«Καταρρέει» ή «καλπάζει» η Ρωσία; Σκοπεύει να πάρει τη ρεβάνς για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης; Ή μήπως πρόκειται να σώσει την Ελλάδα από το άγος του χρέους;Του Κώστα Ράπτη
Υπάρχει η Ρωσία της πραγματικότητας και υπάρχει και η Ρωσία της φαντασίωσης. Η πρώτη επιχειρεί να βρει τη θέση της σε έναν κόσμο όπου το μετασοβιετικό όραμα της ομαλής και ισότιμης ενσωμάτωσής της στη δυτικοκεντρική τάξη πραγμάτων διαψεύδεται βίαια εν μέσω υπερατλαντικής ηγεμονικής μονομέρειας, αναθεώρησης της «ισορροπίας του τρόμου» από την προωθούμενη αμερικανική «αντιπυραυλική ασπίδα», προώθησης των δυνάμεων του ΝΑΤΟ μέχρι τα ρωσικά σύνορα και αλλεπάλληλων «αλλαγών καθεστώτος» σε ό,τι η Μόσχα ακόμη αποκαλεί «εγγύς εξωτερικό».
Η πραγματική Ρωσία μόλις συνέρχεται από μία δημογραφική καθίζηση εφάμιλλη πολεμικής περιόδου (αλλά όχι ακόμη και από την παράλληλη «διαρροή εγκεφάλων»), αναμετριέται με την εκκρεμή πρόκληση της διαφοροποίησης της οικονομίας από την κυριαρχία των εξαγωγών υδρογονανθράκων, συνειδητοποιεί με τρόμο τις έσχατες λογικές επιπτώσεις της κυριαρχίας του δολαρίου και του ελέγχου του διεθνούς συστήματος πληρωμών από τις ΗΠΑ (εξ ου και σπεύδει να προωθήσει εναλλακτικές δομές και διμερείς συμφωνίες swap σε εθνικά νομίσματα), ενώ ταλαντεύεται ανάμεσα στην Ευρώπη (από την οποία πάντοτε πάσχιζε να γίνει αποδεκτή) και την όλο και πιο προσοδοφόρα συνεργασία με την Κίνα (την οποία ποτέ δεν έπαψε να φοβάται).
Ταυτόχρονα, επιδιώκει να κρατηθεί εντός του παιχνιδιού της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης», στην προοπτική μίας «πολυπολικής» μετατροπής του, ελίσσεται ανάμεσα στον ρόλο του προστάτη των ρωσικών πληθυσμών εκτός συνόρων και την αποφυγή των άμεσων πολεμικών αντιπαραθέσεων, επαγρυπνά για την ενδεχόμενη αναβίωση του τζιχαντιστικού εφιάλτη (στον Καύκασο ή αλλού) και αναζητά ένα εθνικό αφήγημα που θα συνταιριάζει, ει δυνατόν αρμονικά, το τσαρικό και σοβιετικό παρελθόν της, «τερματίζοντας τον εμφύλιο πόλεμο Κόκκινων και Λευκών», κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν.
«Καταρρέουσα», όπως τη χαρακτηρίζουν υψηλόβαθμοι ιθύνοντες της Δύσης (μάλλον προβάλλοντας ευσεβείς πόθους), η Ρωσία σίγουρα δεν είναι. Η επιχειρησιακή και εξοπλιστική ανάκαμψη των ενόπλων δυνάμεών της το αποτυπώνει αυτό χαρακτηριστικά –όπως άλλωστε και η πρόσφατη ενίσχυση του ρουβλίου, λίγες εβδομάδες μετά το «σοκ του Δεκεμβρίου». Τα ισχυρά συναλλαγματικά της διαθέσιμα, το χαμηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, η απομόχλευση των ιδιωτικών της επιχειρήσεων (που βρίσκεται πίσω από την «εκροή κεφαλαίων» των τελευταίων μηνών), η ταυτόχρονη πτώση της ισοτιμίας του ρουβλίου με την (ήδη ανακοπείσα) πτώση της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η ανάκτηση μεριδίου της εγχώριας αγοράς, με τη βοήθεια και των ευρωπαϊκών κυρώσεων, δημιουργούν αναχώματα.
