χειροτεχνίας». Και η συμφωνία μας ήταν να κλειδώνουμε τα παιχνίδια που φτιάχναμε στο ντουλάπι της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου και να τα ξεκλειδώνουμε το ερχόμενο Σαββατοκύριακο για να παίξουμε. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ο πατέρας μου έπρεπε να δουλέψει. Το παιχνίδι της προηγούμενης Τετάρτης ήταν ακόμη κλειδωμένο στο ερμάρι. Ο πατέρας μου πάλι έλειπε. Δεν ήταν αυτός που οδηγούσε το αυτοκίνητο.
«Δεν μπορέσαμε να τον βρούμε», είπε ο παππούς στη μητέρα μου. Και τότε, ο παππούς κοίταξε εμένα και την αδελφή μου και πρόσθεσε με χαμόγελο: «Πετάει σε εκείνο το αεροπλάνο επάνω εκεί». Η αδελφή μου κι εγώ χειροκροτήσαμε για τον ήρωα μας που πετούσε και τον «βλέπαμε» από το τζάμι του αυτοκινήτου.
Ήμουν πέντε χρονών. Από τότε, η χώρα μου είναι χωρισμένη στα δυο, και το κρυστάλλινο νερό της είναι γεμάτο με συρματόπλεγμα. Σήμερα, το μόνο μονοπάτι επιστροφής είναι οι ρυτίδες της μητέρας μου. Ένα ειρωνικό παιχνίδι της ζωής, της υπομονής, της επιμονής, του πόθου.
Ο πατέρας μου εργάζεται ατελείωτα για να ξεχάσει.
Ένα παιχνίδι προδοσίας. Ένα παιχνίδι διαφθοράς. Ένα παιχνίδι της τούρκικης μανίας και λύσσας.
Κι εγώ, να εξακολουθώ να μένω μακριά από τη γειτονιά μου. Με τους παππούδες μου να έχουν φύγει με εκείνο το νοσταλγικό δάκρυ. Και ένα «γιατί» να μου τρώει τα σωθικά. Γιατί να έχω ζήσει διαφορετικά από τους πολλούς;
Ίσως τελικά ο γιος μου να έχει δώσει την απάντηση ενώ έβγαζε selfie μπροστά από την ρετρό φωτογραφία των γονιών μου στην Αμμόχωστο:
«Ρε πατέρα, η γιαγιά δεν έπρεπε να είχε κλειδώσει το χαρταετό σου στο ντουλάπι της, θα μπορούσε να πετάξει στον ουρανό και να τους νικήσει όλους»!
Υ.Γ.1. Ναι γιε μου, κλειδωθήκαμε μόνοι μας και ακόμη ψάχνουμε τα κλειδιά!
Υ.Γ.2. Ρε παππού, βρήκαμε τον μπαμπά μου, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τη χώρα μας. Συγνώμη!
Υ.Γ. 3. Από τότε, δεν μπόρεσα να πετάξω χαρταετό ποτέ. Δεν θα μπορούσα να «προδώσω» αυτόν που με περιμένει στο ερμάρι της περιφραγμένης γειτονιάς μου στην Αμμόχωστο!
Αφιερωμένο στη μοιρασμένη μου πατρίδα, την Κύπρο, αυτό το πανέμορφο νησί της Αφροδίτης.
*Σύμβουλος Πολιτικού Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας
Μέλος του Αμερικανικού Συνδέσμου Πολιτικών Συμβούλων (AAPC)πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου