Της Νταϊάνα Τζόνστοουν*
Το χάος μεταφέρεται από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη. Ένα ατελείωτο ρεύμα προσφύγων και μεταναστών διασχίζει τα Βαλκάνια για να φτάσει στη Γερμανία και τη Σουηδία. Μάχες ξεσπούν σε προσφυγικούς καταυλισμούς μεταξύ αντιπάλων ομάδων.
Οι ηγέτες που υιοθέτησαν και υποστήριξαν τις ιδέες των ανοιχτών συνόρων και της πολυπολιτισμικότητας διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Και τώρα, το Παρίσι έρχεται αντιμέτωπο με το είδος των επιθέσεων που γνώριζαν ως τώρα η Βηρυτός και η Ρωσία.
Τι θα συμβεί στη συνέχεια; Θα οδηγήσει ο φόβος τους πολίτες να προσγειωθούν στην πεζή πραγματικότητα και να σκεφτούν καθαρά;
Ο Πρόεδρος Ολάντ βγήκε στην τηλεόραση φανερά συγκινημένος και έβαλε τα δυνατά του να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Είναι όμως φανερό ότι «δεν τό ‘χει». Διακηρύσσοντας ότι η Γαλλία βρίσκεται πλέον σε εμπόλεμη κατάσταση, μιμήθηκε ουσιαστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Σε εμπόλεμη κατάσταση όμως, με ποιον ακριβώς; Η Γαλλία υποστήριζε πάντα τη γραμμή «ο Άσαντ πρέπει να φύγει». Μήπως πρέπει να αλλάξει πόλεμο; Μήπως πρέπει να αλλάξει εξωτερική πολιτική;
Ο Πρόεδρος Ομπάμα έκανε δηλώσεις αλληλεγγύης, ενώ οι επιθέσεις συνεχίζονταν. Οι δηλώσεις αυτές αναμεταδόθηκαν φυσικά από τα μέσα ενημέρωσης που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις επιθέσεις για να ενισχύουν την αμερικανική κυριαρχία στη γαλλική εξωτερική πολιτική.
Κανείς από τους σχολιαστές δεν επισήμανε όμως ότι οι επιθέσεις του Παρισιού μοιάζουν πάνω απ’ όλα με τις τρομοκρατικές επιθέσεις που έχει γνωρίσει η Ρωσία. Πού ήταν η αλληλεγγύη για τα θύματα της συντριβής στο Σινά; Ή για τα παιδιά που δολοφονήθηκαν στο Μπεσλάν, το 2006; Στη Μόσχα, Ρώσοι πολίτες απέθεσαν λουλούδια στη γαλλική πρεσβεία, αλλά κανένα γαλλικό μέσο δεν ασχολήθηκε μαζί τους.
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν εμμονή με τον κακό Πούτιν και τον κακό Άσαντ και δεν έχουν καμιά διάθεση να αλλάξουν γραμμή. Τα γεγονότα, όμως, μπορεί να επιβάλουν την αναγνώριση της πραγματικότητας.
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Πώς θα αντιδράσει η Γαλλία; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές μέτωπο.
Η εγχώρια αντίδραση
Η πρώτη επίσημη αντίδραση, η δήλωση του Ολάντ ότι «βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση» και η εντολή στον στρατό να κάνει περιπολίες στους δρόμους του Παρισιού, δεν είναι ιδιαίτερα υποσχόμενη. Οι στρατιώτες στους δρόμους έχουν σκοπό να καθησυχάζουν τους πολίτες (αν και δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικά όλα αυτά τα όπλα), αλλά δεν μπορούν ούτε να εμποδίσουν τους καμικάζι ούτε να εισέλθουν στην καρδιά του προβλήματος. Το πιο πιθανό είναι πως όποιος «μοιάζει» με τρομοκράτη θα αναγκάζεται να δείχνει την ταυτότητά του. Αυτό μπορεί να είναι δυσάρεστο, αλλά δεν είναι τραγικό αν σταματήσει εκεί.
Λίγο χειρότερο θα είναι αν χαλαρώσουν οι κανονισμοί που διέπουν τη χρήση των όπλων από τους Γάλλους αστυνομικούς. Στη Γαλλία, είναι νομικά αδύνατο να γλυτώσει ένας αστυνομικός από φόνο, όπως συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, και καλό θα ήταν τα πράγματα να παραμείνουν έτσι.
Οι επιθέσεις εναντίον τζαμιών ή και μεμονωμένων μουσουλμάνων, μπορεί να αυξηθούν. Αυτό θα είναι το καλύτερο δώρο στους εξτρεμιστές. Στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι αστυνομικοί χρειάζονται τη βοήθεια του μουσουλμανικού πληθυσμού για να αποτρέψουν μελλοντικές τρομοκρατικές επιθέσεις.
Είναι απαραίτητο να κατανοηθεί τι κρύβεται πίσω από το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Μια τάση των αριστερών να ταυτίζονται με κάθε εξέγερση, ανεξάρτητα από τα κίνητρα ή τα αποτελέσματά της, και να τη θεωρούν μια δικαιολογημένη αντίδραση στην καταστολή, είναι μια αβάσιμη και συναισθηματική προσέγγιση.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιδράσει κανείς στον κοινωνικό αποκλεισμό και η τυφλή βία δεν είναι ένας από αυτούς. Το αποδεικνύει η στάση των Αφροαμερικανών, που υφίστανται πολύ μεγαλύτερη καταπίεση από τις διακρίσεις εναντίον των Γάλλων μουσουλμάνων. Η σύγκριση με άλλες δύσκολες περιόδους, άλλωστε, δείχνει ότι η έκρηξη της φανατικής ισλαμιστικής βίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε οικονομικούς παράγοντες. Η βασική πηγή της δολοφονικής βίας που εκδηλώθηκε στις 13 Νοεμβρίου πρέπει να αναζητηθεί στη Μέση Ανατολή. Το Ισλαμικό Κράτος λειτουργεί ως μαγνήτης για νέους ανθρώπους, που θέλουν ένα λόγο για να ζήσουν και ένα δίαυλο για την έκφραση των συναισθημάτων τους. Ο λόγος παρέχεται από τις εικόνες ανθρώπων με τις οποίες ταυτίζονται: Τους Παλαιστίνιους της Γάζας, τις οικογένειες που θερίστηκαν από αμερικανικές βόμβες στη διάρκεια γάμων, ολόκληρες χώρες που έχουν εξευτελιστεί από τη δυτική αλαζονεία. Και ο δίαυλος είναι το Ισλαμικό Κράτος, που υπόσχεται ένα νέο «χαλιφάτο».
Η διεθνής αντίδραση
Ο Πρόεδρος Ολάντ αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα σύγχρονου Ευρωπαίου ηγέτη που έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια για ρεαλιστική στρατηγική σκέψη, βυθισμένος καθώς είναι στα προβλήματα με τον προϋπολογισμό του και την εμμονή με την «οικοδόμηση της Ευρώπης». Τα διεθνή θέματα έχουν εγκαταλειφθεί στον Μεγάλο Προστάτη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, που περιμένουμε να μας σώσουν από οποιοδήποτε χάος δημιουργούν. Ήρθε η ώρα να αφυπνιστούμε.
Η κατάσταση είναι περίπλοκη, αλλά δεν είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε.
Το χάος ξεκίνησε σε δύο μέρη: Την κατάληψη της Παλαιστίνης από το Ισραήλ και την εκμετάλλευση των ισλαμιστών στο Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ για να πλήξουν τη Σοβιετική Ένωση. Για να πλήξει τον αραβικό εθνικισμό, τον οποίο θεωρούσε βασικό περιφερειακό εχθρό του, το Ισραήλ αποδεχόταν την ανάπτυξη του πολιτικού ισλάμ που θα υπονόμευε τα αραβικά εθνικιστικά, εκσυγχρονιστικά κράτη του Ιράκ, της Συρίας και, κατά έναν τρόπο, της Λιβύης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν να καταστρέψουν αυτά τα κράτη, χρησιμοποιώντας «ανθρωπιστικά» προσχήματα, ύστερα από προτροπή των υποστηρικτών του Ισραήλ στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο.
Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, η Σαουδική Αραβία χρησιμοποίησε τους οικονομικούς της πόρους για να χτίσει τζαμιά και να διαδώσει τις εξτρεμιστικές ιδέες από τα Βαλκάνια ως τη Νιγηρία. Τα σαουδαραβικά χρήματα χρησιμοποιούνται με στόχο την ενίσχυση των σουνιτών φανατικών, την εξουδετέρωση του σιιτικού ισλάμ και την αποδυνάμωση του Ιράν. Καθώς το Ισραήλ θεωρεί, κι αυτό, το Ιράν περιφερειακό του εχθρό, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ έχουν συμμαχήσει, με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Η Γαλλία συνδέεται με το Ισραήλ χάρις στην «ένοχη συνείδηση» που καλλιεργούν τα μέσα ενημέρωσης, προσωπικότητες και πολιτικοί που τελούν υπό την επιρροή εβραϊκών οργανώσεων. Και συνδέεται με τη Σαουδική Αραβία, καθώς είναι μια αγορά για τον στρατιωτικό της εξοπλισμό.
Αυτό το σύστημα συμμαχιών μεταξύ αντιπάλων έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η «Δύση», δηλαδή οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, πολεμούν και τις δύο εμπόλεμες πλευρές στη Συρία. Βομβαρδίζουν τους ισλαμιστές και την ίδια ώρα διακηρύσσουν ότι ο Άσαντ πρέπει να φύγει. Στην πραγματικότητα, ο Άσαντ είναι το σύμβολο και ο ενωτικός παράγων του συριακού κράτους. Αν φύγει, η χώρα θα διαλυθεί. Και ποιος θα μαζέψει τα κομμάτια; Οι τρεις γείτονες: Η Τουρκία θα πάρει τον βορρά, το Ισραήλ τα υψίπεδα του Γκολάν και η Σαουδική Αραβία τα υπόλοιπα.
Η μόνη χώρα που συμπεριφέρεται καθαρά και λογικά είναι η Ρωσία, η οποία επενέβη νομίμως στη Συρία και προσπαθεί να εμποδίσει την περαιτέρω προέλαση των φανατικών, που απειλούν και την ίδια.
(Πηγή: Counterpunch)
* Η Νταϊάνα Τζόνστοουν είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η βασίλισσα του χάους: οι περιπέτειες της Χίλαρι Κλίντον»
πηγή
Δημοσίευση σχολίου