Αλλά, ούτε βέβαια, η Ρωσία «καλπάζει» - το επόμενο διάστημα θα είναι μία δύσκολη προσπάθεια να διατηρήσει θέσεις σε διπλωματικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν επελέγη τυχαία από τους εγκεφάλους της Ουάσιγκτον ως ο «αδύναμος κρίκος» στην προσπάθεια περικύκλωσης των Κινέζων αυριανών ανταγωνιστών της υπερδύναμης.
Η Ρωσία της φαντασίωσης, πάλι, δεν προσδιορίζεται από αντικειμενικά δεδομένα. Δεν χρειάστηκαν άλλωστε αντικειμενικά δεδομένα για να αποδώσει σύσσωμη η Δύση στη ρωσική πλευρά την ευθύνη της (μέχρι σήμερα μη διαλευκανθείσας) κατάρριψης του μαλαισιανού Boeing με τους 300 επιβαίνοντες, ούτε για να στοιχειοθετηθεί η «ρωσική επιθετικότητα» στην ανατολική Ουκρανία, ούτε λ.χ. για να ενοχοποιηθεί «το Κρεμλίνο» για τους φόνους της Πολιτόφσκαγια, του Λιτβινένκο και τώρα του Μπαρίς Νεμτσόφ.
«Γνωρίζουμε» ότι η Ρωσία είναι μία χώρα του σωβινισμού και της ανελευθερίας. «Γνωρίζουμε» ότι όλα τα νήματα τα κινεί ο Πούτιν. Και «γνωρίζουμε» ότι στόχος του είναι μίας μορφής ανασύσταση της «Σοβιετικής Ένωσης», υπό τύπον ιστορικής ρεβάνς. Με τόσα που «γνωρίζουμε», τι χρείαν έχομεν μαρτύρων;
Άλλωστε, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Ουκρανίας καταγγέλλει κάθε δεύτερη μέρα μαζική είσοδο ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανική επικράτεια. Η Λιθουανία επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Η Εσθονία διανέμει στον πληθυσμό οδηγίες αντιμετώπισης ξένων εισβολέων. Η Σουηδία μάλλον εντοπίζει στα ύδατά της κάτι που μάλλον είναι ρωσικό υποβρύχιο. Η Βρετανία (κάπως χολωμένη φαίνεται από τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ερήμην της το γαλλογερμανικό δίδυμο) δηλώνει δια στόματος του υπουργού Άμυνας ότι ο Πούτιν «διαρκούντος του 21ου αιώνα κατέλαβε εδάφη άλλης χώρας, σαν να ήταν κάποιος τύραννος των μέσων του 20ου αιώνα»…
Αν, όμως, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, η «ρωσική απειλή» είναι περισσότερο παρούσα από ποτέ, στη νοτιο-ανατολική γωνιά της Ευρώπης, τα πνεύματα συναρπάζει μία άλλη φαντασίωση, όχι ριζικά διαφορετικής υφής. «Οι Ρώσοι έρχονται!», αλλά για να μας σώσουν.
«Το Σχέδιο Β είναι να λάβουμε χρηματοδότηση από κάποια άλλη πηγή. Θα μπορούσαν να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να είναι η Ρωσία, θα μπορούσε να είναι η Κίνα ή άλλες χώρες» έχει ως γνωστόν δηλώσει ο σημερινός υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος.
Τη φαντασίωση συντηρούν, είναι αλήθεια, και οι ενδιαφερόμενοι με τους κατάλληλους υπαινιγμούς. Η Ρωσία θα μπορούσε, αν της ζητηθεί, να χορηγήσει δάνειο στην Ελλάδα, απάντησε σε σχετική δημοσιογραφική ερώτηση ο ρώσος υπουργός Οικονομικών Άντον Σιλουάνοφ, μέχρι που οι υφιστάμενοί του διευκρίνησαν ότι το όποιο δάνειο θα είναι βεβαίως σε ρούβλια και ότι πάντως δεν υπάρχει σχετική εγγραφή στον ρωσικό προϋπολογισμό.
