Πράγματι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκλεισε χρόνο και άρχισε να επιβεβαιώνεται, με τρόπο που συνδέει τις δυο «κατάρες».
Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Πρώτα λίγη ιστορία. Τον Σεπτέμβριο του 1993 αποδείχθηκε ότι η πολιτική εκδικείται: ο Πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης ανατράπηκε από έναν υπουργό του, με τον ίδιο τρόπο που είχε ανατρέψει ο ίδιος το 1965 τον λαοπρόβλητο Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου: με αποστασία.
Για τον ίδιο, ο μέχρι τότε ευνοούμενός του, Αντώνης Σαμαράς, στράφηκε εναντίον του υποκινούμενος από «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Ωστόσο, η κομματική βάση της ΝΔ δεν είχε την ίδια εντύπωση: το 2009 επιβράβευσε τον «διαπλεκόμενο» Σαμαρά και τον προτίμησε για την ηγεσία από την Ντόρα Μπακογιάννη, που εκπαιδευόταν για χρόνια, ως διάδοχος του πατέρα της.
Η συνέχεια ήταν χειρότερη: ο γιος του Μητσοτάκη συνθηκολόγησε με τον οικογενειακό εχθρό, έγινε υπουργός του - αντί της Ντόρας που είχε μεγαλύτερο πολιτικό εκτόπισμα - και με την υποστήριξη του Σαμαρά πήρε και την ηγεσία της ΝΔ. Το πρώτο που έκανε ήταν να υπογράψει προσωπικά το πολιτικό τέλος της αδελφής του, με την πρώιμη ανακοίνωση ότι «δεν θα είναι υπουργός του αν πάρει την Πρωθυπουργία» - όπως και συνέβη.
Η ιστορία έπαιρνε διαστάσεις οικογενειακής σαπουνόπερας, με ακραίο τρόπο - και συνεχίσθηκε με την πρόσφατη εξουδετέρωση και του γιου της Μπακογιάννη.
Υιός του πατρός στην πολιτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε από νωρίς ότι αντιλαμβάνεται την άσκηση εξουσίας ως κληρονομικό δικαίωμα - το οποίο όμως υποστήριξε με επαγγελματικό τρόπο. Μίσθωσε έναν από τους καλυτέρους Αμερικανούς του πολιτικού μάρκετινγκ - ειδικευμένο στην «αρνητική διαφήμιση», ή άλλως: φαιά προπαγάνδα - έκανε συμφωνίες με τους ισχυρούς των ΜΜΕ και του χρήματος και εξουδετέρωσε όλα τα ενδοκομματικά συστήματα που θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν.
Η ανάδειξή του στην πρωθυπουργία το 2019, βασίσθηκε και σε παρασκηνιακές συναλλαγές με την ακροδεξιά, σε εκπροσώπους της οποίας έδωσε ρόλους και χώρο. Το ίδιο έκανε με αποτυχημένους και αποσυνάγωγους του - Σημιτικού - ΠΑΣΟΚ, που βρέθηκαν στην αυλή του.
Ενισχύθηκε επίσης με τις μεθόδους διακυβέρνησης που άσκησε: από την παρακολούθηση πολιτικών αντίπαλων, δημοσιογράφων και… συνεργατών του και την εξαγορά συνειδήσεων, μέχρι τη διαχείριση της άρσης των δημοσιονομικών περιορισμών λόγω πανδημίας και των κοινοτικών κονδυλίων του Συμφώνου Ανασυγκρότησης.
Η - πολύ ευκολότερη από όσο μπορούσε κανείς να φανταστεί - επανεκλογή του το 2023, που υποβοηθήθηκε πέραν των μεθόδων του και από την εντελώς λανθασμένη συμπεριφορά των αντίπαλων του - δίχασε τους πολιτικούς παρατηρητές. Ο – πράγματι - «χειρότερος Πρωθυπουργός από τη Μεταπολίτευση», όχι μόνο δεν είχε πολιτικό κόστος, αλλά ενισχύθηκε.
Οι μισοί διέγνωσαν εδραίωση της επικυριαρχίας του για πολλά χρόνια ακόμη - χωρίς αντίπαλο, όπως και ο ίδιος φρόντισε να συμβεί - εντός και εκτός του κόμματος. Οι άλλοι μισοί όμως μίλησαν για την «κατάρα της δεύτερής τετραετίας».
Όλοι οι Πρωθυπουργοί από το 1981, που κατάφεραν να επανεκλέγουν, είχαν άσχημο τέλος και ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Πολύ περισσότερο όταν, παρ’ ό,τι αναδείχθηκε πρόεδρος της ΝΔ και Πρωθυπουργός, δεν θεωρείται λαϊκός ηγέτης.
Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη, η επανεκλογή του ήταν η… τιμωρία του! Πράγματι, δεν έκλεισε χρόνο και άρχισε να επιβεβαιώνεται, με τρόπο που συνδέει τις δυο «κατάρες». Παρ’ ό,τι εξακολουθεί να μην έχει υπολογισμούς αντίπαλους, στο κόμμα του ή στην αντιπολίτευση, άρχισε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.
Με τον ίδιο τρόπο που το είχε εξασφαλίσει: τις σχέσεις του με μιντιακούς και οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα δημόσια πράγματα τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες - και δεν κατάφεραν να τους αναχαιτίσουν οι τρεις Πρωθυπουργοί που επιχείρησαν να χειραφετήσουν την πολιτική από την επιρροή τους: Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Καραμανλής, Αλέξης Τσίπρας.
Αν αυτοί ηττήθηκαν στο τέλος, επειδή δεν συνθηκολόγησαν με όσους θέλουν να ελέγχουν το δημόσιο βίο με την ισχύ του χρήματος και των ΜΜΕ, ο Μητσοτάκης ηττάται για τους αντίθετους λόγους: επειδή συμπορευόμενος μαζί τους, κατέστη όμηρός τους - και όχι το αντίθετο όπως νόμιζε.
Και άλλες φορές στο παρελθόν υπήρξαν τριβές του - διαπραγματευτικού Τύπου - με τους κύκλους που ο νεότερος Καραμανλής ονόμαζε «νταβατζηδες» - και το έδειξε ο ίδιος με δημόσιους υπαινιγμούς του. Πάντα όμως έβρισκαν τρόπο συνθηκολόγησης, με βάση το αμοιβαίο συμφέρον που συνδύαζε την πολιτική εξουσία με την επιλεκτική διάθεση των πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα κοινοτικά ταμεία.
Μόλις δέκα μήνες από τη θριαμβευτική επανεκλογή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε δύσκολη θέση: από τη μια θεωρείται αποτυχημένος σε βασικούς τομείς και από την άλλη έρχεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που ο ίδιος ονομάζει «συνομωσία» και «αποσταθεροποίηση». Κοντολογίς, αντιλαμβάνεται ότι οι φίλοι έγιναν εχθροί και οι υποστηρικτές είναι αντίπαλοι.
Έτσι το μέλλον του σκοτεινιάζει - και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ούτε καν κάτι σαν το «ριμέικ» του 1993, που αποκαθήλωσε τον πατέρα του: πριν έλθει αντιμέτωπος με τους ψηφοφόρους, έρχεται με τους «χορηγούς» του.
Δεν είναι ορατό αν θα είναι πάλι ο Αντώνης Σαμαράς αυτός που θα αναλάβει να βάλει την κυβερνώσα οικογένεια στη θέση της - όπως το έκανε με τον παλαιότερο Μητσοτάκη -, ή αν θα πάρει άλλος τη θέση του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός χάνει τον έλεγχο των εξελίξεων και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αμαρτίες του. Το σύστημα που τον ανέδειξε, απειλεί να τον καταπιεί...
Ακόμη και αν η αμφιλεγόμενη - ως ενέργεια που τον ενισχύει - πρόταση μομφής, του εξασφαλίσει προσωρινή κοινοβουλευτική συσπείρωση, πολύ σύντομα το «τζίνι» θα βγει οριστικά από το μπουκάλι και θα είναι πιο επιθετικό.
Άλλωστε και ένας άλλος κληρονόμος εγκατέλειψε την πρωθυπουργία, μόλις 48 ώρες από τότε που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ: πρώτα τον ψήφισε και μετά τον έστειλε άκλαυτο, χωρίς να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Η κρίση στις σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Συγκροτήματος Μαρινάκη, που ήταν ο πιο ουσιαστικός πυλώνας του στο μιντιακό χώρο, προοιωνίζεται εξελίξεις. Αν θα πάρουν τη μορφή που είχαν το 1993 με τον Κώστα Μητσοτάκη, ή τη φόρα που πήραν το 2011 με τον Γ. Παπανδρέου, είναι ακόμη δύσκολο να προσδιοριστεί.
Σε κάθε περίπτωση πάντως το αστέρι του πιο απίθανου Πρωθυπουργού της χώρας από τη Μεταπολίτευση πάει προς τη δύση του. Για να κρατηθεί χρειάζεται την ανοχή του λαϊκού παράγοντα, ή την υποστήριξη των ΜΜΕ και της κρατικοδίαιτης ομάδας της ολιγαρχίας. Όλα δείχνουν ότι τα χάνει και τα δυο και ο θρίαμβος εξελίσσεται σε τραγωδία.
Ακόμη και αν η συντηρητική παράταξη καταφέρει να μείνει στην εξουσία, με την παρούσα Βουλή, η επένδυσή της στην οικογένεια Μητσοτάκη, λήγει για δεύτερη φορά...
Πρώτα λίγη ιστορία. Τον Σεπτέμβριο του 1993 αποδείχθηκε ότι η πολιτική εκδικείται: ο Πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης ανατράπηκε από έναν υπουργό του, με τον ίδιο τρόπο που είχε ανατρέψει ο ίδιος το 1965 τον λαοπρόβλητο Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου: με αποστασία.
Για τον ίδιο, ο μέχρι τότε ευνοούμενός του, Αντώνης Σαμαράς, στράφηκε εναντίον του υποκινούμενος από «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Ωστόσο, η κομματική βάση της ΝΔ δεν είχε την ίδια εντύπωση: το 2009 επιβράβευσε τον «διαπλεκόμενο» Σαμαρά και τον προτίμησε για την ηγεσία από την Ντόρα Μπακογιάννη, που εκπαιδευόταν για χρόνια, ως διάδοχος του πατέρα της.
Η συνέχεια ήταν χειρότερη: ο γιος του Μητσοτάκη συνθηκολόγησε με τον οικογενειακό εχθρό, έγινε υπουργός του - αντί της Ντόρας που είχε μεγαλύτερο πολιτικό εκτόπισμα - και με την υποστήριξη του Σαμαρά πήρε και την ηγεσία της ΝΔ. Το πρώτο που έκανε ήταν να υπογράψει προσωπικά το πολιτικό τέλος της αδελφής του, με την πρώιμη ανακοίνωση ότι «δεν θα είναι υπουργός του αν πάρει την Πρωθυπουργία» - όπως και συνέβη.
Η ιστορία έπαιρνε διαστάσεις οικογενειακής σαπουνόπερας, με ακραίο τρόπο - και συνεχίσθηκε με την πρόσφατη εξουδετέρωση και του γιου της Μπακογιάννη.
Υιός του πατρός στην πολιτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε από νωρίς ότι αντιλαμβάνεται την άσκηση εξουσίας ως κληρονομικό δικαίωμα - το οποίο όμως υποστήριξε με επαγγελματικό τρόπο. Μίσθωσε έναν από τους καλυτέρους Αμερικανούς του πολιτικού μάρκετινγκ - ειδικευμένο στην «αρνητική διαφήμιση», ή άλλως: φαιά προπαγάνδα - έκανε συμφωνίες με τους ισχυρούς των ΜΜΕ και του χρήματος και εξουδετέρωσε όλα τα ενδοκομματικά συστήματα που θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν.
Η ανάδειξή του στην πρωθυπουργία το 2019, βασίσθηκε και σε παρασκηνιακές συναλλαγές με την ακροδεξιά, σε εκπροσώπους της οποίας έδωσε ρόλους και χώρο. Το ίδιο έκανε με αποτυχημένους και αποσυνάγωγους του - Σημιτικού - ΠΑΣΟΚ, που βρέθηκαν στην αυλή του.
Ενισχύθηκε επίσης με τις μεθόδους διακυβέρνησης που άσκησε: από την παρακολούθηση πολιτικών αντίπαλων, δημοσιογράφων και… συνεργατών του και την εξαγορά συνειδήσεων, μέχρι τη διαχείριση της άρσης των δημοσιονομικών περιορισμών λόγω πανδημίας και των κοινοτικών κονδυλίων του Συμφώνου Ανασυγκρότησης.
Η - πολύ ευκολότερη από όσο μπορούσε κανείς να φανταστεί - επανεκλογή του το 2023, που υποβοηθήθηκε πέραν των μεθόδων του και από την εντελώς λανθασμένη συμπεριφορά των αντίπαλων του - δίχασε τους πολιτικούς παρατηρητές. Ο – πράγματι - «χειρότερος Πρωθυπουργός από τη Μεταπολίτευση», όχι μόνο δεν είχε πολιτικό κόστος, αλλά ενισχύθηκε.
Οι μισοί διέγνωσαν εδραίωση της επικυριαρχίας του για πολλά χρόνια ακόμη - χωρίς αντίπαλο, όπως και ο ίδιος φρόντισε να συμβεί - εντός και εκτός του κόμματος. Οι άλλοι μισοί όμως μίλησαν για την «κατάρα της δεύτερής τετραετίας».
Όλοι οι Πρωθυπουργοί από το 1981, που κατάφεραν να επανεκλέγουν, είχαν άσχημο τέλος και ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Πολύ περισσότερο όταν, παρ’ ό,τι αναδείχθηκε πρόεδρος της ΝΔ και Πρωθυπουργός, δεν θεωρείται λαϊκός ηγέτης.
Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη, η επανεκλογή του ήταν η… τιμωρία του! Πράγματι, δεν έκλεισε χρόνο και άρχισε να επιβεβαιώνεται, με τρόπο που συνδέει τις δυο «κατάρες». Παρ’ ό,τι εξακολουθεί να μην έχει υπολογισμούς αντίπαλους, στο κόμμα του ή στην αντιπολίτευση, άρχισε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.
Με τον ίδιο τρόπο που το είχε εξασφαλίσει: τις σχέσεις του με μιντιακούς και οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα δημόσια πράγματα τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες - και δεν κατάφεραν να τους αναχαιτίσουν οι τρεις Πρωθυπουργοί που επιχείρησαν να χειραφετήσουν την πολιτική από την επιρροή τους: Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Καραμανλής, Αλέξης Τσίπρας.
Αν αυτοί ηττήθηκαν στο τέλος, επειδή δεν συνθηκολόγησαν με όσους θέλουν να ελέγχουν το δημόσιο βίο με την ισχύ του χρήματος και των ΜΜΕ, ο Μητσοτάκης ηττάται για τους αντίθετους λόγους: επειδή συμπορευόμενος μαζί τους, κατέστη όμηρός τους - και όχι το αντίθετο όπως νόμιζε.
Και άλλες φορές στο παρελθόν υπήρξαν τριβές του - διαπραγματευτικού Τύπου - με τους κύκλους που ο νεότερος Καραμανλής ονόμαζε «νταβατζηδες» - και το έδειξε ο ίδιος με δημόσιους υπαινιγμούς του. Πάντα όμως έβρισκαν τρόπο συνθηκολόγησης, με βάση το αμοιβαίο συμφέρον που συνδύαζε την πολιτική εξουσία με την επιλεκτική διάθεση των πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα κοινοτικά ταμεία.
Μόλις δέκα μήνες από τη θριαμβευτική επανεκλογή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε δύσκολη θέση: από τη μια θεωρείται αποτυχημένος σε βασικούς τομείς και από την άλλη έρχεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που ο ίδιος ονομάζει «συνομωσία» και «αποσταθεροποίηση». Κοντολογίς, αντιλαμβάνεται ότι οι φίλοι έγιναν εχθροί και οι υποστηρικτές είναι αντίπαλοι.
Έτσι το μέλλον του σκοτεινιάζει - και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ούτε καν κάτι σαν το «ριμέικ» του 1993, που αποκαθήλωσε τον πατέρα του: πριν έλθει αντιμέτωπος με τους ψηφοφόρους, έρχεται με τους «χορηγούς» του.
Δεν είναι ορατό αν θα είναι πάλι ο Αντώνης Σαμαράς αυτός που θα αναλάβει να βάλει την κυβερνώσα οικογένεια στη θέση της - όπως το έκανε με τον παλαιότερο Μητσοτάκη -, ή αν θα πάρει άλλος τη θέση του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός χάνει τον έλεγχο των εξελίξεων και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αμαρτίες του. Το σύστημα που τον ανέδειξε, απειλεί να τον καταπιεί...
Ακόμη και αν η αμφιλεγόμενη - ως ενέργεια που τον ενισχύει - πρόταση μομφής, του εξασφαλίσει προσωρινή κοινοβουλευτική συσπείρωση, πολύ σύντομα το «τζίνι» θα βγει οριστικά από το μπουκάλι και θα είναι πιο επιθετικό.
Άλλωστε και ένας άλλος κληρονόμος εγκατέλειψε την πρωθυπουργία, μόλις 48 ώρες από τότε που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ: πρώτα τον ψήφισε και μετά τον έστειλε άκλαυτο, χωρίς να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Η κρίση στις σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Συγκροτήματος Μαρινάκη, που ήταν ο πιο ουσιαστικός πυλώνας του στο μιντιακό χώρο, προοιωνίζεται εξελίξεις. Αν θα πάρουν τη μορφή που είχαν το 1993 με τον Κώστα Μητσοτάκη, ή τη φόρα που πήραν το 2011 με τον Γ. Παπανδρέου, είναι ακόμη δύσκολο να προσδιοριστεί.
Σε κάθε περίπτωση πάντως το αστέρι του πιο απίθανου Πρωθυπουργού της χώρας από τη Μεταπολίτευση πάει προς τη δύση του. Για να κρατηθεί χρειάζεται την ανοχή του λαϊκού παράγοντα, ή την υποστήριξη των ΜΜΕ και της κρατικοδίαιτης ομάδας της ολιγαρχίας. Όλα δείχνουν ότι τα χάνει και τα δυο και ο θρίαμβος εξελίσσεται σε τραγωδία.
Ακόμη και αν η συντηρητική παράταξη καταφέρει να μείνει στην εξουσία, με την παρούσα Βουλή, η επένδυσή της στην οικογένεια Μητσοτάκη, λήγει για δεύτερη φορά...
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου