GuidePedia

0
Στα 46 χρόνια από την πρώτη Μαραθώνια πορεία

Ηταν Κυριακή 21 Απριλίου 1963. Δεν έχει ακόμη φέξει για τα καλά κι ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρ. Λαμπράκης κατεβαίνει στο αυτοκίνητό του όπου τοποθετεί ένα μαύρο πανί με το σήμα του πυρηνικού αφοπλισμού και τη λέξη ΕΛΛΑΣ. Το πανί αυτό πριν από 11 ημέρες είχε κάνει την εμφάνιση του στην Αγγλία, όπου ο βουλευτής ως αντιπρόεδρος της Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη είχε πάρει μέρος στην πασχαλινή πορεία ειρήνης του Ολντερμάστον.
Στο ίδιο αυτοκίνητο με τον Γρ. Λαμπράκη μπήκε η γυναίκα του, ο Κύπριος ποιητής Τεύκτρος Ανθίας και η Γιούλια Λιναρδάτου, κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για το Μαραθώνα.
Από παντού φαινόταν πως τούτη η μέρα θα κυλούσε πολύ δύσκολα. Η παρουσία της αστυνομίας στους δρόμους ήταν εμφανέστατη. Για την ακρίβεια, από τα μεσάνυχτα της 20ής προς 21 Απριλίου όλη η περιοχή από το Γηροκομείο ως τον τύμβο του Μαραθώνα είχε αποκλειστεί από ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας. Στην επιχείρηση είχαν κληθεί να «συνεισφέρουν» και διάφορες παρακρατικές οργανώσεις1 όπως η «Αντικομμουνιστική Σταυροφορία», το «Σώμα Ελπιδοφόρων Νέων», τα μέλη της νεολαίας της ΕΡΕ, η περιβόητη ΕΚΟΦ κ.ο.κ. Ισχυρά μπλόκα από τις δυνάμεις καταστολής, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, είχαν στηθεί στη Λ. Κηφισίας, στο Χολαργό κοντά στο Πεντάγωνο, στην Εκάλη, στην Αγία Παρασκευή, στο Πικέρμι, στη διασταύρωση Ραφήνας, στη Νέα Μάκρη και αλλού, ενώ...... τα περιπολικά διέτρεχαν ολόκληρη την αποκλεισμένη περιοχή.

Τι έμελλε να συμβεί, εύκολα μπορούσε κανείς να το καταλάβει. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η απαγορευμένη πορεία
Στις αρχές του 1963, με την καθοδήγηση της ΕΔΑ, συγκροτήθηκε μια επιτροπή που σκοπό είχε να προετοιμάσει των πρώτη Πορεία Ειρήνης που θα ξεκινούσε από το Μαραθώνα και θα κατέληγε στην Πνύκα και ακριβώς γι' αυτό το λόγο ονομάστηκε «Μαραθώνια». Στην επιτροπή συμμετείχε η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ), που είχε ιδρυθεί το 1955 και τη στελέχωναν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής με πρόεδρο τον Α. Ζάκα. Επίσης, μεταξύ άλλων, συμμετείχε στην επιτροπή και ο «Σύνδεσμος Νέων διά τον πυρηνικόν αφοπλισμόν Μπέρτραντ Ράσελ». Επρόκειτο για μια νεολαιίστικη φιλειρηνική οργάνωση που στελεχωνόταν από ΕΔΑΐτες, αλλά δεν είχε στενή σύνδεση με το κόμμα της ΕΔΑ ή άλλο κόμμα, και αγωνιζόταν για την ειρήνη και τον αφοπλισμό, εναντίον των ξένων στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα.
Η πορεία ορίστηκε να γίνει στις 21 Απριλίου 1963 αλλά η τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή φρόντισε να την απαγορεύσει, παρά το γεγονός ότι τέτοιες εκδηλώσεις γίνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη (στη Δυτική Γερμανία, στο Ολντερμάστον της Αγγλίας και αλλού) και το αντιπυρηνικό κίνημα λάμβανε τεράστιες διαστάσεις. Στην Ελλάδα του '63 η λέξη «Ειρήνη» ήταν απαγορευμένη και η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε καθόλου να αντιληφθεί το γεγονός ότι το ιδανικό την παγκόσμιας ειρήνης ήταν - και δεν μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς - πολύ ισχυρό σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που είχε ζήσει τη φρίκη και τις
επιπτώσεις του πολέμου όσο ελάχιστες χώρες.


Κύρια κυβερνητική επιχειρηματολογία εναντίον της πορείας ήταν ο πρωτόγονος αντικομμουνισμός, ενώ σε σταθερό μοτίβο εκτοξεύονταν απειλές πως οι διωκτικές αρχές θα αντιδρούσαν κατασταλτικά και θα συνελάμβαναν όχι μόνο τους Ελληνες αλλά και όσους ξένους έρχονταν στη χώρα μας για να συμμετάσχουν στη φιλειρηνική αυτή εκδήλωση. Παράλληλα, με κυβερνητική εντολή η Αστυνομία και η Χωροφυλακή ανακοίνωσαν ότι για τις 21 Απριλίου, για την ημέρα δηλαδή που θα πραγματοποιούνταν η πορεία, απαγορευόταν κάθε συγκέντρωση σε ανοιχτό χώρο, σε ολόκληρη τη χώρα. Τέλος, οι ιδιοκτήτες πούλμαν δέχτηκαν ανοιχτές πιέσεις να μη διαθέσουν μέσα για τη μεταφορά των φιλειρηνιστών στους χώρους συγκέντρωσης. Οσοι δε, είχαν κλείσει συμφωνίες υποχρεώθηκαν να τις ακυρώσουν.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και προστέθηκε και η πρόκληση του πολέμου. Συγκεκριμένα, εκείνες τις μέρες εισέπλευσε στη Μεσόγειο το πρώτο αμερικανικό πυρηνικό υποβρύχιο, το «Σαμ Χιούστον», με πυραύλους «Πολάρις», ενώ στην Αθήνα έφταναν διαδοχικά ο αρχηγός του μεικτού επιτελείου των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Τέιλορ, ο στρατιωτικός αρχηγός του ΝΑΤΟ Αμερικανός στρατηγός Λέμνιτσερ και ο διοικητής της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ Αμερικανός ναύαρχος Ράσελ. Και μόνο αυτό το γεγονός υπογράμμιζε την αναγκαιότητα της πορείας. Πώς όμως να πραγματοποιηθεί όταν επίσημοι και ανεπίσημοι κατασταλτικοί μηχανισμού του κράτους βρίσκονταν σε πρωτοφανή κινητοποίηση για την αποτρέψουν;
Ο Λαμπράκης πραγματοποιεί την πορεία
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» την 21η Απριλίου του 1963 η πρωτεύουσα βρισκόταν «επί ποδός πολέμου», ενώ «διά πρώτην φοράν τα περίφημα Τάγματα Ασφαλείας ενεφανίσθησαν επισήμως εις διαφόρους περιοχάς περί τον Μαραθώνα, έτοιμα προς δράσιν εις περίπτωσιν ανάγκης. Ακόμα και ναύται του Λιμενικού εχρησιμοποιήθησαν διά τη φρούρησιν της παραλίας του Μαραθώνος, διά τον φόβον προφανώς... αποβάσεως των οπαδών του Συνδέσμου "Μπέρτραντ Ράσελ"». Να σημειωθεί ακόμη ότι η περιοχή του Μαραθώνα εφρουρείτο από δύναμη πάνοπλων ανδρών της Χωροφυλακής που σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Νέων» υπερέβαινε τους 3.000.
Η αστυνομία είχε στήσει το στρατηγείο της στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών με επικεφαλής τον Διευθυντή Αστυνομίας Αθηνών Καραμπέτσο και τον Διοικητή Ασφαλείας Καραχάλιο. Εκεί βρισκόταν από το πρωί της 21ης Απριλίου και ο αντιεισαγγελέας Ροδόπουλος. Η Χωροφυλακή είχε στήσει το στρατηγείο της στην Αγία Παρασκευή, στα γραφεία της Διοίκησης Χωροφυλακής Αθηνών, με επικεφαλής τον ανώτερο διοικητή Χωροφυλακής προαστίων Τομαρά. Εκεί είχε εγκατασταθεί και ο αντιεισαγγελέας Χατζής.
Για να εμποδίσουν το λαό να πάρει μέρος στην πορεία ειρήνης, οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν εξονυχιστικούς ελέγχους στους πολίτες που πλησίαζαν τα μπλόκα, προχωρούσαν σε συλλήψεις, σε σωματικές έρευνες, απαγόρευαν την κίνηση των Ι.Χ., δεν επέτρεπαν σε κανένα να πλησιάσει προς την απαγορευμένη περιοχή. Σε τέτοιες συνθήκες ξεκίνησε για το Μαραθώνα εκείνο το πρωί ο Γρ. Λαμπράκης. «Στο δρόμο - γράφει ο Σ. Αλεξάνδρου - η Χωροφυλακή είχε πιάσει όλα τα πόστα. Κάθε τόσο σταματούσαν το αυτοκίνητο. Ο Λαμπράκης έλεγε μονολεκτικά "βουλευτικό!" και προχωρούσε χωρίς να περιμένει απάντηση. Αλλού πάλι πατούσε τη μίζα και περνούσε με αστραπιαία ταχύτητα από τους ελέγχους». Τελικά, ύστερα από πλήθος εμποδίων, προκλήσεων και απαγορεύσεων, ο Λαμπράκης κατάφερε να υψώσει στον τύμβο του Μαραθώνα το λάβαρο του αγώνα για τον αφοπλισμό, που κουβαλούσε μαζί του. Κι αφού μίλησε για την ειρήνη στο μόνο ακροατήριο που του επιτράπηκε να έχει, δηλαδή στους εκατοντάδες χωροφύλακες που είχαν ζώσει τον τύμβο, ξεκίνησε συμβολικά την πορεία από τον Μαραθώνα προς την Πνύκα. Αλλοτε τρέχοντας και άλλοτε οδοιπορών με αναπεπτάμενο το πανό και κάτω από τις απειλές χωροφυλάκων και παρακρατικών, με συχνές στάσεις και συμπλοκές κατάφερε να φτάσει ως τη διασταύρωση της Ραφήνας.
Εκεί οι αρχές ασφαλείας και οι τραμπούκοι νεοφασίστες θα επιχειρήσουν να τον σταματήσουν και να τον σύρουν για τα... περαιτέρω στο παρακείμενο δάσος, αλλά η προσπάθειά τους θα αποτύχει χάρη στην επέμβαση όσων τον συνοδεύουν, των δημοσιογράφων και κατοίκων της περιοχής. Ο Λαμπράκης και οι συνοδοί του θα συνεχίσουν. Κοντά στο Πικέρμι ο πρωτομάρτυρας της ειρήνης θα μαζέψει λίγα αγριολούλουδα και θα τα τοποθετήσει στο μνημείο των απαγχονισθέντων από τους Γερμανούς. Οι χωροφύλακες θα τα τσαλαπατήσουν!!! Μισό χιλιόμετρο παρακάτω θα συλληφθούν όλοι όσοι ακολουθούν τον ειρηνοδρόμο βουλευτή, πλην του ιδίου και της Γ. Λιναρδάτου, και θα επιβιβασθούν με τη βία σε καμιόνια. Κοντά στο Χαρβάτι θα συλληφθεί και ο Λαμπράκης. Στην πραγματικότητα θα απαχθεί, θα επιβιβασθεί βιαίως σε καμιόνι κι αφού τον περιπλανήσουν στα χωριά της Νέας Μάκρης και Μαραθώνα, στο Σούλι, στο Γραμματικό και το Καπανδρίτι, μέσω της οδού Τατοΐου, ύστερα από μια διαδρομή τρεισήμισι ωρών, θα τον εγκαταλείψουν στη Νέα Ιωνία7.
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο Λαμπράκης που δοκίμασε τη βάναυση συμπεριφορά των διωκτικών αρχών. Σε 1.100 υπολογίζονται οι ειρηνιστές που συνελήφθησαν, ενώ αρκετοί απ' αυτούς οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν γνωστοί καλλιτέχνες όπως ο Μ. Θεοδωράκης, ο ζωγράφος Μίνως Αργυράκης, οι ηθοποιοί Μ. Κατράκης, Α. Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας κ.ά. Τέλος, η αστυνομία συνέλαβε και απέλασε τους ξένους φιλειρηνιστές που είχαν έρθει στη χώρα, ανάμεσά τους και τον αντιπρόσωπο του Μπέρτραντ Ράσελ, Ποτλ.
Η πορεία ειρήνης πραγματοποιήθηκε
Μετά την απελευθέρωσή του από τα αστυνομικά όργανα, ο Γρ. Λαμπράκης θα στείλει τηλεγράφημα προς τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, προς τον υφυπουργό Εσωτερικών, προς τον πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων, προς την ΕΕΔΥΕ και το Σύνδεσμο «Μπ. Ράσελ», στο οποίο έλεγε: «Ο πόθος του δημοκρατικού λαού μας διά πορείαν ειρήνης από τον Μαραθώνα εις Αθήνας επραγματοποιήθη. Εκκινήσας από την κορυφήν του Τύμβου του Μαραθώνος, συνελήφθην εις το 28ον χιλιόμετρον και βιαίως επετάχθην εις στρατιωτικόν φορτηγόν αυτοκίνητον, κρατηθείς παρανόμως, αντισυνταγματικώς επί 3 1/2 ώρας. Εντολή του αντισυνταγματάρχου Πιστόλη και του ταγματάρχου Βραδή, φρουρούμενος υπό οκτώ χωροφυλάκων, με περιόδευσαν κατά γκανγκστερικόν τρόπον ώσπερ κατάδικον κοινού ποινικού δικαίου εις τα χωρία Ν. Μάκρη, Μαραθώνα, Σούλι, Γραμματικόν, Καπανδρίτι, Τατόιον όπου και με εγκατέλειψαν. Διαμαρτύρομαι εντονότατα διά την παράνομον κράτησίν μου, διά τη σκαιάν και βάναυσον συμπεριφοράν των μοιράρχων Φωτίου Τζουμάνη, Ιωάννου Λεοντσαράκου, ανθυπασπιστού, Τάκη Χαραλαμπόπουλου, Χωροφύλακος Ρ147, Αντωνίου Λαγοπάτη μοιράρχου και Αθανασίου Λαγοπάτη Ταγματάρχου, εναντίον των οποίων υποβάλλω μήνυσιν διά επενεχθείας ταλαιπωρίας μου. Δυστυχώς, διεπίστωσα ότι η Δημοκρατία δεν υπάρχει εις την Ελλάδα όταν εκλεκτοί του λαού κυριολεκτικώς καταρρακώνονται».
Στη συνέχεια ο Γρ. Λαμπράκης δήλωσε στον Τύπο: «Η πορεία ειρήνης, έστω και συμβολικά έγινε, μολονότι η κυβέρνησις έλαβε μέτρα που ούτε στην κατοχή είχαμε γνωρίσει. Ακολουθώντας πολιτική βάσεων και πυρηνικών υποβρυχίων "Πολάρις" δε θέλησε να επιτρέψη στο λαό να εκδηλώση τη θέλησί του για ειρήνη. Δεν το κατόρθωσε»8.
Ο Λαμπράκης είχε απόλυτο δίκαιο. Η μοναχική του ειρηνοδρομία συνοδευόταν νοερά από χιλιάδες αγωνιστές της ειρήνης. Ο σπόρος είχε πέσει στη γη και γρήγορα θα απέφερε καρπούς.
Αντί επιλόγου
Το φιλειρηνικό κίνημα στη χώρα μας, μετά την πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης, είχε μπει σε μια νέα φάση αλματώδους ανάπτυξης. Είναι ένα κίνημα με πλούσια ιστορία αγώνων και θυσιών. Για δεκαετίες ολόκληρες βρέθηκε υπό διωγμό και ουσιαστικά ήταν απαγορευμένο, αφού η κυρίαρχη τάξη και οι κυβερνήσεις της το θεωρούσαν συνώνυμο του κομμουνιστικού κινήματος ή «παραφυάδα» του, κατά την επίσημη κρατική ορολογία. Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι το φιλειρηνικό κίνημα μπορεί να συσπειρώνει πλατιές λαϊκές μάζες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τη δράση του. Αυτό δε θέλουν οι κυρίαρχες τάξεις, γιατί αποτελεί ένα από τα πεδία συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας κατάργησής τους, ως υπεύθυνες για τους άδικους πολέμους. Ετσι δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το γεγονός ότι οι φιλειρηνιστές οδηγούνταν για τη δράση τους στο εκτελεστικό απόσπασμα - όπως ο Νικηφορίδης που εκτελέστηκε το Μάρτη του 19519 - ή δολοφονούνταν από τις φασιστικές σκιώδεις οργανώσεις του κράτους - όπως ο βουλευτής Γρ. Λαμπράκης. Τέτοιο ήταν το μίσος του αμερικανόπνευστου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος στην Ελλάδα, με δεδομένο επίσης ότι από κοινού με τους αμερικανοΝΑΤΟικούς ιμπεριαλιστές είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε πολεμικό προγεφύρωμα του διεθνούς ιμπεριαλισμού ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες και την ΕΣΣΔ.
Το ελληνικό κίνημα ειρήνης - όπως και κάθε προοδευτικό κίνημα σ' αυτό τον τόπο - πέρασε από φωτιά και σίδερο. Κι ασφαλώς η ιστορία του είναι άκρως διδακτική, με επίκαιρα μηνύματα, αφού η παγκόσμια ειρήνη σήμερα εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι γίνονται ολοένα και πιο συχνοί και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας συμμετέχει ενεργά σ' αυτούς γιατί αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά της. Η ειρήνη σήμερα απειλείται όσο ποτέ άλλοτε από τη Νέα Ιμπεριαλιστική Τάξη Πραγμάτων, την οποία προωθούν και προάγουν οι ΗΠΑ, η ΕΕ και άλλοι σύμμαχοί τους διεθνώς, στην περιοχή των Βαλκανίων, στη Μέση Ανατολή και αλλού, ενώ στόχοι γίνονται και τα σοσιαλιστικά κράτη της Κούβας και της ΛΔ της Κορέας. Η υπόθεση της ειρήνης εκτελείται καθημερινά με τον πιο βάναυσο τρόπο και με την καινούρια δικαιολογία της αντιμετώπισης τάχα της «τρομοκρατίας», δηλαδή των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, των λαών που δεν ανέχονται και αντιπαλεύουν την κυριαρχία των μονοπωλίων.
Πριν από 40 χρόνια ο Γρ. Λαμπράκης, ένας άνθρωπος δημιουργημένος, ένας εξαίρετος επιστήμονας, αναγνωρισμένος για την επιστημονική και όχι μόνο προσφορά του, αντί να κάτσει στο σπίτι του περπάτησε για την ειρήνη στον κόσμο. Ενα μήνα μετά την Α' Μαραθώνια πορεία του, ο ίδιος άνθρωπος χάρισε στο δέντρο της ζωής, στο δέντρο δηλαδή της ειρήνης, τη δική του ζωή, δολοφονημένος από τα ανεπίσημα όργανα του κράτους για τα οποία συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος παρακράτος. Η δυναμική όμως του αγώνα του παραμένει ακόμη και σήμερα ισχυρή, φωτεινός φάρος που δείχνει το δρόμο στις νεότερες γενιές αγωνιστών για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο, ειρηνικό, χωρίς ξένες βάσεις, έξω από το ΝΑΤΟ, ενάντια στην ιμπεριαλιστική ΕΕ, χωρίς πόλεμο, έχθρες και μίση ανάμεσα στους λαούς, χωρίς στρατούς κατοχής σε άλλες χώρες, με συμμετοχή και ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που πρέπει να επιστρέψουν. Το παράδειγμά του, η ζωή και η δράση του, η θυσία του προπαντός, αποτελούν - και πρέπει να αποτελούν - πηγή έμπνευσης ώστε οι γραμμές του φιλειρηνικού κινήματος να πυκνώσουν από χιλιάδες νέους αγωνιστές, στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα των οποίων βρίσκεται η εγγύηση ότι τα φιλοπόλεμα σχέδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας και γενικότερα θα ανατραπούν, όταν το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των λαϊκών δυνάμεων αντεπιτεθεί στα μονοπώλια για την ανατροπή της εξουσίας τους, για τη λαϊκή εξουσία.
Η πορεία του 1963 σημαδεύεται από ένα γεγονός: τις μέρες της πορείας, μια οργάνωση, οι «Κατάσκοποι της ειρήνης» δίνουν στη δημοσιότητα τις θέσεις των μυστικών πυρηνικών καταφυγίων που προορίζονταν για περιφερειακές έδρες της κυβέρνησης σε ενδεχόμενο πυρηνικό πόλεμο. Καθώς το μπούνκερ αρ. 6 βρίσκεται όχι μακριά από τη διαδρομή της πορείας, 1.000 διαδηλωτές παρεκκλίνουν, αγνοώντας τις εκκλήσεις των διοργανωτών, και το αποκαλύπτουν, προκαλώντας πολιτικό σκάνδαλο.

Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, ο Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσελ έχει προαναγγείλει πορεία ειρήνης από το Μαραθώνα στην Αθήνα για τις 21 Απριλίου 1963, Κυριακή του Θωμά. Από τις αρχές Απριλίου η κυβέρνηση έχει απαγορέψει την πορεία. Οι διοργανωτές επιμένουν ότι η πορεία θα γίνει. Φτάνει στην Αθήνα πολυμελής αγγλική αντιπροσωπεία για συμμετοχή στην πορεία. Ο ίδιος ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε δηλώσει ότι θα συμμετάσχει («τότε θα συλληφθεί και αυτός», είχε σχολιάσει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης) αλλά βέβαια στην ηλικία του (ήταν τότε 91 ετών) αυτό δεν ήταν δυνατό· ωστόσο, συμμετείχε ο γραμματέας του.

Η κατάσταση περιπλέκεται επειδή τις παραμονές, και συγκεκριμένα στις 20 Απριλίου, Μεγάλο Σάββατο, φτάνει στο Λονδίνο η βασίλισσα Φρειδερίκη, συνοδευόμενη από τον διάδοχο (τον Κοκό) και διάφορους πρίγκιπες και πριγκίπισσες, σε ιδιωτική επίσκεψη, για να παραστεί στους γάμους της Αλεξάνδρας του Κεντ, αδελφής της βασίλισσας Ελισάβετ. Την ίδια μέρα θα γίνει το περίφημο επεισόδιο με το χαστούκι που έδωσε (ίσως) στη Φρειδερίκη η Μπέτυ Αμπατιέλου

Αποστασία του 1965

Με τον όρο Αποστασία ή Ιουλιανά αναφέρεται στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας η περίοδος πολιτικής ανωμαλίας που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965 έως την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μετά την παραίτηση Παπανδρέου σχηματίστηκαν κυβερνήσεις από μέλη της Ενώσεως Κέντρου παρά τη σφοδρή αντίθεση του αρχηγού της Γ. Παπανδρέου και της πλειοψηφίας των βουλευτών της. Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί αυτών των κυβερνήσεων, καθώς και οι βουλευτές της Ε.Κ. που τελικά στήριξαν αυτές τις κυβερνήσεις χαρακτηρίστηκαν από μέρος του Τύπου και του λαού αποστάτες, καθώς υπήρχε η ως τώρα αναπόδεικτη εντύπωση σε πολιτικούς, δημοσιογράφους αλλά και κάποιους ιστορικούς ότι η στήριξη που παρείχαν δεν πήγαζε από πολιτική ή ιδεολογική συμφωνία, αλλά ήταν προϊόν χρηματισμού και υποσχέσεων για ανάληψη κυβερνητικών αξιωμάτων. Η περίοδος αυτή ήταν περίοδος πολιτικής αστάθειας και εντάσεων με έντονη την ανάμιξη του νεαρού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου στα πολιτικά πράγματα της χώρας κατά παράβαση του Συντάγματος του 1952. Οδήγησε σε απαξίωση των πολιτικών και άνοιξε τον δρόμο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Χρονικό της κρίσης
Παραίτηση Γ. Παπανδρέου

Η Ένωσις Κέντρου είχε νικήσει στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και ο Γ. Παπανδρέου είχε σχηματίσει για πρώτη φορά αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτησή του από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965 υπήρξε η διαμάχη του με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ. Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Συγκεκριμένα είχε επιλέξει ως νέο υπουργό Άμυνας το γιό του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την ίδια περίοδο εφέρετο αναμεμιγμένος στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ο βασιλιάς αρνούνταν να υπογράψει τα σχετικά διατάγματα, αν δεν ενέκρινε πρώτα τους αντικαταστάτες τους. Ο Γαρουφαλιάς παρά την αποπομπή του αρνούνταν να εγκαταλείψει το υπουργείο, βέβαιος για τη βασιλική υποστήριξη, ακόμα κι αφού ο Γ. Παπανδρέου τον διέγραψε από την Ένωση Κέντρου.
Τελικά ο Γ. Παπανδρέου πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε, επιθυμώντας να τοποθετηθεί πρόσωπο της δικής του εμπιστοσύνης, και τότε ο Παπανδρέου θεώρησε ότι είναι απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμεί («πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν») και παραιτήθηκε.
Στο χρονικό διάστημα 8-14 Ιουλίου είχε προηγηθεί ανταλλαγή πέντε οξύτατων επιστολών μεταξύ του Κωνσταντίνου και του Παπανδρέου, σχετικά με την υπογραφή του διατάγματος για την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά, καθώς και μία μεταξύ τους συνάντηση στην Κέρκυρα. Ο βασιλιάς βρισκόταν στο διάστημα αυτό εκεί, στο ανάκτορο Μον Ρεπό, όπου επρόκειτο να γεννήσει η βασίλισσα Άννα Μαρία το πρώτο τους παιδί, την Αλεξία.
Οι επιστολές του βασιλιά συνιστούσαν αντισυνταγματική επέμβασή του στη διακυβέρνηση της χώρας. Στις 7:00 το απόγευμα της 15ης Ιουλίου πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο, στην οδό Ηρώδου Αττικού) η τελευταία συνάντηση του Κωνσταντίνου με τον Παπανδρέου. Διήρκησε μόνο δέκα λεπτά και επιβεβαίωσε την προδιαγεγραμμένη ρήξη. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε και πάλι να υπογράψει το διάταγμα, ο Παπανδρέου δήλωσε ότι επρόκειτο να υποβάλλει εγγράφως την παραίτηση της κυβέρνησης την επομένη.
Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα
Πενήντα λεπτά μετά την προφορική δήλωση Παπανδρέου και χωρίς να υπάρχει έγγραφη παραίτηση της κυβέρνησης, ορκίστηκε ο πρώτος «αποστάτης» Πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, μέλος της Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος. Επειδή η ορκωμοσία του ήταν προφανώς προαποφασισμένη και προσυνεννοημένη με τον βασιλιά, ονομάστηκε «κατεψυγμένος πρωθυπουργός». Η πρώτη κυβέρνηση αποστατών ήταν τριμελής και περιλάμβανε τον βουλευτή και απόστρατο ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα, Υπουργό Δημοσίας Τάξεως, και τον Σταύρο Κωστόπουλο, Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Τις επόμενες μέρες συμπληρώθηκαν και τα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια, όλα από βουλευτές που προέρχονταν από την Ένωση Κέντρου.
Στο μεταξύ ο Γ. Παπανδρέου είχε κηρύξει νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Στους δρόμους γίνονταν μεγάλες διαδηλώσεις οργανωμένες από την Ένωση Κέντρου και την αριστερή ΕΔΑ και συγκρούσεις με την αστυνομία. Σε μια τέτοια σύγκρουση σκοτώθηκε ο 25χρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Πέτρουλας. Στις πορείες ακούγονταν έντονα αντιβασιλικά συνθήματα με κυρίαρχο το «Δε σε θέλει ο λαός, παρ' τη μάνα σου και μπρος», ενώ χιουμοριστικό σύνθημα με αναφορά στη νεογέννητη κόρη του βασιλιά ήταν το «Αλεξία, πάρε θέση».
Η κυβέρνηση Νόβα ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης στις 4 Αυγούστου. Κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε στη Βουλή οι πιστοί στον Γ. Παπανδρέου βουλευτές φώναζαν και προπηλάκιζαν τους «αποστάτες», με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανδαιμόνιο. Υπέρ ψήφισαν οι 98 βουλευτές της ΕΡΕ, οι 8 του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και 25 αποσχισθέντες από την Ένωση Κέντρου. Αφού δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 151 ψήφους, η κυβέρνηση Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα κατέρρευσε.
Κυβέρνηση Τσιριμώκου
Μετά την παραίτηση Νόβα ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Στέφανο Στεφανόπουλο. Αυτός σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ενώσεως Κέντρου στις 9 Αυγούστου του 1965 δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την έγκριση του κόμματος. Σε ψηφοφορία που ακολούθησε από τους 139 παρόντες βουλευτές οι 113 ψήφισαν ότι μόνο κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα στήριζαν. Έτσι ο Στεφανόπουλος την άλλη μέρα κατέθεσε την εντολή στον βασιλιά χωρίς να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στις 18 Αυγούστου εντολή σχηματισμού κυβέρνησης παίρνει ο Ηλίας Τσιριμώκος. Μαζί με τους Στεφανόπουλο, Νόβα και Κ. Μητσοτάκη προσπαθεί με πιέσεις και υποσχέσεις να βρει πολιτικούς της Ε.Κ. να αναλάβουν υπουργοί. Τελικά η κυβέρνησή του ορκίζεται δύο ημέρες αργότερα. Στο μεταξύ οι ταραχές στους δρόμους συνεχίζονται. Στις 28 Αυγούστου γίνεται ψηφοφορία για την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίζεται και αυτή με ψήφους 159 κατά - 135 υπέρ. Υπέρ ψήφισαν 98 βουλευτές της ΕΡΕ και 37 βουλευτές της Ε.Κ.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Τσιριμώκο και η στήριξή του από την ΕΡΕ ήταν γεγονός απροσδόκητο για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η ΕΡΕ είχε μεν στηρίξει και την κυβέρνηση Νόβα, στην περίπτωση Τσιριμώκου όμως στήριξε έναν αριστερό πολιτικό, παλαιό μέλος της ΕΔΑ, και τον οποίο ως τότε θεωρούσε μέρος του «κομμουνιστικού κινδύνου». Λίγους μήνες πριν, όταν ο Γ. Παπανδρέου τον είχε κάνει υπουργό τον Ιανουάριο του 1965, η ΕΡΕ και κάποιοι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών είχαν επιτεθεί με σφοδρότητα εναντίον του πρωθυπουργού που είχε περιλάβει στην κυβέρνησή του ένα πρώην μέλος της «κυβέρνησης του Βουνού» (ΠΕΕΑ), ενώ οι δεξιές εφημερίδες έκαναν λόγο για «νομιμοποίηση του ΚΚΕ» και «υποδούλωση στην ΕΔΑ». Εννιά μήνες αργότερα οι ίδιοι του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ως πρωθυπουργού.
Ο δεύτερος είναι η αντιφατική συμπεριφορά του ίδιου του Τσιριμώκου. Μετά την παραίτηση Γ. Παπανδρέου είχε πάει ως αντιπρόσωπός του στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλη συγκέντρωση στις 28 Ιουλίου είχε καταγγείλει τη συμπεριφορά του βασιλιά και τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Νόβα ως «καταρράκωση του δημοσίου βίου» και απόπειρα επαναφοράς της ΕΡΕ στην κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι ο λαός την είχε καταψηφίσει. Τρεις εβδομάδες αργότερα όμως δέχθηκε ο ίδιος να σχηματίσει κυβέρνηση παρά την αντίθεση του Γ. Παπανδρέου και με τη στήριξη της ΕΡΕ.
Κυβέρνηση Στεφανόπουλου
Μετά από πολλές διαβουλεύσεις του βασιλιά με τους πολιτικούς αρχηγούς και ενώ ο Γ. Παπανδρέου επέμενε ότι η μόνη λύση ήταν ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης και η διεξαγωγή εκλογών, τελικά ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στέφανος Στεφανόπουλος, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη στήριξη της ΕΡΕ, του Κομματος των Προοδευτικών του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη και ορισμένων βουλευτών της Ε.Κ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ορισμένοι υπουργοί αποφάσισαν τελευταία στιγμή να ενδώσουν στις πιέσεις για συμμετοχή στην κυβέρνηση και από φόβο μήπως αλλάξουν γνώμη τους όρκισαν βιαστικά, άλλους αξύριστους και άλλους με τα καθημερινά τους ρούχα. Στην κυβέρνηση μετέχουν οι Τσιριμώκος και Νόβας ως αντιπρόεδροι και ο Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών.