Στην πραγματικότητα, η ρωσική διπλωματία είναι εξαιρετικά απορροφημένη από την ουκρανική κρίση (και τους οικονομικούς κλυδωνισμούς που τη συνοδεύουν), αρκετά αργή στα αντανακλαστικά της περί σφαιρών επιρροής (όπως αυτή που επιχειρεί να κατοχυρώσει στον μετασοβιετικό χώρο), για να πειραματισθεί με παράτολμα άλματα. Επιπλέον, η γνώση των ορίων της (και η πρόσφατη πικρή εμπειρία με τις ελληνικές κυβερνήσεις) της καλλιεργούν μία γενικότερη επιφυλακτικότητα.
Οπωσδήποτε, κάθε ρωγμή στο δυτικό στρατόπεδο είναι στην παρούσα φάση ευπρόσδεκτη για τη Μόσχα, όπως αποδεικνύει η σχέση που καλλιεργείται με την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν ή η δανειοδότηση του κόμματος της Μαρίν Λεπέν από ρωσικές τράπεζες. Όμως, οι μεγαλύτεροι ή μικρότεροι αντιπερισπασμοί δεν αναιρούν το γεγονός, ότι οι πραγματικοί συνομιλητές της Μόσχας είναι πάντοτε η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο.
Ήδη, προτού ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς δώσει στο παρθενικό του Συμβούλιο των 28 τη θετική του ψήφο στην ανανέωση των υφιστάμενων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, μερίδα του Ρωσικού Τύπου προεξοφλούσε ότι οι προερχόμενοι από την Αθήνα «θόρυβοι» είχαν χαρακτήρα πρωτίστως διαπραγματευτικό και δεν θα μπορούσαν να καταλήξουν σε βέτο. Η Μόσχα είναι βεβαίως ικανοποιημένη που άλλη μία κυβέρνηση της ΕΕ (εκτός από της μεσευρωπαϊκές και την Ιταλία) αποσπάται από τον «αυτοματισμό» της ρωσοφοβίας, αλλά αναμένει πράξεις.
Ένα ορισμένο επίπεδο οικονομικής συνεργασίας με την Αθήνα ήταν πάντοτε δεδομένο - αν αναλογισθεί κανείς ότι ήταν η κυβέρνηση Σαμαρά που προχώρησε τον Δεκέμβριο σε συμφωνία προμήθειας ρωσικών ανταλλακτικών για τα ελληνικά στρατιωτικά οχήματα. Οι νέοι ιθύνοντες θα πρέπει όμως να δώσουν δείγματα μεγαλύτερου ενδιαφέροντος, και πάντως δεν πέρασε απαρατήρητη στη Μόσχα η συνέντευξη του Γιάννη Βαρουφάκη στη γερμανική εφημερίδα Zeit, όπου ο υπουργός Οικονομικών διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να ζητήσει οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, το «τρίγωνο της αστάθειας» (Ουκρανία, Συρία, Λιβύη) μέσα στο οποίο ενέγραψε ως «φάρο σταθερότητας» την Ελλάδα ο Νίκος Κοτζιάς, προκειμένου να αναδείξει τα γεωπολιτικά ρίσκα της ελληνικής κρίσης, υποκρύπτει ένα άλλο τρίγωνο –ήτοι της ανοιχτής μεγάλης διαπραγμάτευσης Ρωσίας, ΗΠΑ και Γερμανίας. Και συμβαίνει στο τρίγωνο αυτό η Ουάσιγκτον να βρίσκεται «απέναντι» από το Βερολίνο, τόσο σε ό,τι αφορά τη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική και δη τη διαχείριση της ευρωζώνης, όσο και σε ό,τι αφορά την προοπτική απομόνωσης της Ρωσίας.
Ο «Μόσχοβος» της προαιώνιας συλλογικής μας παρηγοριάς, δεν μπορεί να συναγωνισθεί τον «αγγλοσαξωνικό πραγματισμό» που μοιάζει να οδηγεί τις ελπίδες της παρούσας κυβέρνησης.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου