Οι νέες εξελίξεις στο θέμα με την Κυπριακή ΑΟΖ δοκιμάζουν μία σχέση με… ιστορικό
Γράφει ο Γιάννης Γιγούρτσης
Είναι η πρώτη φορά μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, μετά την ύφεση στις εντάσεις και την ελληνοτουρκική προσέγγιση που άρχισε με την «πολιτική των σεισμών» το 1999, συνεχίστηκε με την ζεϊμπεκιές του Γιώργου (Παπανδρέου) και σφραγίστηκε με τις κουμπαριές του Κώστα (Καραμανλή), που οι ελληνοτουρκικές διαφορές ανεβαίνουν και πάλι στην ατζέντα των διμερών σχέσεων. Και εννοώ καθαρά τα ελληνοτουρκικά, πέρα, αλλά όχι ανεξάρτητα, από το Κυπριακό.
Οι απειλές της Τουρκίας για έρευνα στην κυπριακή ΑΟΖ (ως εγγυήτρια των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής πλευράς), η διακοπή των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό με πρωτοβουλία της ελληνοκυπριακής πλευράς (λόγω της παραβίασης της Κυπριακής ΑΟΖ από το “Barbaros”) και τέλος, η πρόσφατη συνάντηση Σαμαρά – Αναστασιάδη – Ελ Σίσι στο Κάιρο στο πλαίσιο μιάς προσέγγισης που σκοπεύει να καταλήξει σε συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των τριών χωρών, οδηγούν σταδιακά, αλλά σταθερά, τις αγαστές μέχρι τώρα και εφησυχάζουσες ελληνοτουρκικές σχέσεις σε νέα όξυνση.
Η ΑΟΖ δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν σε αυτήν δεν είχαν βρεθεί αξιόλογα και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Όμως, τώρα, η μεν Κύπρος έχει ήδη αρχίσει συστηματικά τις προσπάθειες για εξόρυξη και έχει οριοθετήσει τη ζώνη της σε σχέση με αυτήν του Ισραήλ, η δε Ελλάδα προσπαθεί να προωθήσει θέσεις για την ΑΟΖ που, αν γίνουν αποδεκτές και επικρατήσουν (π.χ. ΑΟΖ για το Καστελλόριζο), θα καταστήσουν –όπως τούρκοι αναλυτές χαρακτηριστικά, αλλά όχι αντικειμενικά, αναφέρουν-, όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου «ελληνική λίμνη». Έτσι, η Τουρκία θα περιοριστεί σε λίγα μίλια πέρα από τις ακτές της (έτσι ορίζει το Διεθνές Δίκαιο Θαλασσών), κάτι που είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί και προσπαθεί να προασπίσει τα συμφέροντά της (αρνούμενη να εφαρμόσει το σχετικό Διεθνές Δίκαιο), αντιδρώντας έμπρακτα και ανεβάζοντας τη διμερή ένταση.
Το ζήτημα, βεβαίως, για την Τουρκία, είναι μέχρι που σκοπεύει να προχωρήσει και πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι στην πολιτική της διαφαινόμενης αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, δεδομένου ότι τα ανοιχτά μέτωπα εξωτερικής πολιτικής είναι πολλά και σοβαρά.
Από την άλλη, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος βρίσκονται σε δύσκολη θέση αυτή την περίοδο, λόγω της οικονομικής κρίσης και μία εκ νέου πολιτική αβεβαιότητα ή μία νέα αύξηση των ποσών για τους εξοπλισμούς ενδέχεται να τινάξει την εύθραυστη ελληνική οικονομία στον αέρα.
Το θέμα, πάντως, βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των τουρκικών εφημερίδων, που συνήθως δεν ασχολούνται με τα ελληνοτουρκικά, ενώ και άρθρα έγκριτων ξέων μέσων, όπως η βρετανική εφημερίδα “Guardian”, επισημαίνουν την σοβαρότητα της κατάστασης και τη διαφαινόμενη όξυνση.
