Λυγερός Σταύρος
Η πολεμική ρητορική του καθεστώτος Ερντογάν τους τελευταίους μήνες έχει επαναφέρει με ένταση το ερώτημα εάν σχεδιάζει να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, προσδοκώντας μία “εύκολη νίκη”, η οποία θα τον βοηθήσει να ενισχύσει την υποψηφιότητά του εν όψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Ιουνίου. Η τροφοδότηση του επεκτατικού πυρετού φέρνει ψήφους, επειδή στην Τουρκία ο ακραίος εθνικισμός κυριαρχεί. Για την ακρίβεια είναι και η μόνη διέξοδος του Ερντογάν, αφού δεν μπορεί να ανασχέσει την οικονομική κρίση που πλήττει τα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία και αποτελούν τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του.
Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας έχει αναμφίβολα αυτόν τον συγκυριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι υπηρετεί τις εκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν. Εάν, όμως, μείνουμε μόνο σ’ αυτή τη διάσταση, εάν βλέπουμε μόνο τα δένδρα θα έχουμε χάσει την εικόνα του δάσους. Και το δάσος είναι η ποιοτική αναβάθμιση της πάγιας επεκτατικής πίεσης που η Άγκυρα ασκεί στην Ελλάδα, η οποία ιστορικά ακολουθεί ανοδική τροχιά, αλλά στην παρούσα περίοδο συνδέεται και με ειδικούς γεωστρατηγικούς λόγους.
Η πολεμική ρητορική, στην οποία επιδίδεται η Άγκυρα και την οποία συνοδεύει και με επιθετικές πράξεις, υπηρετεί ταυτοχρόνως και τις συγκυριακές προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν και τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος έχει στρατηγικό στόχο να κάμψει την Ελλάδα, να συρρικνώσει το γεωπολιτικό της μέγεθος και ρόλο. Είναι επιδερμική και επικίνδυνη ανάγνωση η θεωρία που κυκλοφορεί ευρέως στην Αθήνα ότι οι τουρκικές προκλήσεις της τελευταίας περιόδου δεν είναι τίποτα περισσότερο από ακίνδυνα πυροτεχνήματα για προεκλογική χρήση.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το κρίσιμο ερώτημα εάν θα υπάρξει ελληνοτουρκική σύγκρουση δεν επιδέχεται κατηγορηματική απάντηση. Θα ήταν εξίσου επιπόλαιο να διαβεβαιώσουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση σύγκρουση και πως πρόκειται για ερντογανικά πυροτεχνήματα, όπως και το αντίθετο ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναλύσουμε τους παράγοντες που ωθούν προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση.
Φλερτ με θερμό επεισόδιο
Ο εναγκαλισμός του Ερντογάν με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί αναμφίβολα τον ωθεί προς ένα στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Το ίδιο και η προεκλογική ανάγκη του για μία “εύκολη νίκη” επί της Ελλάδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα κάνει τα πάντα για να επανεκλεγεί. Έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός. Υπενθυμίζουμε ότι το 2015, για να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν δίστασε να ξαναστήσει κάλπες σε μερικούς μήνες, αφού προηγουμένως είχε τινάξει στον αέρα την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους και είχε προκαλέσει με προβοκάτσια αιματοκύλισμα.
Υπάρχουν, όμως, και πρόσθετοι λόγοι που τον ωθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Ο ένας είναι πως στην Άγκυρα θεωρούν πως αυτή η περίοδος συνιστά ένα “παράθυρο στρατιωτικής ευκαιρίας”, το οποίο θα κλείσει όταν η Ελλάδα θα παραλάβει και τα νέα Rafale και τα αναβαθμισμένα F-16 και βεβαίως τις φρεγάτες Belharra. Αυτά τα οπλικά συστήματα αναπόφευκτα θα προσφέρουν αυξημένη αυτοπεποίθηση στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και στον ελληνικό λαό, γεγονός που δεν θα επιτρέπει να εφαρμόζεται με την ίδια ευκολία η πολιτική του κατευνασμού μέσω υποχωρήσεων, στην οποία έχει εθιστεί εδώ και πολλά χρόνια το πολιτικό μας σύστημα.
Αν και ο τουρκικός στρατός έχει ένα σαφές πλεονέκτημα σε οπλικά συστήματα όπως τα drones και οι πύραυλοι, υστερεί αισθητά στην Αεροπορία. Δεν είναι, ωστόσο, αυτός ο κύριος λόγος που ο Ερντογάν δεν θέλει επουδενί πόλεμο με την Ελλάδα. Μπορεί να κλιμακώσει τις επεκτατικές πιέσεις του, μπορεί να απειλεί πως “θα μας έρθει νύχτα”, αλλά –παρά την αλαζονεία και τον τυχοδιωκτισμό του– έχει και ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης.
