Του Marc Pierini
"Βρυξέλλες, έχετε πρόβλημα", δήλωσε προσφάτως ο εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου Recep Tayyip Erdogan. ΒΑσισμένοι στα γεγονότα και στις αρχές του κράτους δικαίου, πολλοί Ευρωπαίοι δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και ποια θα μπορούσε να είναι η πορεία στη συνέχεια. Εδώ παραθέτω την προσπάθειά μου να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία κατανόηση.
Στον άμεσο απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, οι ηγέτες της ΕΕ καταδίκασαν σθεναρά αυτή την βίαιη επίθεση στην δημοκρατία και επιβεβαίωσαν την στήριξή τους στο εκλεγμένο κοινοβούλιο της Τουρκίας, στον πρόεδρο και στην κυβέρνηση. Τα επίσημα ανακοινωθέντα που εκδόθηκαν από τη Γερμανίδα Καγκελάριο, τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και την ύπατη εκπρόσωπο της ΕΕ, τον Επίτροπο για την Ευρωπαϊκή Πολιτική γειτονίας, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και εκείνα από το Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ, ήταν ηχηρά, σαφή και ξεκάθαρα. Αυτά είναι τα γεγονότα. Εάν αυτά εκλαμβάνονται, αγνοούνται ή μεταμορφώνονται από τους Τούρκους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι ηγέτες της ΕΕ έσπευσαν να υπερασπιστούν της δημοκρατίας στην Τουρκία, όπως κάνουν πάντα.
Ωστόσο, έξι εβδομάδες μετά από αυτή την εκδήλωση πολιτικής αλληλεγγύης, συνεχίζεται αμείωτος ένας κατακλυσμός κριτικής από τους Τούρκους ηγέτες, τα ΜΜΕ και τους πολίτες εναντίον της ΕΕ. Υπάρχει η εκδοχή της παγκόσμιας συνωμοσίας, η ακαδημαϊκή εκδοχή (δηλαδή, "η ΕΕ προδίδει τις αξίες και τις αρχές της") και η κοινή εκδοχή (δηλαδή ότι η ΕΕ "έχει αποτύχει στη δοκιμασία", έχει "απογοητεύσει" την Τουρκία και είναι "ασαφής").
Όσο βολικό μπορεί να είναι σε καιρούς έντονων εθνικιστικών αφηγήσεων, η μετατροπή της απόπειρας πραξικοπήματος σε μια "δοκιμασία" στην οποία η ΕΕ (και η Δύση γενικότερα) έχει "αποτύχει", δεν ευσταθεί. Η ΕΕ και η Δύση δεν υποβλήθηκαν σε καμία "δοκιμασία". Η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν μία φαύλη επίθεση από Τούρκους εναντίον Τούρκων. Κατέληξε σε μια μαζική αποσταθεροποίηση της χώρας, των ενόπλων δυνάμεών της, των κρατικών της θεσμών γενικότερα, και του διεθνούς κύρους της. Αυτή ήταν μία αυτοπροκληθείσα καταστροφή και στον απόηχό της, η ΕΕ και η Δύση απέδειξαν αμέσως την αλληλεγγύη τους στην Τουρκία.
Επί της ουσίας, το πιο σημαντικό είναι πως τώρα υπάρχουν πραγματικές διαφορές μεταξύ της Τουρκίας και των ηγετών της ΕΕ στην πορεία προς το μέλλον.
Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία λέει στον κόσμο ότι το κίνημα του Gulen είναι πίσω από το πραξικόπημα. Αυτό είναι εύλογο. Είναι σημαντικό να υπάρξουν αποδεικτικά στοιχεία και μια σε βάθος έρευνα, για να αποδείξει αν ευσταθεί πραγματικά αυτή η υπόθεση. Για την ώρα, οι Δυτικοί διπλωμάτες μπορεί να θυμηθούν ότι όχι πολύ παλαιότερα, και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013, οι υπουργοί του ΑΚΡ και οι οργανισμοί του Gulen εργαζόταν από κοινού στο ίδιο θρησκευτικό-συντηρητικό κοινωνικό project. Οι οργανισμοί του Gulen αντιμετωπιζόταν πάντα με μεγάλη προσοχή από τη Δύση διότι το κίνημα ήταν μυστικό και η διακυβέρνησή του, τα μέλη και η χρηματοδότηση, ήταν άγνωστα. Ωστόσο, δυτικοί διπλωμάτες περιστασιακά έπεφταν πάνω σε "Gulen-ιστές", κατ’ εντολήν των υπουργών του ΑΚΡ, οι οποίοι προώθησαν ορισμένα μέλη του Gulen ως προνομιούχους συνομιλητές κατά τη διάρκεια επισκέψεων ξένων αξιωματούχων. Με άλλα λόγια, ας μην ξεχνάμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του ΑΚΡ σήμερα, ήταν ο στενότερος σύμμαχός του χθες.
