Από το 1940 που πολεμούσαμε τον εχθρό στις βουνοκορφές της Πίνδου και οργώναμε κακοτράχαλες βουνοπλαγιές με αλέτρι για να θρέψουμε την οικογένεια μας και να σπουδάσουμε παιδιά μέχρι την ταπεινωτική υπογραφή του Μνημονίου το 2010 (για να μείνουμε στο πρόσφατο παρελθόν ), ψυχοπνευματικά η πορεία μας ήταν (και παραμένει) καθοδική και φθίνουσα.
Περήφανοι φορείς μιας μακραίωνης πολιτιστικής παράδοσης, χτίζαμε οι ίδιοι το μέλλον μας με τις αρχές και τις αξίες που ενστερνιστήκαμε κοντά σε ψυχωμένους γονείς και εμπνευσμένους δασκάλους. Διδασκόμασταν και από τη φτώχεια, γνώριμή μας από την εποχή του Ησίοδου. Η επιμονή και ο ζήλος να μάθουμε γράμματα ή μια τέχνη, με στερήσεις και θυσίες αδιανόητες για τη σημερινή νεολαία, μάς έδ&i ota;ναν δύναμη και κουράγιο.
Ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί, αλλά και η αδιάσειστη πίστη στις δυνάμεις μας, χαλύβδωναν τη θέλησή μας να πετύχουμε υψηλούς στόχους και να μεγαλουργήσουμε για το καλό και της πατρίδας. Παραμερίζαμε τις όποιες κομματικές διενέξεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αγωνιζόμασταν με αυταπάρνηση και πολεμούσαμε για τα ιδεώδη μας. Όταν συναντούσαμε ανυπέρβλητα εμπόδια δεν μεμψιμοιρούσαμε και δεν απλώναμε το χέρι. Ξενιτευόμασταν (μαζικά τη δεκαετία του ΄60) και δουλεύαμε στις «φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», που έλεγε και ο λαϊκός τραγουδιστής, μαθαίναμε τη γλώσσα στο χώρο εργασίας, σπουδάζαμε με τον ιδρώτα μας και επιστρέφαμε στην πατρίδα με διδακτορικά ή σταδιοδρομούσαμε στο εξωτερικό.
Και μετά ήρθε η (επίπλαστη) ευημερία. Από λιτοδίαιτοι και πειθαρχημένοι Σπαρτιάτες καταντήσαμε φιλήδονοι Συβαρίτες και ασχημονούντες Κλαζομένιοι. Το μεγάλο φαγοπότι άρχισε με το φτηνό χρήμα (0,5% επιτόκιο) που εισέρρεε άφθονο χάρη στην αξιοζήλευτη διορατικότητα και τον άψογο στρατηγικό σχεδιασμό των κυβερνήσεων μας (από το 1975) για το μέλλον της χώρας. Σήμερα ξέρουμε πού πήγε, πώς, γιατί, και από ποιους κατασπαταλήθηκε.
Το φτηνό χρήμα δεν πήγε βέβαια στην παραγωγή αλλά ούτε και σε έργα υποδομής, ενώ ο ξέφρενος δανεισμός που συνεχιζόταν αδιάλειπτα ακόμη και όταν ακρίβυνε ( με 6,5% ) οδήγησε τελικά στην τερατώδη διόγκωση τού δημόσιου χρέους. Βλέπαμε το τυρί και όχι τη φάκα. Οι περισσότεροι ζούμε σήμερα στο πετσί μας τις οδυνηρές συνέπειες, τις ζουν τα παιδιά μας και θα τις ζήσουν δυστυχώς και τα εγγόνια μας.
Ανερμάτιστοι, λόγω ελλιπούς παιδείας και αποδυναμωμένης οικογενειακής και πολιτιστικής παράδοσης, υιοθετήσαμε ξενόφερτες αντιλήψεις και πρότυπα που υπονόμευσαν σταδιακά πατροπαράδοτες αξίες και απενεργοποίησαν υγιείς μηχανισμούς αντίστασης. Πέσαμε με τα μούτρα στην κατανάλωση ξένων προϊόντων με ξένα λεφτά.
Από την άλλη μεριά, αετονύχηδες και σαλταδόροι έτρωγαν ανενόχλητοι επιδοτήσεις και άρπαζαν πακέτα οικονομικής στήριξης δισεκατομμυρίων ευρώ. Ακόμη και ο απονήρευτος χωρικός «ξύπνησε» και δή λωνε ανύπαρκτα ελαιόδεντρα για να «βουτήξει» την επιδότηση και να αγοράσει και εκείνος τζιπ , όχι κάποιο γεωργικό μηχάνημα για να βελτιώσει την καλλιέργεια και να αυξήσει την παραγωγή του πoυ θεωρούσε ασύμφορη. Παράλληλα η φοροδιαφυγή οργίαζε (και οργιάζει ).
Με τον κατήφορο που είχαμε πάρει βάθαινε η κρίση. Σωτηρία βλέπαμε μόνο στα δανεικά που ζητούσαμε (και ζητάμε). Αναπόφευκτα καταλήξαμε να γίνουμε είλωτες των δανειστών και μόνιμοι ζήτουλες, με τσ αλακωμένη αξιοπρέπεια και περηφάνια. Υπάρχει ελπίδα για ψυχική ανάταση;
Οδυσσέας Τσαγκαράκης,
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Δημοσίευση σχολίου