Κατανοεί πως ένας πόλεμος με την Ελλάδα θα είναι αμοιβαία καταστροφικός και με αβέβαιη κατάληξη. Όχι μόνο, επειδή έστω και με τα δόντια υπάρχει μία ισορροπία δυνάμεων, αλλά και επειδή η διεθνής κατάσταση δεν επιτρέπει ασφαλή πρόβλεψη για το πως θα αντιδράσει η Δύση και ειδικότερα οι Αμερικανοί. Στην Ουάσινγκτον κάνουν υπομονή μέχρι τις εκλογές, προσδοκώντας να ξεφορτωθούν τον Ερντογάν μέσω των εκλογών. Όχι μόνο δεν έχουν συμφέρον από μία ελληνική ταπείνωση, που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σχεδόν σε επανεκλογή του Ερντογάν, αλλά και μία τέτοια εξέλιξη τους χαλάει τα σχέδια.
Παράμετρος αβεβαιότητας
Προφανώς, οι Αμερικανοί δεν θα έλθουν να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων. Ισχυρίζομαι, όμως, πως εάν τα πράγματα –παρά τις διπλωματικές προσπάθειές τους– οδηγηθούν σε στρατιωτική σύγκρουση, θα βρεθούν σε δίλημμα, το οποίο αφορά τα συμφέροντά τους κι όχι την ακεραιότητα της Ελλάδας. Και μόνο το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον θα βρεθεί σε δίλημμα και θα πρέπει να αποφασίσει πως θα αντιδράσει, συνιστά παράμετρο αβεβαιότητας, την οποία η Άγκυρα δεν μπορεί να παραβλέψει.
Το ενδεχόμενο οι Αμερικανοί να βάλουν κάποιες “τρικλοποδιές” στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της σύρραξης για να παρεμποδίσουν μία νίκη της, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία και από την ορθολογική εκτίμηση, είναι ότι ο ίδιος ο Ερντογάν θεωρεί –και το λέει δημοσίως– ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την Ελλάδα για να πλήξουν την Τουρκία, εννοώντας ότι επιδιώκουν να τον οδηγήσουν σε ήττα για να τον ανατρέψουν.
Το γεγονός ότι αυτή την περίοδο εξελίσσεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο Ερντογάν τηρεί τη γνωστή στάση, επηρεάζει το ελληνοτουρκικό μέτωπο, αλλά με αντιφατικό τρόπο. Στο ηθικό και πολιτικό επίπεδο, παρά τη δεδομένη δυτική υποκρισία, δεν είναι δυνατόν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι να τηρήσουν στάση Ποντίου Πιλάτου, ή να περιοριστούν σε νερόβραστες διπλωματικές αντιδράσεις, όταν για την Ουκρανία όχι μόνο διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, αλλά και κάνουν τα πάντα για να την υποστηρίξουν. Προφανώς, η Ρωσία είναι ο δικός τους αντίπαλος, ενώ η Τουρκία βρίσκεται σε μία επαμφοτερίζουσα θέση. Παρόλα αυτά οι συγκρίσεις θα γίνουν. Εάν αυτό το στοιχείο συνδυαστεί με την προαναφερθείσα προσδοκία τους για την απομάκρυνση του Ερντογάν από την εξουσία, καθίσταται σαφές πως η αβεβαιότητα για την Άγκυρα πολλαπλασιάζεται.
Ο Ερντογάν και οι αξιωματικοί
Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί στην Άγκυρα να “αναγνωστεί” και σαν δική τους ευκαιρία. Δεδομένου ότι ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει μία άτυπη στρατηγική σχέση με τον Πούτιν κι ότι φλερτάρει εμπράκτως με τον ευρασιατικό προσανατολισμό, δεν αποκλείεται να θεωρήσει πως τελικώς οι ΗΠΑ θα ανεχθούν ένα χαμηλής έντασης τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, ένα θερμό επεισόδιο. Κι αυτό, επειδή εμπλέκονται σε πρωτοφανή βαθμό στην Ουκρανία και ως εκ τούτου δεν θα έχουν την πολυτέλεια να λάβουν πρακτικά μέτρα εναντίον της Τουρκίας, την οποία και βεβαίως δεν θέλουν να χάσουν οριστικά.
Εκτός από την αβεβαιότητα που υπάρχει για τον τρόπο που θα αντιδράσει η Δύση, υφίστανται και εσωτερικοί λόγοι που υποχρεώνουν τον Ερντογάν να μην θέλει πόλεμο, αλλά να ερωτοτροπεί με ένα θερμό επεισόδιο. Δεν είναι μόνο η τουρκική στρατιωτική εμπλοκή σε Συρία και Λιβύη. Είναι κυρίως το γεγονός ότι το κύμα διώξεων Τούρκων αξιωματικών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 έχει πλήξει καίρια όχι μόνο το ηθικό, αλλά και το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η μαζική απομάκρυνση 250-300 έμπειρων πιλότων δημιούργησε μεγάλο κενό, το οποίο προσπαθούν να καλύψουν με διάφορους τρόπους, αλλά και όπου το κατάφεραν το ποιοτικό αποτέλεσμα είναι πολύ μικρό.
Παρά τις μαζικές εκκαθαρίσεις, ο Ερντογάν έχει μία εγγενή δυσπιστία για το σώμα των αξιωματικών, ακόμα και για δικές του επιλογές. Επειδή σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την Ελλάδα οι στρατηγοί εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν αυτονομία κινήσεων, φοβάται ότι μπορούν να την χρησιμοποιήσουν για να τον ανατρέψουν. Δεν έχει ξεχάσει την υπόθεση “Βαριοπούλα” την δεκαετία του 2000. Υπενθυμίζουμε πως τότε το κεμαλικό “βαθύ κράτος” είχε συνωμοτήσει για να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για να ανατρέψει τη νεοοθωμανική κυβέρνηση.
Οι τρεις Τουρκίες
Τέλος, υπάρχει και ο βαθύτατος διχασμός της τουρκικής κοινωνίας. Όχι μόνο μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, αλλά και στους κόλπους του τουρκικού έθνους. Αν και συνολικά η τουρκική εθνότητα διανύει περίοδο εθνικιστικού-επεκτατικού πυρετού, οι εσωτερικές αντιθέσεις όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια την κοινωνία έχουν παροξυνθεί. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν “τρεις Τουρκίες”:Πρώτη, η νεοοθωμανική που εκφράζει τη “βαθιά ισλαμική Τουρκία”, στην οποία έχει επικρατήσει ο Ερντογάν μετά τον “εμφύλιο πόλεμο” με το δίκτυο Γκιουλέν.
Δεύτερη, η δυτικότροπη Τουρκία των δυτικών παραλίων, η οποία ναι μεν είναι μεγάλη κοινωνική μειονότητα, αλλά από κοινού με την πολυπληθή αλλά παραδοσιακά καταπιεσμένη κοινότητα των Αλεβιτών, συγκροτούν ένα δυνάμει ισχυρό πολιτικό-εκλογικό μέτωπο εναντίον του Ερντογάν.
Τρίτη, η κουρδική κοινότητα των 20-25 εκατομμυρίων, η οποία έχει αναδείξει το δικό της κόμμα το τρίτο σε εκλογικό μέγεθος. Μετά από 35 και χρόνια αντάρτικου, διώξεων και άγριας καταστολής, η επιχείρηση αφωμείωσης των Κούρδων στην τουρκική εθνότητα έχει αποτύχει ολοσχερώς. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ακόμα και οι Κούρδοι που δεν ακολουθούν το ΡΚΚ, ή και ψηφίζουν το κόμμα του Ερντογάν, έχουν πλέον –και το λένε– κουρδική συνείδηση.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης ελληνοτουρκικής σύρραξης μάλλον δεν είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου, ενώ το θερμό επεισόδιο είναι. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει να χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως έκαναν και οι κεμαλικοί. Είναι, άλλωστε, κοινή η πεποίθηση στην Άγκυρα πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι απρόθυμο να αντιδράσει δυναμικά.
Έτσι φθάσαμε να επινοήσουμε τον όρο “θερμό επεισόδιο”, ο οποίος δεν υφίσταται διεθνώς. Όσο ο Ερντογάν πείθεται πως η Αθήνα θα αντιδράσει διπλωματικά ή σε στρατιωτικό επίπεδο “σημειακά”, τόσο μεγαλώνει ο πειρασμός του να προχωρήσει σε έναν περιορισμένο στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, με σκοπό να επιτύχει την περιβόητη “εύκολη νίκη”. Γιατί εάν οι Τούρκοι επιλέξουν τον τόπο και τον χρόνο θα έχουν αναπόφευκτα και το πλεονέκτημα.
Ευρισκόμενη απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η Ελλάδα έχει τρόπο να αποτρέψει έναν τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Πώς;Πρώτον, εφαρμόζοντας “άμυνα ζώνης”, με την έννοια ότι θα πρέπει να αποφεύγει στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο κινήσεις που θα δώσουν την ευκαιρία για τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό.
Δεύτερον και σημαντικότερο, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να καταστήσει επισήμως σαφές ότι εάν οι Τούρκοι επιχειρήσουν οποιοδήποτε τετελεσμένο σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας, αλλά και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, δεν θα προκληθεί απλώς θερμό επεισόδιο. Η απάντηση δεν θα είναι “σημειακή”, δηλαδή περιορισμένη τοπικά, αλλά θα είναι γενικά αντίποινα, τα οποία πιθανότατα να καταλήξουν σε σύρραξη. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η κλιμάκωση σε ελληνοτουρκικό πόλεμο που δεν θέλει ο Ερντογάν και γι’ αυτό η πολιτική αυτή συνιστά αξιόπιστη αποτροπή.
Δημοσίευση σχολίου