Ράφι Μπεντροσιάν, The Armenian Weekly, (μτφρ. Κριστιάν)
Η εξόντωση των μη τουρκικών/μη-μουσουλμανικών πληθυσμών της Ανατολίας άρχισε στις 24 Απριλίου 1915 με τη σύλληψη 250 Αρμενίων διανοουμένων στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε λίγους μήνες, 1.500.000 Αρμένιοι απομακρύνθηκαν από την ιστορική τους πατρίδα, ηλικίας τέσσερις χιλιάδες ετών, σε αυτό που αποτελεί σήμερα την Ανατολική Τουρκία όπως και από τη βόρεια, νότια, κεντρική και δυτική Τουρκία. Σχεδόν 250.000 Ασσύριοι σφαγιάστηκαν επίσης στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά των Ελλήνων του Πόντου να εξαλειφθούν από το βορά της Τουρκίας, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, κατά περιόδους από το 1916. Η εθνοκάθαρση των Ελλήνων του Πόντου γνώρισε μια διακοπή, όταν οι Οθωμανοί βρέθηκαν στη πλευρά των ηττημένων του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, αλλά η βιολογική τους εξόντωση συνεχίστηκε με πλέον οργανωμένο τρόπο στις 19 Μαΐου 1919.
Το παρόν άρθρο συνοψίζει το τραγικό τέλος του πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου στη βόρεια Τουρκία -μια σειρά γεγονότων που μελετήθηκε και τεκμηριώθηκε λιγότερα από τη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά εξίσου αρνούμενη και κρυμμένη από το τουρκικό κράτος.
Οι Έλληνες του Πόντου κατοικούσαν συνεχώς τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, βόρεια της Ανατολίας, από τη προ-Βυζαντινή περίοδο.
Η εθνοκάθαρση των Ελλήνων του Πόντου ακολουθεί το ίδιο πρότυπο με τις απελάσεις και τις σφαγές των Αρμενίων: υπό το πρόσχημα απειλών της ασφάλειας και υποπτευόμενοι για πιθανή συνεργασία με τους Ρώσους, η οθωμανική κυβέρνηση διέταξε την άνοιξη του 1916, να εκκενωθούν όλες οι παράκτιες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας από τους Έλληνοπόντιους, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων.
Φυσικά, στην περίπτωση των Αρμενίων, οι αποφάσεις απέλασης δεν αφορούσαν μόνο τη ανατολική ζώνη του πόλεμου, αλλά εφαρμόζονταν σε όλες τις περιοχές της Τουρκίας.
Οι απελάσεις των Ποντίων τέθηκαν σε εφαρμογή από τον Ειδικό Οργανισμό [Teşkilat Mahsusa-i], την ίδια κυβερνητική οργάνωση που οργάνωσε τις σφαγές των Αρμενίων, που διαπράχθηκαν από κοινούς εγκληματίες που απελευθερώθηκαν από τις φυλακές.
Τα αρχεία δείχνουν ότι όσο βαρύτερη ήταν η ποινή φυλάκισης, τόσο ψηλότερη ήταν η κατάταξη που έδωσε η κυβέρνηση στους εγκληματίες αυτούς για να πραγματοποιήσουν το καταστροφικό έργο τους.
Φυσικά, οι απελάσεις των Ελλήνων πέρασαν γρήγορα από το στάδιο της απέλασης σε λεηλασίες και σφαγές.
Αλλά λόγω του γεγονότος ότι οι Έλληνες του Πόντου ήταν μάρτυρες της μοίρας των Αρμενίων, ένα χρόνο νωρίτερα, οργάνωσαν την υπεράσπισή τους και αντιστάθηκαν στις απελάσεις, καταλαμβάνοντας βουνά, παντού όπου μπορούσαν.
Αποτέλεσμα, οι απελάσεις και σφαγές κατά τη διάρκεια αυτής της «πρώτης φάσης των σφαγών», μεταφράστηκαν «μόνο» σε 150.000 θύματα, εξαλείφοντας το ένα τρίτο του ποντιακού πληθυσμού μέχρι το τέλος του πολέμου.
Το «δεύτερο στάδιο και πραγματική φάση της σφαγής», η οποία είδε την οργανωμένη καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού, άρχισε πραγματικά με την άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919.
Συναντήθηκε με τους γνωστούς αρχηγούς των σφαγών των Αρμενίων στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, όπως τον Τοπάλ [τον κουτσό] Οσμάν και τον Ρετζέπ Ipsiz, και εξασφάλισε τη συνεργασία τους με την έναρξη μιας εκστρατείας τρόμου, με στόχο να αδειάσει το βόρειο τμήμα της Τουρκίας από Ελληνοποντίους. Αυτοί οι δύο δολοφόνοι, αρχικά διακινητές, είχαν αποκτήσει κάποια φήμη το 1915, απάγοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε μεγάλα σκάφη, οδηγώντας τους σε βαθιά θάλασσα και ρίχνοντας τους στη θάλασσα, και κοκορεύονταν στη συνέχεια ότι «η αλιεία της αθερίνας θα είναι εξαιρετική φέτος, με όλα αυτά τα τρόφιμα». Καθώς ο Ποντιακός Ελληνικός ανδρικός πληθυσμός είχε εγκατασταθεί στα βουνά, αυτοί οι εγκληματίες επιτέθηκαν στις γυναίκες και παιδιά των Ελλήνων που παρέμειναν στα χωριά.
Εφαρμόστηκαν διάφορες μέθοδοι θανάτωσης.
Ήταν σύνηθες να οδηγηθεί ο πληθυσμός ολόκληρων χωριών σε κοντινές σπηλιές, να φράξουν την είσοδο, στη συνέχεια, να τους κάψουν ζωντανούς ή να ρίξουν αέρια για να προκαλέσουν την ασφυξία τους. Κάθε αρένας Έλληνας που πιανόταν ριχνόταν ζωντανός από τις καμινάδες στους λέβητες άνθρακα των ατμόπλοιων. Οι εκκλησίες έγιναν αποτεφρωτήρια για να κάψουν ζωντανούς όσο πιο πολλούς Έλληνες ήταν δυνατό να περιέχουν. Η έκταση των βασανιστηρίων και σφαγών που υπέστησαν οι Έλληνες, συγκλόνισε το τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε στην κυβέρνηση της Άγκυρας, προκειμένου να απομακρυνθούν αυτοί οι εγκληματίες από την περιοχή.
Τελικά ο Ατατούρκ τους έφερε πίσω στην Άγκυρα, όπου ο Οσμάν έγινε σωματοφύλακας του. Αλλά, όταν ο τελευταίος πυροβόλησε ένα μέλος του κοινοβουλίου επειδή κριτικάρισε τον Ατατούρκ, και μετά απείλησε τον ίδιον, εκτελέστηκε.
Υπήρχαν, επίσης, τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» [Istiklal Mahkemeleri], τα οποία συστάθηκαν στις πόλεις της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, προκειμένου να δικαστούν οι Έλληνες αντάρτες.
Τα δικαστήρια αυτά λάμβαναν αυθαίρετες αποφάσεις, οι οποίες πάντοτε ήταν θανατικές ποινές, χωρίς υπεράσπιση ούτε δικαίωμα έφεσης, ενώ οι απαγχονισμοί εκτελούνταν αμέσως.
Ανάμεσα στα θύματα των εν λόγω δικαστηρίων βρέθηκαν εκατοντάδες Έλληνες δάσκαλοι των ελληνικών και αμερικανικών σχολείων της περιοχής, αρχηγοί της κοινότητας, κληρικοί και, κατά τραγικό τρόπο, το σύνολο της ομάδας ποδοσφαίρου του ελληνικού γυμνασίου της Merzifon για το μοναδικό λόγο ότι η ομάδα τους ονομαζόταν Pontus Club, το οποίο εκτιμήθηκε ως επαρκής λόγος για να τους αποκαλούν τρομοκρατική ανταρτική οργάνωση.
Ο Ατατούρκ διόρισε στη συνέχεια τον Νουρετίν Πασά διοικητή του Κεντρικού Στρατού, για να εξαλείψει όλους τους Έλληνες αντιστασιακούς στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Αυτός ο άνθρωπος, γνωστός επίσης για τις σαδιστικές κλίσεις του, κατέστρεψε χιλιάδες ελληνικά ανυπεράσπιστα χωριά. Μεταξύ των άλλων «κατορθωμάτων» του, η σύλληψη ενός Τούρκου δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης ο οποίος είχε επικρίνει τον Ατατούρκ. Ο Νουρετίν Πασάς διέταξε τους στρατιώτες του να ακρωτηριαστεί ζωντανός αυτός ο ρεπόρτερ, μέλος μετά μέλος.
Ήταν επίσης επικεφαλής των στρατιωτικών μονάδων, οι οποίες μπήκαν στη Σμύρνη το 1922, όπου οργάνωσε το παρόμοιο λιντσάρισμα του Έλληνα Μητροπολίτη, πριν από την έναρξη της μεγάλης πυρκαγιάς που κατέστρεψε ολόκληρη την πόλη.
Μεταξύ της 19ης Μάιου 1919 και του τέλους 1922, ο Ποντιακός Ελληνικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε με 353.000 θύματα στις εξής πόλεις:
- Αμάσεια, Giresun, Σαμψούντα: 134.078 θύματα
- Τοκάτ: 64.582 θύματα
- Τραπεζούντα: 38.434 θύματα
- Niksar (επαρχία Τοκάτ): 27.216 θύματα
- Σεμπινκαραχισάρ (επαρχία Giresun): 21.448 θύματα
- Maçka (επαρχία της Τραπεζούντα): 17.479 θύματα
Μια βίαιη εκστρατεία στόχευε να εξισλαμιστούν οι Έλληνες. Ένα ποσοστό ασπασθηκε το Ισλάμ κάτω από απειλές και βασανιστήρια, και ακλούθησε ο εκτουρκισμός τους.
Στη διάρκεια της συνθήκης της Λωζάνης το 1923, οι ελάχιστοι εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου συμπεριλήφθησαν στους 1.250.000 Έλληνες Μικρασιάτες που «ανταλλάχτηκαν» με μουσουλμάνους στην Ελλάδα, εκκενώνοντας τη περιοχή του Ευξείνου Πόντου από τον ιστορικό ελληνικό πολιτισμού της.
Όλα τα ονόματα των ελληνικών χωριών και πόλεων, έλαβαν νέα τουρκικά ονόματα, η τουρκική γλώσσα επιβλήθηκε σε όλους τους εξισλαμισμένους Έλληνες, Αρμένιους Hemshin, Λαζούς και στις γεωργιανές μειονοτήτες.
Ξεκίνησε στη συνέχεια μια εκατονταετή εκστρατεία πλύσης εγκεφάλου, βασισμένη στην πολιτική του ενιαίου κράτους, του ενιαίου έθνους και της μοναδικής γλώσσας.
Θεσπίστηκε η ημερομηνία της 19ης Μαΐου 1919 που σηματοδοτεί την άφιξη του Ατατούρκ στη Σαμψούντα, ως εθνική εορτή, για τον εορτασμό της Ημέρας της Νεολαίας και του Αθλητισμού, με νόμο που ψηφίστηκε το 1937, αντιγράφοντας τη ναζιστική πολιτική της ανώτερης φυλής, για να απεικονίσει τον αθλητισμό και την ομορφιά της τουρκικής φυλής. Το ρατσιστική πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αυτής γίνεται εμφανές στη δήλωση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μαχμούτ Εσάτ Μποζκούρτ: «Οι Τούρκοι είναι κυρίαρχοι αυτής της χώρας. Οι εναπομείναντες πληθυσμοί έχουν μόνο ένα δικαίωμα σε αυτή τη χώρα: να είναι υπηρέτες και δούλοι των αληθινών Τούρκων!».
Πρόσφατα, το 2008, ο τότε υπουργός Άμυνας, Βετζντί Gönül, επανέλαβε τα ίδια ρατσιστικά αισθημάτα στην Τουρκία:
«Αν είχαμε επιτρέψει στους Έλληνες να παραμείνουν στις περιοχές του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, και στους Αρμένιους στην Ανατολία, θα είχαμε ισχυρό εθνικό κράτος σήμερα;»
Ο επικεφαλής δολοφόνος του ποντιακού ελληνισμού, Τοπάλ [Ο σακάτης] Οσμάν, εξακολουθεί να θεωρείται ήρωας από τους εθνικιστικές Τούρκους. Το άγαλμα του πρόσφατα κτίσθηκε στο Giresun από έναν από τους ηγέτες του βαθέως κράτους Εργκένεκον, τον απόστρατο στρατηγό Veli Küçük, ο ίδιος υπεύθυνος για τη «μυστηριώδη εξαφάνιση» δεκάδων Κούρδων και φερόμενος ως ιθύνων νους της οργάνωσης της δολοφονίας του Τούρκου-Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ.
Ο Κιουτσούκ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για συνωμοσία ανατροπής της κυβέρνησης του Ερντογάν, στο πλαίσιο της δίκης του βαθέως κράτους, αλλά απελευθερώθηκε πρόσφατα από τη φυλακή από τον Erdoğan (συνέχεια της ρήξης μεταξύ του Ερντογάν και του θρησκευτικού ηγέτη Φετουλάχ Γκιουλέν, του οποίου οι υποστηρικτές περιλαμβάνονταν στην ομάδα του εισαγγελέα και των αστυνομικών που είχαν συλλάβει τον Κιουτσούκ).
Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η πολιτική του τουρκικού κράτους, για τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικιστικού κράτους, με μία θρησκεία και γλώσσα, απέτυχε παταγωδώς.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι Κούρδοι δεν εξομοιώθηκαν, ενώ τα εγγόνια των Αρμενίων και των Ελληνοποντίων, κρυφών και εξισλαμισμένων, αρχίζουν να «βγουν από τη ντουλάπα» για να ανακαλύψουν τις ρίζες τους.
Έξω από την Τουρκία, οι Αρμένιοι συνεχίζουν να απαιτούν δικαιοσύνη και αποζημίωση για τη γενοκτονία του 1915.
Οι Ασσύριοι έχουν επίσης αρχίσει να οργανωθούν σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Το 1994, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου κατά την 75η επέτειο των γεγονότων του 1919.
Υπάρχει τώρα ένα μεγάλο σώμα γνώσης σχετικά με την πραγματικότητα των γενοκτονικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Τουρκία μεταξύ 1915 και 1923, και δεν μπορούν να αποκρυφτούν από την πολιτική άρνησης του τουρκικού κράτους.
[Μηχανικός και πιανίστας, ο Ράφι Μπεντροσιάν ζει στο Τορόντο του Καναδά. Για πολλά χρόνια, τα κέρδη από τις συναυλίες του και τα δύο CD του δωρίστηκαν για την κατασκευή σχολείων, δρόμων και δικτύων διανομής νερού και φυσικού αερίου στην Αρμενία και στο Καραμπάχ - έργα, στα οποία συμμετείχε επίσης ως μηχανικός. Ο Μπεντροσιάν ενεπλάκη στην οργάνωση της ανοικοδόμησης της εκκλησίας Sourp Giragos του Ντιγιαρμπακίρ [Tigranakert], καθώς και στην προαγωγή στον κόσμο της σημασίας αυτού του ιστορικού έργου, πρώτη αρμενική ανάκτηση κληρικής περιουσίας στην Ανατολία μετά το 1915.
Τον Σεπτέμβριο 2012, ερμήνευσε τη πρώτη αρμενική συναυλία πιάνου στην εκκλησία Sourp Giragos από το 1915.]πηγή
Δημοσίευση σχολίου