Μενέλαος Τασιόπουλος
Στην παρούσα φάση η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να ακολουθήσει στο επίπεδο του πολιτικού συστήματός της και στη διακυβέρνηση συναινετική διαδικασία. Πολύ απλά να εκλεγόταν από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κοινοβουλίου ο διάδοχος του Κάρολου Παπούλια στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σαν ένα μήνυμα ενότητας του έθνους και του λαού προς τους δανειστές, την ευρωζώνη, τις μεγάλες δυνάμεις ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, τις διεθνείς τράπεζες και αγορές κεφαλαίου, τους Τούρκους, που επιβουλεύονται ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Στη συνέχεια θα μπορούσε να υπάρξει μια ευρεία και συγκροτημένη θεσμικά συζήτηση, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, για τους όρους, τις συνθήκες και τις προδιαγραφές μιας επόμενης Ελληνικής Δημοκρατίας, με την ψήφιση ενός Συντάγματος τόσο διαφορετικού δομικά, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και νέο και όχι αναθεώρηση του υπάρχοντος, που ούτως ή άλλως έχει χάσει κάθε κύρος και ισχύ.
Τέλος, θα μπορούσε να προδιαγραφεί μέσα από μια σύσκεψη αρχηγών των κομμάτων η ημερομηνία των εκλογών με συμφωνία ανάμεσα στον Νοέμβριο του 2015 ή στον Μάρτιο του 2016. Με όλα τα παραπάνω η Ελλάδα σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο θα έδειχνε σε εχθρούς και φίλους ότι δεν είναι μια «αναλώσιμη» χώρα, που δεν αξίζει να τύχει κανενός σεβασμού, αλλά μια ευρωπαϊκή δύναμη του Νότου και πολύ περισσότερο της Μεσογείου, που έχει τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να παίξει σημαίνοντα διπλωματικό και στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση συνόρων και ζωνών επιρροής.
Στο οικονομικό και το δημοσιονομικό επίπεδο, παρουσιάζοντας μια πραγματικά εθνική διαπραγματευτική αντιπροσωπία «αρίστων» από όλο το πολιτικό φάσμα, θα μπορούσε, αξιοποιώντας τη θέση της στο αμερικανικό σύστημα παγκόσμιας ισχύος, να προσκαλέσει τους πιστωτές της, που στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και παρατηρητές από τρίτες χώρες, των BRICS, όπως Ρωσία και Κίνα, και, στη βάση των προσεγγίσεων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα επιζητούσε μια οριστική λύση στο ζήτημα του χρέους και του μοντέλου ανασυγκρότησής της. Θα υπήρχε ως αποτέλεσμα στη βάση του ρεαλισμού μια συνθήκη ανάλογη με αυτή των Σεβρών ή της Λωζάννης, που σε αλλοτινές εποχές καθόρισαν τα σύνορά της.
Αντί αυτών, με απόλυτη ευθύνη του πρωθυπουργού και του επιτελείου του Μαξίμου, έχει επιλεγεί ο δρόμος της πόλωσης και της αναβίωσης των εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, που πράγματι είναι Αριστερά και όχι ΠΑΣΟΚ, όπως κάποιοι γηραλέοι πλέον ηγήτορες της ελληνικής διαπλοκής θέλουν να πιστεύουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εκ της θέσης του και της σύνθεσής του, της ίδιας της ιστορίας του, ανάχωμα στην Αριστερά, ρόλο που είχε για πολλές δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ του ενδελεχώς αντικομμουνιστή Α. Παπανδρέου. Είναι μια μετασοβιετική Αριστερά, τρίτο ιστορικό εγχείρημα εμπλοκής στη διακυβέρνηση της χώρας μετά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την προδικτατορική ΕΔΑ.
Ο Α. Σαμαράς, συνεπικουρούμενος από τον πιο επικίνδυνο Ελληνα πολιτικό, τον Ευ. Βενιζέλο, δείχνει να επιζητεί την αναβίωση της Δεξιάς των κατοχικών και μετακατοχικών «Ταγμάτων Ασφαλείας», που συγκρότησε τότε η γερμανική Siemens και αξιοποίησε στη συνέχεια ο αγγλικός παράγοντας, δίδοντας στα μέλη τους αλλά και στον ελληνόφωνο δωσιλογισμό αγγλικά αντί για γερμανικά διαβατήρια. Η γερμανοκίνητη αυτή Δεξιά τώρα, όπως και τότε, επιδιώκει την εθνική επιβεβαίωσή της και την πολιτική επιβίωσή της μέσα από τη σύγκρουση με το «απόλυτο κακό», την Αριστερά. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ αρέσκεται να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως νέο ΕΑΜ, και το κατεστημένο στο εσωτερικό και το εξωτερικό τον ερχομό του στην εξουσία σαν νέα «Βάρκιζα». Προσοχή όμως, στις σημερινές συνθήκες και με οικονομικούς όρους κυρίαρχα, και σε δεύτερο επίπεδο στους δρόμους, η Ελλάδα κινδυνεύει από νέα «Δεκεμβριανά», με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να είναι άπειρη και τη δομική συγκρότησή του ελλιπή.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου