O κ. Χριστοφοράκος δεν θέλει να στερηθεί την ελευθερία του επί μακρόν και θα κάνει οτιδήποτε γι΄ αυτό. Όπως όμως φαίνεται, βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: Αυτά που θα χρειαστεί να πει στον Γερμανό εισαγγελέα ώστε να επιτύχει να μην εκδοθεί στην Ελλάδα θα επιβαρύνουν εξαιρετικά τη θέση του σε περίπτωση κατά την οποία τελικά εκδοθεί.
Βέβαια, ό,τι και αν αποφασίσει, η αξιοπιστία της μαρτυρίας του δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η αξιοπιστία του κατηγορουμένου, που θα έπρεπε να σταθμισθεί με βάση τα πραγματικά τεκμήρια της υπόθεσης. Το πρόβλημα είναι ότι η διαδικασία της διερεύνησης της υπόθεσης- και η απροθυμία να αναζητηθούν τα πραγματικά τεκμήρια- την έχει καταστήσει συνολικά αναξιόπιστη.
Διότι, όπως εύστοχα υπενθύμισε ο συνήγορος του κ. Τσουκάτου, το πρόβλημα είναι το πολιτικό χρήμα. Χωρίς κανείς να μπορεί να προδικάσει την έκνομη διακίνησή του, αυτό είναι το ζήτημα που αφορά την ελληνική δημόσια ζωή.
Και οι ενδεχόμενοι αποδέκτες του, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, δεν έχουν πείσει ότι επιθυμούν και προτίθενται να συμβάλουν ώστε να έλθουν «όλα στο φως».....
Δεν πρόκειται ακριβώς για ομερτά, υπό την έννοια μιας κρυφής συμφωνίας σιωπής. Μάλλον ο καθένας γνωρίζει, τουλάχιστον έως ένα σημείο, και εικάζει ότι και ο άλλος γνωρίζει, πάλι έως ένα σημείο. Η σιωπηρή αμοιβαία γνώση και η ανίχνευση των προθέσεων, μπορεί να είναι αρκετές ώστε τα πυρά εκατέρωθεν να είναι ελεγχόμενα και το πολιτικό σύστημα να μην παρασυρθεί σε μια αυτοκαταστροφική γενικευμένη σύρραξη των συντελεστών του. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση επιβαρύνει τη συνολική κρίση αξιοπιστίας του συστήματος.
Ο υφέρπων κυνισμός πίσω από τον ξύλινο πολιτικό λόγο έχει αρχίσει να επιστρέφεται από τους πολίτες στους πομπούς του. Ίσως, όμως, τελικά οι πολίτες να καταναλώνουν επαρκείς δόσεις κυνισμού ώστε το σύστημα να μη διασαλεύεται στη βάση του. Ίσως, δεν θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια και μας βολεύει η εύκολη καταγγελτική ρητορική που συνδυάζεται με τη διαιώνιση των συγκεκριμένων πρακτικών. Έτσι έχουμε μάθει να ζούμε και δεν θέλουμε να αλλάξουμε ζωή
Βέβαια, ό,τι και αν αποφασίσει, η αξιοπιστία της μαρτυρίας του δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η αξιοπιστία του κατηγορουμένου, που θα έπρεπε να σταθμισθεί με βάση τα πραγματικά τεκμήρια της υπόθεσης. Το πρόβλημα είναι ότι η διαδικασία της διερεύνησης της υπόθεσης- και η απροθυμία να αναζητηθούν τα πραγματικά τεκμήρια- την έχει καταστήσει συνολικά αναξιόπιστη.
Διότι, όπως εύστοχα υπενθύμισε ο συνήγορος του κ. Τσουκάτου, το πρόβλημα είναι το πολιτικό χρήμα. Χωρίς κανείς να μπορεί να προδικάσει την έκνομη διακίνησή του, αυτό είναι το ζήτημα που αφορά την ελληνική δημόσια ζωή.
Και οι ενδεχόμενοι αποδέκτες του, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, δεν έχουν πείσει ότι επιθυμούν και προτίθενται να συμβάλουν ώστε να έλθουν «όλα στο φως».....
Δεν πρόκειται ακριβώς για ομερτά, υπό την έννοια μιας κρυφής συμφωνίας σιωπής. Μάλλον ο καθένας γνωρίζει, τουλάχιστον έως ένα σημείο, και εικάζει ότι και ο άλλος γνωρίζει, πάλι έως ένα σημείο. Η σιωπηρή αμοιβαία γνώση και η ανίχνευση των προθέσεων, μπορεί να είναι αρκετές ώστε τα πυρά εκατέρωθεν να είναι ελεγχόμενα και το πολιτικό σύστημα να μην παρασυρθεί σε μια αυτοκαταστροφική γενικευμένη σύρραξη των συντελεστών του. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση επιβαρύνει τη συνολική κρίση αξιοπιστίας του συστήματος.
Ο υφέρπων κυνισμός πίσω από τον ξύλινο πολιτικό λόγο έχει αρχίσει να επιστρέφεται από τους πολίτες στους πομπούς του. Ίσως, όμως, τελικά οι πολίτες να καταναλώνουν επαρκείς δόσεις κυνισμού ώστε το σύστημα να μη διασαλεύεται στη βάση του. Ίσως, δεν θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια και μας βολεύει η εύκολη καταγγελτική ρητορική που συνδυάζεται με τη διαιώνιση των συγκεκριμένων πρακτικών. Έτσι έχουμε μάθει να ζούμε και δεν θέλουμε να αλλάξουμε ζωή
Δημοσίευση σχολίου