Όσον αφορά τα διορθωτικά μέτρα μετά από το πραξικόπημα, το θέμα όπως φαίνεται από τις Βρυξέλλες (δηλαδή από την άποψη του κράτους δικαίου), είναι κατά πόσο μια ατελείωτη εκκαθάριση της αντιπολίτευσης, περισσότερος πολιτικός λαϊκισμός, περισσότερη κοινωνική πόλωση, και μεγαλύτερη κυβερνητική απολυταρχία, αποτελούν τον καλύτερο τρόπο για να αντιμετωπιστεί "η διείσδυση των Gulen-ιστών στο τουρκικό κράτος". Εάν ο στόχος είναι να ξεριζωθεί μια μυστική φράξια, μπορεί αυτό να γίνει μέσω του ανταγωνισμού σε όλους τους κλάδους της κοινωνίας, βάζοντας τους Τούρκους τον έναν εναντίον του άλλου, δημιουργώντας "νεκροταφεία προδοτών" και δημοσιεύοντας καταγγελίες σε ιστοσελίδες; Μου φαίνεται, ως ένας ξένος παρατηρητής, ότι το να χυθεί περισσότερο μίσος σε μια κλονισμένη τουρκική κοινωνία, είναι μια συνταγή για περισσότερα προβλήματα στο μέλλον παρά για κατευνασμό. Θα υποστήριζα ότι μόνο μια διαφανής και δημοκρατική διαδικασία ανοικοδόμησης στην Τουρκία μπορεί να πετύχει, που θα επαναφέρει την ελευθερία του Τύπου, την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, την ελεύθερη οικονομία, τη ζωντανή κοινωνία και την πολιτιστική ποικιλομορφία.
Αυτές είναι οι παράμετροι μέσα από τις οποίες μπορεί να βοηθήσει η ΕΕ. Είναι παρήγορο να επισημάνουμε ότι πολλές τουρκικές πολιτικές φωνές, σε κόμματα της αντιπολίτευσης όπως το CHP και το HDP, αλλά επίσης και μέσα στο ίδιο το ΑΚΡ, υποστηρίζουν μια ισορροπημένη προσέγγιση στην ανοικοδόμηση της χώρας μετά από το πραξικόπημα. Πέρα από τα τρέχοντα συναισθήματα, οι Τούρκοι ελπίζουμε να βρουν έναν κοινό παρανομαστή: να υπερασπιστούν την ενότητα του κράτους και μια γνήσια δημοκρατική διαδικασία. Η ΕΕ υποστηρίζει σθεναρά αυτές τις αρχές.
Μια επαναλαμβανόμενη γραμμή κριτικής που έρχεται σήμερα από την Άγκυρα, είναι η έλλειψη κατανόησης και υποστήριξης που λαμβάνει η χώρα από τους Ευρωπαίους ηγέτες. Ζητήθηκε από τους ηγέτες της ΕΕ να έρθουν στην Τουρκία. Το κάνουν. Αυτή την εβδομάδα, υπουργοί της Εσθονίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Σλοβενίας, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο εισηγητής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την Τουρκία καθώς και αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι από την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, επισκέφθηκαν την Τουρκία για να μεταφέρουν την αλληλεγγύη τους στα νόμισμα θεσμικά όργανα της χώρας και στην ενίσχυση του κράτους δικαίου. Η επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου Joe Biden στις 24 Αυγούστου, έφερε το ίδιο μήνυμα.
Οι Τούρκοι ίσως συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει μια διπλωματική επιλογή που πρέπει να ληφθεί εδώ: είτε να συνεχίσουν με την σκληρή κριτική προς την ΕΕ και την Δύση και να αποκομίσουν κάποια πρόσκαιρα εσωτερικά πολιτικά οφέλη, ή να μετριάσουν την ρητορική και να αρχίσουν να συζητούν πραγματικά ζητήματα μεταξύ εταίρων, με σεβασμό ο ένας προς τον άλλον. Αυτή η επιλογή ίσως α μην είναι η πιο εύκολη δεδομένων έντονων συναισθηματικών και βίαιων γεγονότων που έχει περάσει η Τουρκία, αλλά είναι αυτή που αξίζει να επιδιώξει κανείς για το μέλλον της χώρας.
Μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ, τα ζητήματα προτεραιότητας για συζήτηση περιλαμβάνουν, για αρχή: την Συρία, την συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την εφαρμογή του προγράμματος βοήθειας των προσφύγων στην Τουρκία, τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης και την συνεχή συνεργασία της κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων και εκπαιδευτικών και πολιτιστικών προγραμμάτων όπως οι υποτροφίες Jean Monnet).
Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει από κοινού μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας. Ας ελπίσουμε ότι και οι δύο πλευρές μπορούν να βρουν κοινό έδαφος.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου