Συχνά λέγεται ότι ένα από τα ισχυρότερα τεκμήρια για την ολοκλήρωση του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας θα είναι ο διορισμός και η απόλυση της ηγεσίας του γενικού επιτελείου κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της κυβερνήσεως. Αυτά που διημείφθησαν μεταξύ της τουρκικής κυβερνήσεως και της ηγεσίας του τουρκικού στρατού τις τελευταίες εβδομάδες δείχνουν τον βαθμό μεταβολής της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας κατά τα τελευταία έτη.
Η μέχρι σήμερα πρακτική των τουρκικών κυβερνήσεων περιοριζόταν στη χωρίς περιστροφές έγκριση των προτάσεων του σχετικού οργάνου του τουρκικού γενικού επιτελείου. Οι προαγωγές βασίζονταν στη στρατιωτική ιεραρχία και τους κανόνες αποστρατείας των ανωτάτων αξιωματικών. Βάσει αυτών ήταν δυνατός ο εκ των προτέρων προσδιορισμός της ηγεσίας του τουρκικού στρατού για πολλά έτη στο μέλλον. Ετσι η στρατιωτική ηγεσία διατηρούσε τη διοικητική αλλά και πολιτική της αυτονομία.
Ας μην ξεχνάμε ότι κατά παρέκκλιση των διεθνώς κειμένων στις δημοκρατικές χώρες, ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου δεν υπάγεται στον υπουργό Αμυνας, αλλά απευθείας στον πρωθυπουργό. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν οι δύο παρεμβάσεις του Τουργκούτ Οζάλ, ο οποίος το 1987 επέβαλε στη στρατιωτική ηγεσία τον εκλεκτό του στρατηγό Τορούμταϊ ως αρχηγό του γενικού επιτελείου, ενώ το 1990 απαίτησε και έλαβε την παραίτηση του ίδιου στρατηγού, όταν αυτός διαφώνησε με την πολιτική του στο ζήτημα του Ιράκ. Η απαίτηση της κυβερνήσεως Ερντογάν να εξαιρεθούν των προαγωγών στρατηγοί εμπλεγμένοι σε ανακρίσεις και δίκες σχετικές με υποθέσεις για την ανατροπή του πολιτεύματος συνάντησε ισχυρή αντίδραση από τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία, ωστόσο, εκάμφθη. Η παραίτηση του προαλειφομένου για τη θέση του αρχηγού του στρατού ξηράς στρατηγού Ισίκ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κυβερνητική παρέμβαση απετέλεσε το μέγιστο της αντιδράσεως των στρατιωτικών, ουδέν μετέβαλε ωστόσο επί της ουσίας.
Ενδιαφέρουσα είναι η επιλογή της στρατιωτικής ηγεσίας να αποφύγει την ευθεία πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Ερντογάν, καθώς και μία μείζονα πολιτειακή κρίση. Η στάση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως ένδειξη αδυναμίας. Το πιθανότερο είναι ότι η ηγεσία του στρατού, αποδεχόμενη τις απαιτήσεις της κυβερνήσεως, προτίμησε μία τακτική υποχώρηση, για να μην υπονομεύσει τον στρατηγικό της στόχο, την πολιτική αποδυνάμωση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ). Οπως απέδειξε και η εμπειρία του 2007, μια σύγκρουση με το στράτευμα θα ήταν θείο δώρο για το ΑΚΡ.
Ενδιαφέρουσα είναι η επιλογή της στρατιωτικής ηγεσίας να αποφύγει την ευθεία πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Ερντογάν, καθώς και μία μείζονα πολιτειακή κρίση. Η στάση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως ένδειξη αδυναμίας. Το πιθανότερο είναι ότι η ηγεσία του στρατού, αποδεχόμενη τις απαιτήσεις της κυβερνήσεως, προτίμησε μία τακτική υποχώρηση, για να μην υπονομεύσει τον στρατηγικό της στόχο, την πολιτική αποδυνάμωση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ). Οπως απέδειξε και η εμπειρία του 2007, μια σύγκρουση με το στράτευμα θα ήταν θείο δώρο για το ΑΚΡ.
Το κόμμα του πρωθυπουργού Ερντογάν θα μπορούσε να παρουσιασθεί και πάλι ως θεματοφύλακας των δημοκρατικών θεσμών λίγο πριν από το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου για την έγκριση της αναθεωρήσεως του Συντάγματος. Αυτό μάλιστα τη στιγμή που η δημοτικότητα του ΑΚΡ δείχνει σημεία κοπώσεως μετά οκτώ συναπτά έτη στην εξουσία, και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως δείχνει για πρώτη φορά ικανό να επεκτείνει την επιρροή του σε ευρύτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας.
Αποφεύγοντας, λοιπόν, τη σύγκρουση, η ηγεσία του τουρκικού στρατεύματος ελπίζει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα πλήξει την παντοδυναμία του ΑΚΡ. Ισως να γίνεται και επιτέλους αντιληπτό ότι οι διαδοχικές παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ωφέλησαν τις αντίπαλες του στρατού κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Με την πάροδο του χρόνου ο τουρκικός στρατός μπορεί να εξασθενεί πολιτικώς, γίνεται όμως και σοφότερος.
Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δημοσίευση σχολίου