Όταν η νέα κυβέρνηση παρουσιάστηκε στη Βουλή στις 22 Σεπτεμβρίου, στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ε.Κ. είχαν απομείνει από τους αρχικούς 171 μόνο 126 βουλευτές. Τελικά η κυβέρνηση Στεφανόπουλου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 24 Σεπτεμβρίου με 152 ψήφους υπέρ και 148 κατά.
Οι περισσότεροι «αποστάτες» βουλευτές θα ιδρύσουν δικό τους κόμμα, το «Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον» (ΦΙΔΗΚ) τον Δεκέμβριο του 1965 με αρχηγό τον Στεφανόπουλο.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα παραμείνει στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου 1966, οπότε και θα ανατραπεί ύστερα από συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου για διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και διεξαγωγή εκλογών.
Τα αίτια της κρίσης
Τα αληθινά αίτια της κρίσης είναι αρκετά και δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα πλήρως. Αφορμή για την άρνηση του βασιλιά να επιτρέψει στον Γ. Παπανδρέου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ήταν η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η οποία είχε τότε ξεσπάσει και στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου. Επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση αξιωματικών, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τους «εθνικόφρονες» συναδέλφους τους και να αλληλοπροωθηθούν σε καίριες θέσεις του στρατεύματος. Ούτε από τις ανακρίσεις ούτε από αλλού προέκυψαν ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία ούτε για την επικινδυνότητα της ομάδας ούτε για την ανάμιξη του ίδιου τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρκετοί όμως (κυρίως η αντιπολίτευση της ΕΡΕ) θεώρησαν ότι για όσο διαρκούν οι ανακρίσεις θα έπρεπε να τοποθετηθεί υπουργός Άμυνας πρόσωπο αμερόληπτο και ευρύτερης αποδοχής.
Ως κύρια αιτία φέρεται η επιθυμία του βασιλιά Κωνσταντίνου και της μητέρας του Φρειδερίκης να ελέγχουν πλήρως το στράτευμα. Άλλωστε για τον ίδιο λόγο είχαν συγκρουστεί τα ανάκτορα στο παρελθόν και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Π. Γαρουφαλιάς ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης τους και ήθελαν να έχουν λόγο στο ποιος θα τον αντικαταστήσει. Ο Γ. Παπανδρέου είχε αποδεχθεί στο παρελθόν την αξίωση αυτή μη θέλοντας να συγκρουστεί μετωπικά με τα ανάκτορα και ως τότε είχε φανεί υποχωρητικός στις απαιτήσεις τους. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είδε όμως ότι υπονομευόταν από τον Γαρουφαλιά και θεώρησε ότι, αν δικαιούται να είναι πρωθυπουργός, τότε δικαιούται να είναι και υπουργός Αμύνης. Από την αντίδραση του βασιλιά και τις οξύτατες επιστολές του φάνηκε ότι τα ανάκτορα δεν ήταν διατεθειμένα να χάσουν τον έλεγχο του στρατού, δε δίστασαν μάλιστα να δημιουργήσουν και μείζονα κρίση με βαρύτατες συνέπειες για τον σκοπό αυτόν.
Ως επιπλέον αιτία έχει προβληθεί ότι τα ανάκτορα επιδίωκαν τη διάσπαση της Ενώσεως Κέντρου. Παραστρατιωτικά κέντρα στον στρατό και στην ΚΥΠ παρουσίαζαν (για δικούς τους σκοπούς) ψευδείς εκθέσεις για έξαρση του κομμουνισμού στην ύπαιθρο και οι σύμβουλοι των ανακτόρων δυσπιστούσαν προς την Ε.Κ., η οποία ακολουθούσε μια λιγότερο αντικομμουνιστική πολιτική από την ΕΡΕ. Η διάσπαση αυτή πέτυχε με την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε σημαίνοντα στελέχη της Ε.Κ. μετά τον παραγκωνισμό του Γ. Παπανδρέου και με την εξώθηση πολλών βουλευτών να στηρίξουν και να συμμετάσχουν στις κυβερνήσεις των «αποστατών».
Μια ακόμη αιτία ενδέχεται να είναι η άνοδος της δημοτικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Α. Παπανδρέου είχε αναλάβει για πρώτη φορά υπουργός το 1964 και εξέφραζε θέσεις που τον έκαναν δημοφιλή. Κύρια θέση του ήταν η ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική των ΗΠΑ και των λοιπών δυτικών συμμάχων και ο περιορισμός της επιρροής τους στην Ελλάδα. Είναι πιθανό βλέποντας τη δημοτικότητά του να ανεβαίνει στελέχη τόσο του εσωτερικού (επίδοξοι διάδοχοι του Γ. Παπανδρέου που ένιωθαν να απειλούνται τα σχέδιά τους, όπως ο Κ. Μητσοτάκης) όσο και του εξωτερικού (Αμερικανοί αξιωματούχοι) να επιθυμούσαν με την κρίση αυτή να ανακόψουν την πορεία του. Ο Α. Παπανδρέου είχε διαφοροποιηθεί κατ'επανάληψιν από τις μετριοπαθείς θέσεις του πατέρα του απέναντι στους Αμερικανούς και στο παλάτι, γεγονός που είχει ανησυχήσει τους πρώτους. Πίστευαν ότι παρέσυρε τον πατέρα του σε συγκρούσεις με τον στρατό και το παλάτι για να προωθήσει προσωπικές του φιλοδοξίες. Κατά τη διάρκεια των ταραχών που ακολούθησαν την αποπομπή του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία οι Αμερικανοί διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι ο Α. Παπανδρέου είχε έλθει σε συνεννόηση με την αριστερή ΕΔΑ, κάτι που ανησυχούσε ιδιαίτερα το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Εξάλλου ο Κ. Μητσοτάκης είχε ενεργό ρόλο στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό και τη στήριξη των κυβερνήσεων των «αποστατών», στον οποίο ενισχυόταν και από τον φίλο του εκδότη της «Ελευθερίας», της μεγαλύτερης κεντρώας εφημερίδας της εποχής, Πάνο Κόκκα. Σε συζητήσεις με αμερικανούς διπλωμάτες λίγο πριν τα γεγονότα του Ιουλίου ο Κ. Μητσοτάκης είχε εκφράσει την άποψη ότι ο Α. Παπανδρέου ήταν η κύρια πηγή των προβλημάτων της Ε.Κ. και ότι θα έπρεπε να απομακρυνθεί τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την Ελλάδα.
Τα ηγετικά στελέχη των κυβερνήσεων της «αποστασίας» υποστήριξαν ότι κίνητρό τους ήταν η διατήρηση της πολιτειακής ομαλότητας και η αποτροπή κινδύνου πραξικοπήματος. Αποχωρώντας από την Ε.Κ. ο Τσιριμώκος είχε κατηγορήσει τον Γ. Παπανδρέου ότι είχε ταυτίσει τη δημοκρατία με τον εαυτό του, ενώ πριν ακόμη λάβει διαστάσεις η κρίση τόσο αυτός όσο και ο Κ. Μητσοτάκης είχαν προσπαθήσει μάταια να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου να υποχωρήσει στις αξιώσεις των ανακτόρων και να μην παραιτηθεί.
Οι συνέπειες της κρίσης
Η πρώτη συνέπεια της «αποστασίας» ήταν η πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε. Το μεγαλύτερο κόμμα, η Ένωσις Κέντρου, διασπάστηκε και βασικά στελέχη της αποχώρησαν. Έτσι το κόμμα που στις εκλογές του 1964 είχε λάβει 52% των ψήφων βρέθηκε στην αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση ήταν πλέον ουσιαστικά όργανο του βασιλιά. Με τον τρόπο αυτόν παραβιάστηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η πιο σημαντική συνέπεια όμως ήταν η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών και η εξουδετέρωση της άμυνας του συστήματος απέναντι σε πολιτειακές εκτροπές. Αυτή η απαξίωση και η άμβλυνση των μηχανισμών άμυνας εξέθρεψαν και επέτρεψαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Αφ'ενός για να πειστούν οι βουλευτές της Ε.Κ. να αποχωρήσουν χρησιμοποιήθηκαν ταπεινά δολώματα. Προσφέρθηκαν υπουργικοί θώκοι σε πολιτικούς ήσσονος σημασίας για να στηρίξουν τις κυβερνήσεις, έτσι ώστε δημιουργήθηκε η εντύπωση πως όποιος βουλευτής αποχωρούσε από την Ε.Κ. λάμβανε αυτόματα και υπουργείο. Παράλληλα υπήρξαν και καταγγελίες για χρηματισμό και εξαγορά ψήφων. O Παν. Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ, που είχε στηρίξει την Αποστασία και τις βασιλικές επιλογές, σε υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο 1966, σχολιάζοντας την στάση των αποστατών της ΕΚ, σημείωσε ότι εκ των υστέρων πληροφορήθηκε ορισμένες λεπτομέρειες της κρίσης:
«Το χειρότερον ... είναι ότι η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών... έγινε με εξαγοράν συνειδήσεων... με τον υπουργικόν θώκον ή και με άλλα ακατονόμαστα μέσα ...».
Συνέπεια αυτού ήταν η μείωση της εμπιστοσύνης του κόσμου στη δημοκρατία, αφού έβλεπε ότι οι πολιτικοί ήταν διατεθειμένοι να αλλάζουν γνώμη και στρατόπεδο εν μιά νυκτί προκειμένου να εξασφαλίσουν υλικά ανταλλάγματα.
Αφ' ετέρου με την επιμονή του βασιλιά να ελέγχει το στράτευμα και με την αναταραχή που δημιουργήθηκε λόγω αυτής τελικά αφέθηκαν να δρουν ανεξέλεγκτα οι παραστρατιωτικές ομάδες με κυριότερη αυτήν του τότε αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλου, κατοπινού δικτάτορα. Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων αλλά και τα ανάκτορα φέρθηκαν κοντόφθαλμα και στάθηκαν ανίκανοι να προβλέψουν τους κινδύνους από αυτήν την πολιτειακή κρίση. Μόνος ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού είχε προειδοποιήσει κατ' επανάληψιν από το βήμα της Βουλής για την επικινδυνότητα της κατάστασης, για «απαρχή εφαρμογής σχεδίου προς προπαρασκευήν του εδάφους δι' ανωμάλους λύσεις» και είχε διερωτηθεί με αφορμή το «Σαμποτάζ του Έβρου», που οργανώθηκε τον Ιούνιο του 1965 ως προβοκάτσια εις βάρος των κομμουνιστών από τον Παπαδόπουλο, «πώς ... είναι δυνατόν ... να ξαναεγκαθιδρυθεί το βασίλειον του φόβου εις αυτόν τον τόπον επί τη βάσει οιασδήποτε αυθαιρέτου, κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου;».
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
Στις 21 Απριλίου του 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, και συμμετοχή του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα.
Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού.
Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top