Του Κώστα Ράπτη
Οι συμβολισμοί έχουν πάντοτε τη σημασία τους: η 11η Φεβρουαρίου 2014, ημέρα κατά την οποία οι Νίκος Αναστασιάδης και Ντερβίς Έρογλου ανακοίνωσαν, εν μέσω επαίνων της διεθνούς κοινότητας, τη συμφωνία τους επί του πλαισίου επανεκκίνησης των δικοινοτικών συνομιλιών, με στόχο την οριστική επίλυση του Κυπριακού το συντομότερο, τυχαίνει να συμπίπτει με την 45η επέτειο της συνυπογραφής το 1959 από τους τότε πρωθυπουργούς της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή και της Τουρκίας Αντνάν Μεντερές των Συμφωνιών της Ζυρίχης, που άνοιξαν τον δρόμο για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και για όλες τις μεταποικιακές περιπέτειές της.
Ελπίζει κανείς η εν λόγω σύμπτωση να έχει το νόημα της επανόρθωσης ενός θλιβερού ιστορικού προηγουμένου και όχι επανάληψή του με τη διαιώνιση της κηδεμονίας των εγγυητριών δυνάμεων και των παραλυτικών δικοινοτικών ισορροπιών.
Συμβολικό βάρος φέρουν και τα πρόσωπα, με τον έως τώρα Ειδικό Απεσταλμένο του γ.γ. του ΟΗΕ, Αλεξάντερ Ντάουνερ να έχει επιστρέψει στα πάτρια, επικαλούμενος την... επικείμενη γέννηση του εγγονιού του, και με την εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών στο νησί, Λίζα Μπάτενχαϊμ να συντονίζει την συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων, αντί του αφόρητα εκτεθειμένου έναντι της ελληνικής πλευράς Αυστραλού. Ομοίως, διαπραγματευτής της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι πλέον ο έμπειρος (και εκτιμώμενος σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες) Κουντρέτ Εζερσάι, αντί του άκαμπτου Οσμάν Ερτούγ. Ο τουρκοκύπριος διαπραγματευτής πρόκειται να έλθει στην Αθήνα, στο πλαίσιο των “χιαστών” συναντήσεων που συμπεριλαμβάνει η διαδικασία των συνομιλιών.
Τη σημασία τους έχουν όμως και τα συμφραζόμενα στη συγχρονία, καθώς η συμφωνία Αναστασιάδη-Έρογλου συμπίπτει αφενός με τη διεξαγωγή κοινών αεροπορικών ασκήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ και αφετέρου με την είσοδο στα ελληνικά χωρικά ύδατα της τουρκικής κορβέτας “Bandirma”, η οποία διέπλευσε τα Στενά του Καφηρέα και κατόπιν την θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κέας και Κύθνου. Η διπλωματική υπερδραστηριοποίηση δεν αποκλείει τις περισσότερο ή λιγότερο διακριτικές υπενθυμίσεις της παρουσίας της “στρατιωτικής χειρός”...
Άλλωστε και στο καθαρά διπλωματικό πεδίο, δεν έλειψαν οι εκπλήξεις, όπως η μη προαναγγελθείσα μακρά συνάντηση του Έλληνα και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών το βράδυ της Δευτέρας, στο περιθώριο της συνεδρίασης του Πολιτικού Διαλόγου Ε.Ε.-Τουρκίας στις Βρυξέλλες. Είχαν προηγηθεί επαφές σε ποικίλους δυνατούς συνδυασμούς: ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συνομίλησε τηλεφωνικώς την Παρασκευή με τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ο “υπ΄ αριθμόν 3” του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Ουίλιαμ Μπερνς την ίδια ημέρα με τον Ντερβίς Έρογλου και ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Αχμέτ Νταβούτογλου με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζον Κέρι το Σαββατοκύριακο, ενώ ο “υπουργός Εξωτερικών” του ψευδοκράτους (και άνθρωπος της Άγκυρας) Οζντίλ Ναμί, είχε στις Βρυξέλλες συναντήσεις με τον αρμόδιο για τη διεύρυνση επίτροπο Στέφαν Φούλε και με τον Γενικό Διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης Πιερ Βιμόν.
Από όλα τα παραπάνω, μεγαλύτερη σημασία έχουν, πέρα από την εμφανή ενορχήστρωση της όλης κινητικότητας από την Ουάσιγκτον, με τη σύμπλευση της Ε.Ε., οι απόψεις του ίδιου του Νταβούτογλου, όπως διατυπώθηκαν στις Βρυξέλλες με τρόπο σαφή. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών διακρίνει στην νέα αυτή διπλωματική προσπάθεια μια “τελευταία ευκαιρία”. Με άλλα λόγια, η τουρκική πλευρά αντιμετωπίζει μια κατάσταση win-win: είτε το νέο σχέδιο θα καρποφορήσει, βγάζοντας τα Κατεχόμενα από τη διεθνή απομόνωση και ανοίγοντας τον δρόμο της συνδιαχείρισης του υποθαλάσσιου πλούτου της κυπριακής ΑΟΖ, είτε θα απορριφθεί (προφανώς με μιαν αρνητική ψήφο των Ελληνοκυπρίων, σε επανάληψη του σεναρίου του 2004), θέτοντας επισήμως επί τάπητος την διχοτόμηση της Κύπρου, με διεθνή αναγνώριση αυτή τη φορά.
Νοτίως της Πράσινης Γραμμής, το δίλημμα είναι μεγάλο. Παρά τα δημοσίως λεγόμενα, καμία από τις δύο κοινότητες δεν ενδιαφέρεται για αυθεντική επανένωση, όχι μόνο λόγω της προσκόλλησης στις διακριτές εθνικές ταυτότητές τους αλλά και λόγω του οικονομικού χάσματος που τις ξεχωρίζει – και η όσμωσή τους μετά το 2003 δεν ενθάρρυνε από αυτή την άποψη τις διαθέσεις συνύπαρξης. Για τους Ελληνοκύπριους, το να επωμισθούν το κόστος οικοδόμησης της επανένωσης, γεννά επιφυλάξεις, ιδίως αν αυτή συνοδεύεται από δυσλειτουργικές θεσμικές παραχωρήσεις, πολλώ δε μάλλον από διαιώνιση της στρατιωτικής παρουσίας ή των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο νησί. Μόνο πραγματικό δέλεαρ, και δη σε συνθήκες κρίσης, θα ήταν η προοπτική οικονομικής ανάπτυξης που θα έδινε η εκμετάλλευση των κυπριακών υδρογονανθράκων χωρίς πολιτικά προσκόμματα – από την οποία όμως σε συνθήκες πολλαπλής διεθνούς επιτροπείας απειλείται να επωφεληθούν τρίτοι...
Όσο για την τουρκική πλευρά, η παραχώρηση του κεκτημένου που δημιούργησε η δύναμη των όπλων το 1974, προϋποθέτει υψηλό αντίτιμο -για να μην αναλογισθούμε ότι τη νομιμοποίηση του όποιου σχεδίου επίλυσης θα κληθεί να δώσει σε δημοψήφισμα ένα παράνομο εκλογικό σώμα, διαμορφωμένο από το έγκλημα πολέμου του εποικισμού, με τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους στη μειοψηφία.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου