Σε συνέχεια του πρώτου μέρους του άρθρου για το πως οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μπορούν να εξουδετερώσουν την απειλή της Α’ Τουρκικής Στρατιάς, περνάμε στην εξέταση των πραγματικών δεδομένων στο έδαφος…
Η ομοιότητα του σημερινού θεάτρου επιχειρήσεων του Έβρου με το μέτωπο της Κεντρικής Ευρώπης μεταξύ ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είναι εμφανής.
Σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, όπως τότε και η νατοϊκή, δεν έχει τη δυνατότητα ή ακριβέστερα την πολυτέλεια να «ανταλλάξει» έδαφος για να κερδίσει χρόνο, ώστε με την επιστράτευση και την ανάπτυξη των εφεδρειών της να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετική ενέργεια.
Είναι «καταδικασμένη» σε αμυντικό αγώνα επί της μεθορίου καθώς σε όλη την παραμεθόρια περιοχή υπάρχουν δεκάδες αστικά και ημιαστικά συγκροτήματα, σημαντικές υποδομές και παραγωγικές δυνατότητες που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αφεθούν βορά στις τουρκικές δυνάμεις.
Στο γεωπολιτικό και στρατηγικό πλαίσιο που ισχύει τα τελευταία 40 χρόνια, από το 1974 όταν η τουρκική απειλή κατά του ελληνισμού έγινε εμφανής με την εισβολή στην Κύπρο, και όπως αυτό συνεχίζει να είναι διαμορφωμένο σήμερα, η κατανομή των ρόλων του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου όχι απλώς έχει γίνει αλλά και θεσμικά έχει γίνει «αποδεκτή» και από τα δύο μέρη εκατέρωθεν του Έβρου.
Για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ο ρόλος του αμυνόμενου συνεπάγεται σοβαρές δουλείες.
Καταρχάς, εξ ορισμού, η πρωτοβουλία σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο παραχωρείται στον αντίπαλο. Αυτός θα επιλέξει το που (χρόνο), το πότε και με τις δυνάμεις θα ενεργήσει.
Είναι αυτονόητο ότι ο αιφνιδιασμός σε στρατηγικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να επιστρατευθούν για να αποκτήσουν την πολεμική τους σύνθεση, θα έχει οδυνηρές συνέπειες. Τις συνέπειες αυτές τις υπέστησαν οι εμπλακείσες σε διαδοχικούς πολέμους (και άρα εμπειροπόλεμες) ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973), που τελικά επικράτησαν όχι μόνο λόγο της εμπειρίας και της επιχειρησιακής ποιότητας τους, αλλά γιατί κυρίως οι Αιγύπτιοι, ήταν πολύ συντηρητικοί και δέσμιοι άκαμπτου δόγματος στην εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της εξαιρετικά επιτυχημένης βίαιας διάβασης του Σουέζ.
Καθοριστική παράμετρος στη συσχέτιση του ελληνο-τουρκικού στρατιωτικού δυναμικού στο θέατρο του Έβρου, αποτελεί, εκτός του αριθμού των κύριων οπλικών συστημάτων, η οργάνωση – συγκρότηση των δυνάμεων, η επάνδρωση και η εκπαίδευση τους.
Σε μία επιφανειακή θεώρηση, οι ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις στο θέατρο του Έβρου φαίνονται ισόρροπες. Το Δ΄ ΣΣ αναπτύσσει περίπου 11 ταξιαρχίες και συγκροτήματα ενώ η 1η Τουρκική Στρατιά 11 επίσης ταξιαρχίες και αριθμό συγκροτημάτων. Δυστυχώς όμως στην πράξη η κατάσταση είναι διαφορετική.
Γενικά οι τουρκικές ταξιαρχίες διαθέτουν έως και 50% επιπλέον μαχητική ισχύ από κάθε ελληνική. Αναλυτικότερα, διαθέτουν δύο τουλάχιστον επιλαρχίες μέσων αρμάτων μάχης (ΕΜΑ) και δύο έως τρία μηχανοκίνητα τάγματα πεζικού (ΜΤΠ), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και μία Επιλαρχία Αναγνώρισης (ΕΑΝ). Επίσης διαθέτουν δύο μοίρες αυτοκινούμενου πυροβολικού των 24 οβιδοβόλων η κάθε μία, που σε λίγα χρόνια θα είναι όλα σχεδόν αυτοκινούμενα Firtina T-155.
Στον συνημμένο πίνακα εμφανίζεται η τυπική οργάνωση μίας ελληνικής και μίας τουρκικής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας στις μονάδες ελιγμού και υποστήριξης μάχης. Αντίστοιχη είναι και η οργάνωση της μηχανοκίνητης ταξιαρχίας πεζικού με μόνο διαφορά τον λόγο μονάδων ελιγμού Τεθωρακισμένων προς μονάδων ελιγμού Μηχανοκίνητου Πεζικού (στην τεθωρακισμένη είναι 2:1, ενώ στη μηχανοκίνητη 1:2):
Ας σημειωθεί ότι σε ότι αφορά το Πυροβολικό Μάχης η προμήθεια από τα γερμανικά αποθέματα και ένταξη σε υπηρεσία των 223 αυτοκινούμενων οβιδοβόλων M109A3GEA2, υπήρξε σωτήρια για τον Ελληνικό Στρατό, καθώς με πολύ μικρό κόστος έγινε δυνατή η ανανέωση του στόλου και η συγκρότηση αυτοκινούμενων μοιρών μέσου πυροβολικού με τουλάχιστον 18 σωλήνες η κάθε μία. Οι δε μέχρι πρόσφατα μοίρες με 12 σωλήνες αποτελούν πλέον παρελθόν.
Σε ότι αφορά τα άρματα μάχης η κατάσταση είναι σαφώς πιο ισόρροπη, με την ελληνική πλευρά να διαθέτει το πλεονέκτημα της ύπαρξης σε υπηρεσία των 170 αρμάτων μάχης Leopard 2HEL. Τα άρματα μπορεί να υπέφεραν από προβλήματα, τα οποία όμως σήμερα έχουν επιλυθεί, οι δε αναγκαίες τροποποιήσεις έχουν ολοκληρωθεί στο σύνολο του στόλου. «Αγκάθι» βέβαια παραμένουν τα πυρομαχικά τους, αλλά η παραλαβή των 3.000 αμερικανικών βλημάτων χημικής ενέργειας M830 HEAT-MP-T σε συνδυασμό με τα εναπομείναντα από τα 5.000 γερμανικά βλήματα κινητικής ενέργειας DM33A2, δίνει μία ανάσα, εν όψει της ολοκλήρωσης της προμήθειας των ολλανδικών πυρομαχικών που έχει αποφασιστεί από το ΚΥΣΕΑ.
Εκεί όμως που η κατάσταση είναι προβληματική για την ελληνική πλευρά είναι ο τομέας των τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης. Τα περισσότερα τουρκικά μηχανοκίνητα τάγματα εξοπλίζονται με ΤΟΜΑ ACV-300 AIFV που φέρουν πυροβόλο 25 χλστ., ενώ τα ελληνικά τάγματα μηχανοκίνητου πεζικού εξοπλίζονται με ΤΟΜΠ M113A2 που φέρουν πολυβόλο 12,7 χλστ. (0,50’’), καθώς μέχρι σήμερα ο Ελληνικός Στρατός δεν κατόρθωσε να αποκτήσει σύγχρονο ΤΟΜΑ.
«Υποδιοίκηση ταξιαρχίας», ο πολλαπλασιαστής
Εδώ και αρκετά χρόνια, στη ΖΕ της 1ης Τουρκικής Στρατιάς, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο στην οργάνωση των τουρκικών τεθωρακισμένων ή μηχανοκίνητων ταξιαρχιών να υφίσταται ένα ενδιάμεσο επίπεδο διοίκησης μεταξύ ταξιαρχίας και μονάδας, η αποκαλούμενη «Υποδιοίκηση Ταξιαρχίας».
Ας σημειωθεί ότι μετά από διαδοχικές αναδιοργανώσεις οι Τουρκικές Χερσαίες Δυνάμεις κατέληξαν σε μία απλή (κατά συνέπεια λειτουργική και αποτελεσματική) δομή επίπεδων διοίκησης: Σώμα Στρατού – Ταξιαρχία – Μονάδα.
Οι υποδιοικήσεις αυτές έχουν διοικητή συνταγματάρχη, επιτελείο και διαθέτουν τουλάχιστον μία ΕΜΑ και ένα ΜΤΠ. Ας υπενθυμιστεί εδώ, ότι όπως προαναφέρθηκε οι τουρκικές ταξιαρχίες στην τυπική τους οργάνωση διαθέτουν δύο μοίρες Πυροβολικού Μάχης άμεσης υποστήριξης.
Για την ύπαρξη και τον επιχειρησιακό τους ρόλο μπορούν να γίνουν διάφορες εικασίες. Θα μπορούσε παραδείγματος χάριν να αναλαμβάνουν την εφαρμογή ειδικών σχεδίων.
Όμως, κατά την άποψη μας, καθώς η εφαρμογή του συγκεκριμένου ενδιαμέσου επιπέδου διοίκησης στην 1η Τουρκική Στρατιά είναι σχεδόν γενική, οι «υποδιοικήσεις ταξιαρχίας» αποτελούν πλήρη οργανωμένο και επιχειρησιακό πυρήνα (επιτελείο, ΕΜΑ, ΜΤΠ, Α/Κ ΜΜΠ), ο οποίος με την προσθήκη πρόσθετων μονάδων ελιγμού (ΕΜΑ ή ΜΤΠ) θα συγκροτήσει μία νέα ταξιαρχία. Μία νέα ταξιαρχία πλήρως ισοδύναμη με την ελληνική, από πλευράς σύνθεσης και οργάνωσης. Οι πρόσθετες μονάδες ελιγμού μπορεί να είναι επιστρατευόμενες ή να μετακινηθούν από την τουρκική ενδοχώρα.
Με αυτόν τον τρόπο, ΑΜΕΣΑ, η δύναμη της 1ης Τουρκικής Στρατιάς μπορεί σχεδόν να διπλασιαστεί, με ότι αυτό συνεπάγεται στον συσχετισμό ισχύος στο Θέατρο Επιχειρήσεων του Έβρου.
Οι δε πρόσθετοι σχηματισμοί είναι ετοιμοπόλεμοι, καθώς από τον καιρό της ειρήνης τα βασικά «δομικά συστατικά» τους (διοίκηση – επιτελείο, μονάδες ελιγμού και υποστήριξης μάχης), είναι πλήρως λειτουργικά και αναπτυγμένα στην περιοχή των επιχειρήσεων.
Στην παραπάνω εικόνα θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η παράμετρος της επάνδρωσης.
Οι τουρκικές μονάδες και σχηματισμοί στην πλειοψηφία τους έχουν επανδρώσεις κοντά στο 100% της πολεμικής σύνθεσης και αρκετές φθάνουν το 110%!
Αντίθετα ο Ελληνικός Στρατός υποφέρει από χαμηλά ποσοστά επάνδρωσης, τα οποία παρά τις αλλεπάλληλες, την τελευταία δεκαετία, εξαγγελίες αλλά και αποφάσεις, δεν αντιμετωπίστηκαν ριζικά. Μάλιστα με το «πάγωμα» των προσλήψεων των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ), και τις αθρόες μονιμοποιήσεις τους (τόσο για ουσιαστικούς –για να διατηρηθεί η δύναμη- όσο και κοινωνικούς, λόγους), το αποτέλεσμα θα είναι μία στρατιωτική δύναμη με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας, αφού το προσωπικό δεν ανανεώνεται. Αν σε αυτό προστεθεί και η «δυστοκία» ή καλύτερα ατολμία για την αύξηση της θητείας τότε η εικόνα γίνεται πολύ δυσάρεστη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να καυτηριάσουμε και τη μεθόδευση που έλαβε χώρα την τελευταία τριετία, όπου για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της πολύ χαμηλής επάνδρωσης των μονάδων, επιλέχθηκε ως λύση, η τροποποίηση, προς τα κάτω φυσικά, των Πινάκων Οργάνωσης Υλικού (ΠΟΥ) τους.
Το «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι» στην πιο ανατριχιαστική του εκδοχή!
Αποτέλεσμα αυτής της κοντόφθαλμης πρακτικής, ήταν οι πολεμικές συνθέσεις των μονάδων ελιγμού και υποστήριξης μάχης του Ελληνικού Στρατού να αποτελούν σε ότι αφορά τη δύναμη προσωπικού, κλάσμα των συνθέσεων άλλων στρατών και μάλιστα, είτε μας αρέσει, είτε όχι, πιο εμπειροπόλεμων και ετοιμοπόλεμων. Δεν μπορεί το βρετανικό ή το αμερικανικό τάγμα μηχανοκίνητου πεζικού ή επιλαρχία μέσων αρμάτων ή αυτοκινούμενη μοίρα μέσα πυροβολικού να έχουν Χ προσωπικό και οι αντίστοιχες ελληνικές (ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΡΙΘΜΟ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΛΥ ΥΠΟΔΕΕΣΤΕΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ) κλάσμα αυτού. Το λιγότερο που θυσιάζεται είναι η διάρκεια στην ικανότητα ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗΣ διεξαγωγής επιχειρήσεων ( το συγκεκριμένο ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό και για αυτό θα επανέλθουμε).
Κατά συνέπεια, η πραγματική αναλογία ισχύος χερσαίων δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων του Έβρου, θα πρέπει να υπολογίζεται τουλάχιστον σε 3:1 υπέρ της 1ης Τουρκικής Στρατιάς. Στα δε σημεία των επιθέσεων η αναλογία ισχύος θα κυμανθεί από 6:1 έως 10:1 στη προσπάθεια των Τούρκων να εξασφαλίσουν την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου