Να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων σχετικά με το Κουρδικό επιχειρεί ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν, τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Σε μεγάλο βαθμό, οι κινήσεις αυτές αποτελούν προσπάθειες να αντισταθμίσει την αποτυχία των σχεδιασμών του στη συριακή κρίση, αποτυχία η οποία επισφραγίστηκε κι από την πρόσφατη ανακήρυξη του αυτόνομου κρατιδίου στη Συρία.
Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να δούμε και την επίσκεψη Μπαρζανί το περασμένο Σάββατο στο Ντιγιάρμπακιρ, πρωτεύουσα του τουρκικού Κουρδιστάν. Εκεί, μέσα σε μία πανηγυρική ατμόσφαιρα, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας και ο πρόεδρος της αυτόνομης κουρδικής περιοχής του βορείου Ιράκ, εμφανίστηκαν μαζί στο συγκεντρωμένο πλήθος.
Για πρώτη φορά Τούρκος πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τον όρο «Κουρδιστάν» και, μάλιστα, στην καρδιά των κουρδικών περιοχών της τουρκικής επικράτειας – έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι καιροί που η επίσημη προπαγάνδα του κεμαλικού καθεστώτος έκρυβε το κουρδικό κάτω από το χαλί, βαφτίζοντας του Κούρδους … «ορεινούς Τούρκους»! Η συνάντηση φαίνεται, όπως γράφει το Bloomberg, επικαλούμενο δύο αξιωματούχους του τουρκικού Υπουργείου Ενέργειας που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, να επισφραγίστηκε με συμφωνία για μία νέα γραμμή που θα μεταφέρει το κουρδικό πετρέλαιο του Βορείου Ιράκ στον υπάρχοντα αγωγό που συνδέει το Κιρκούκ με το λιμάνι του Ceyhan στην Τουρκία, μεταφέροντας 150.000 βαρέλια ημερησίως (βλ. "Μεταφορά πετρελαίου στην Τουρκία από το ιρακινό Κουρδιστάν με συγκατάθεση της Βαγδάτη", mignatiou.com, 20/11/2013).
Εκτός, όμως, από την ενεργειακή αυτή πτυχή, φαίνεται πως υπάρχει μία ευρύτερη πολιτική διάσταση. Ο Μπαρζανί ανήκει σε αντίθετη πολιτική παράταξη με το ΡΚΚ, το οποίο έχει στενούς δεσμούς με το νεότευκτο κουρδικό κρατίδιο της Συρίας. Έτσι, από τη στιγμή που, εδώ και αρκετά χρόνια, η Τουρκία δεν κατάφερε να εξαλείψει το κουρδικό κρατίδιο του Βορείου Ιράκ, σήμερα, με τον Ερντογάν, προσπαθεί να το στρέψει ενάντια στον νεοεμφανιζόμενο – από Συρία – κίνδυνο. Απώτερος στόχος του Ερντογάν είναι, πιθανόν, η δορυφοροποίηση του ιρακινού Κουρδιστάν από την Τουρκία, αλλά ακόμη κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η στρατηγική αυτή δεν θα μπορούσε να γυρίσει «μπούμεραγκ» ακόμη και για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του.
Πιο βραχυπρόσθεσμα, πάντως, μετά τον δημόσιο «εναγκαλισμό» της κουρδικής ταυτότητας στο Ντιγιάρμπακιρ, στη συνάντηση με τον Μπαρζανί, ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει και την επιρροή του κουρδικού κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP) της Τουρκίας, το οποίο θεωρείται ότι εν πολλοίς αποτελεί πολιτική πτέρυγα του ΡΚΚ. Η συμμαχία με τον Μπαρζανί εξυπηρετεί και εντός Τουρκίας την προσπάθεια ενάντια στο ΡΚΚ.
Ο Ερντογάν στοχεύει, με τις παραπάνω κινήσεις, και στο «καπέλωμα» του κουρδικού στοιχείου εντός Τουρκίας, μέσα από την σταθεροποίηση και της δικής του πολιτικής ηγεμονίας και ενώ οι μεταρρυθμίσεις για τα δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας θεωρείται πως δεν προχωρούν ικανοποιητικά. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ειδωθεί και η αποχώρηση, στις 18 Νοεμβρίου, του κυβερνώντος ΑΚΡ από την κοινοβουλευτική επιτροπή η οποία είχε αναλάβει να υποβάλει προτάσεις για να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της Τουρκίας, κληροδότημα του στρατιωτικού καθεστώτος του 1980. Το κόμμα του Ερντογάν θεωρεί πως η επιτροπή μπλοκαρίστηκε στο έργο της από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και προανήγγειλε, παρά τις αντιδράσεις των άλλων τριών κομμάτων, τη διάλυσή της. Μάλιστα, όπως δήλωσε ο υπαρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, Mustafa Şentop, η επιτροπή ήταν «μόνο ένα από τα εργαλεία για την κατάρτιση νέου Συντάγματος», διαβεβαιώνοντας ότι το ΑΚΡ διατηρεί τη δέσμευσή του για τη κατάρτιση πολιτικού Συντάγματος.
Ανάμεσα στις βασικές διαφωνίες ήταν και η σταθερή πρόθεση του ΑΚΡ για αλλαγή του πολιτεύματος της Τουρκίας από προεδρευομένη σε προεδρική δημοκρατία – είτε γαλλικού (με πρωθυπουργό με περιορισμένες αρμοδιότητες) είτε, κατά άλλους, αμερικανικού τύπου.
Ο Ερντογάν επιφυλάσσει την ενισχυμένη, στο νέο Σύνταγμα, θέση του Προέδρου της χώρας στον εαυτό του, στις πρώτες απευθείας εκλογές του είδους στην Τουρκία, οι οποίες θα γίνουν τον επόμενο χρόνο (διαφωτιστικό για τις συνταγματικές και γενικότερες πολιτικές στοχεύσεις του ΑΚΡ, αλλά και διαχρονικά όλων των ισλαμικών κομμάτων της Τουρκίας, είναι το βιβλίο του λέκτορα του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, Χρήστου Τεάζη, «Η δεύτερη μεταπολίτευση στην Τουρκία: Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν - Η άνοδος των μη προνομιούχων», εκδ. Πατάκη, 2013). Όμως, για να περάσει αυτή και όποιες άλλες μεταρρυθμίσεις θέλει, ήταν υποχρεωμένος να περιμένει το αποτέλεσμα της διαλυθείσας επιτροπής. Ακόμη και σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, θα χρειαζόταν την έγκριση της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία, γεγονός που τον καθιστούσε όμηρο του κουρδικού κόμματος BDP. Με τη διάλυση, ωστόσο, της επιτροπής θα πρέπει να θεωρήσουμε πιθανό ο Ερντογάν να θελήσει να περάσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί με δημοψήφισμα, ίσως μετά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα με καθολική ψηφοφορία, και σε ατμόσφαιρα πλήρους πολιτικής ηγεμονίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ θεωρούν πως δεν θα έχουν ανάγκη της οργανωμένης πολιτικής στήριξης του «ενοχλητικού» κι ανεξέλεγκτου, λόγω των δεσμών του με το ΡΚΚ, BDP, και πιστεύουν πως, πλέον, θα έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων αναφορικά με τις όποιες μεταρρυθμίσεις στο κουρδικό. Μένει να δούμε αν οι περιφερειακές εξελίξεις των επομένων 2-3 ετών στην Μέση Ανατολή καθιστούν ρεαλιστική μία τέτοια στρατηγική …
πηγή
Δημοσίευση σχολίου