Η υπό τον κ. Ερντογάν Τουρκία φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης, οικονομικά και πολιτικά, ηγούμενη του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου στην περιοχή και ελέγχοντας τα περάσματα των ενεργειακών πόρων, ωστόσο η πραγματικότητα λίγο φαίνεται να ευνοεί τους τουρκικούς στόχους, με δεδομένα τα μέτωπα που η Τουρκία έχει ανοιχτά προς όλες τις κατευθύνσεις, τον πόλεμο στα σύνορά της αλλά και την επαπειλούμενη νέα κρίση στο Κουρδικό. Μετά και από τη σχετική ψύχρανση των σχέσεων με τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ, αλλά και τις εξελίξεις τις σχετιζόμενες με την ΑΟΖ που αφορούν τις σχέσεις και με την Ελλάδα, η μόνη κυβέρνηση στην ευρύτερη περιοχή με την οποία η Τουρκία είχε άριστες σχέσεις είναι αυτή της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του έγκριτου αρθρογράφου της «Χουριέτ», Γιουσούφ Κανλί, με τον λιτό αλλά εύγλωττο τίτλο «Αίγυπτος, Ελλάδα, Ελληνοκύπριοι». Ο δημοσιογράφος αφού επισημαίνει τους κινδύνους για τα συμφέροντα της Τουρκίας που προκύπτουν από την τριμερή προσέγγιση, καταλήγει χαρακτηριστικά, κάνοντας έμμεση, αλλά σαφή κριτική στην εξωτερική πολιτική της χώρας του: «Σε μία εποχή που τη ρητορική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες αντικατέστησε η πραγματικότητα του «κανένας φίλος στη γειτονιά» χάρη στις μεγάλες εμμονές (μας), είναι να αναρωτιέται κανείς: δεν λείπει, αλήθεια, το Ισραήλ και ο Μπέντζαμιν –Μπίμπι- Νετανιάχου από αυτή τη συνάντηση «των φίλων της Τουρκίας» στο Κάιρο;
πηγή
Γράφει ο Γιάννης Γιγούρτσης
Είναι η πρώτη φορά μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, μετά την ύφεση στις εντάσεις και την ελληνοτουρκική προσέγγιση που άρχισε με την «πολιτική των σεισμών» το 1999, συνεχίστηκε με την ζεϊμπεκιές του Γιώργου (Παπανδρέου) και σφραγίστηκε με τις κουμπαριές του Κώστα (Καραμανλή), που οι ελληνοτουρκικές διαφορές ανεβαίνουν και πάλι στην ατζέντα των διμερών σχέσεων. Και εννοώ καθαρά τα ελληνοτουρκικά, πέρα, αλλά όχι ανεξάρτητα, από το Κυπριακό.
Οι απειλές της Τουρκίας για έρευνα στην κυπριακή ΑΟΖ (ως εγγυήτρια των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής πλευράς), η διακοπή των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό με πρωτοβουλία της ελληνοκυπριακής πλευράς (λόγω της παραβίασης της Κυπριακής ΑΟΖ από το “Barbaros”) και τέλος, η πρόσφατη συνάντηση Σαμαρά – Αναστασιάδη – Ελ Σίσι στο Κάιρο στο πλαίσιο μιάς προσέγγισης που σκοπεύει να καταλήξει σε συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των τριών χωρών, οδηγούν σταδιακά, αλλά σταθερά, τις αγαστές μέχρι τώρα και εφησυχάζουσες ελληνοτουρκικές σχέσεις σε νέα όξυνση.
Η ΑΟΖ δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν σε αυτήν δεν είχαν βρεθεί αξιόλογα και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Όμως, τώρα, η μεν Κύπρος έχει ήδη αρχίσει συστηματικά τις προσπάθειες για εξόρυξη και έχει οριοθετήσει τη ζώνη της σε σχέση με αυτήν του Ισραήλ, η δε Ελλάδα προσπαθεί να προωθήσει θέσεις για την ΑΟΖ που, αν γίνουν αποδεκτές και επικρατήσουν (π.χ. ΑΟΖ για το Καστελλόριζο), θα καταστήσουν –όπως τούρκοι αναλυτές χαρακτηριστικά, αλλά όχι αντικειμενικά, αναφέρουν-, όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου «ελληνική λίμνη». Έτσι, η Τουρκία θα περιοριστεί σε λίγα μίλια πέρα από τις ακτές της (έτσι ορίζει το Διεθνές Δίκαιο Θαλασσών), κάτι που είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί και προσπαθεί να προασπίσει τα συμφέροντά της (αρνούμενη να εφαρμόσει το σχετικό Διεθνές Δίκαιο), αντιδρώντας έμπρακτα και ανεβάζοντας τη διμερή ένταση.
Το ζήτημα, βεβαίως, για την Τουρκία, είναι μέχρι που σκοπεύει να προχωρήσει και πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι στην πολιτική της διαφαινόμενης αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, δεδομένου ότι τα ανοιχτά μέτωπα εξωτερικής πολιτικής είναι πολλά και σοβαρά.
Από την άλλη, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος βρίσκονται σε δύσκολη θέση αυτή την περίοδο, λόγω της οικονομικής κρίσης και μία εκ νέου πολιτική αβεβαιότητα ή μία νέα αύξηση των ποσών για τους εξοπλισμούς ενδέχεται να τινάξει την εύθραυστη ελληνική οικονομία στον αέρα.
Το θέμα, πάντως, βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των τουρκικών εφημερίδων, που συνήθως δεν ασχολούνται με τα ελληνοτουρκικά, ενώ και άρθρα έγκριτων ξέων μέσων, όπως η βρετανική εφημερίδα “Guardian”, επισημαίνουν την σοβαρότητα της κατάστασης και τη διαφαινόμενη όξυνση.
Η υπό τον κ. Ερντογάν Τουρκία φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης, οικονομικά και πολιτικά, ηγούμενη του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου στην περιοχή και ελέγχοντας τα περάσματα των ενεργειακών πόρων, ωστόσο η πραγματικότητα λίγο φαίνεται να ευνοεί τους τουρκικούς στόχους, με δεδομένα τα μέτωπα που η Τουρκία έχει ανοιχτά προς όλες τις κατευθύνσεις, τον πόλεμο στα σύνορά της αλλά και την επαπειλούμενη νέα κρίση στο Κουρδικό. Μετά και από τη σχετική ψύχρανση των σχέσεων με τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ, αλλά και τις εξελίξεις τις σχετιζόμενες με την ΑΟΖ που αφορούν τις σχέσεις και με την Ελλάδα, η μόνη κυβέρνηση στην ευρύτερη περιοχή με την οποία η Τουρκία είχε άριστες σχέσεις είναι αυτή της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του έγκριτου αρθρογράφου της «Χουριέτ», Γιουσούφ Κανλί, με τον λιτό αλλά εύγλωττο τίτλο «Αίγυπτος, Ελλάδα, Ελληνοκύπριοι». Ο δημοσιογράφος αφού επισημαίνει τους κινδύνους για τα συμφέροντα της Τουρκίας που προκύπτουν από την τριμερή προσέγγιση, καταλήγει χαρακτηριστικά, κάνοντας έμμεση, αλλά σαφή κριτική στην εξωτερική πολιτική της χώρας του: «Σε μία εποχή που τη ρητορική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες αντικατέστησε η πραγματικότητα του «κανένας φίλος στη γειτονιά» χάρη στις μεγάλες εμμονές (μας), είναι να αναρωτιέται κανείς: δεν λείπει, αλήθεια, το Ισραήλ και ο Μπέντζαμιν –Μπίμπι- Νετανιάχου από αυτή τη συνάντηση «των φίλων της Τουρκίας» στο Κάιρο;
πηγή
Δημοσίευση σχολίου