GuidePedia

0


Γκαρτζονίκας Παναγιώτης
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, χωρίς κάποιος να μπορεί να προβλέψει πότε και πώς θα τελειώσει. Παρότι πρόκειται για έναν πόλεμο υψηλής έντασης της μεταβιομηχανικής εποχής, διατηρεί χαρακτηριστικά προηγούμενων πολέμων. Ο πόλεμος πλέον διεξάγεται από το Χάρκοβο μέχρι τη Χερσώνα, σε ένα μέτωπο 900 χιλιομέτρων, μεγαλύτερο από το μήκος του Δυτικού Μετώπου, όπως σταθεροποιήθηκε τον χειμώνα του 1914-15.

Δεν μοιάζει με τους πολέμους κινήσεων των αραβοϊσραηλινών συγκρούσεων, ή τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, ή ακόμα την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, αλλά με τον πόλεμο της Κορέας μετά το 1951. Παρά τον βομβαρδισμό πληροφοριών και αναλύσεων που δεχόμαστε καθημερινά, οι περισσότερες είναι ελλιπείς ή παραπλανητικές, ενώ έχει αρχίσει η εξαγωγή διδαγμάτων είναι γεγονός ότι και ο πόλεμος αυτός θα αναλύεται για τις επόμενες δεκαετίες σε όλες του τις διαστάσεις.

Οι ιστορικοί είναι επιφυλακτικοί με τα διδάγματα της ιστορίας και τις ιστορικές αναλογίες και δικαιολογημένα. Ο καθένας μπορεί να βρει αναλογίες στο παρελθόν και διδάγματα που να δικαιολογούν ακόμη και αντίθετα συμπεράσματα για το ίδιο γεγονός. Ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις, δεν έχουμε να καταφύγουμε κάπου αλλού για καθοδήγηση και συμβουλές, παρά μόνο στην ιστορία.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιστορία εν τη γενέσει της και θα τον χρησιμοποιήσουμε όχι για να αντλήσουμε διδάγματα, αλλά για να αναστοχαστούμε και να προβληματιστούμε για τα δικά μας ζητήματα, στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Θα περιοριστούμε αρχικά σε δύο μόνο ζητήματα πολιτικού και στρατηγικού επιπέδου.

Οι πόλεμοι ανήκουν στο παρελθόν

Στη Δύση, ειδικά μετά το 1990, επικράτησε η αντίληψη ότι η εποχή των πολέμων μεταξύ κρατών, ανήκει στο παρελθόν, πόλεμοι διεξάγονται με μη κρατικούς δρώντες, κυρίως στην Ασία και την Αφρική. Μάλιστα διατυπώθηκαν και ποικίλες θεωρίες από ειδικούς. Ο Steven Pinker μάς είπε ότι η μείωση μεγάλων πολέμων αποτελεί ένδειξη ότι οι ένοπλες συγκρούσεις θα εξαφανιστούν.

Ο Samuel Huntington ισχυρίστηκε ότι οι πόλεμοι θα γίνονται μεταξύ χωρών που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς (θρησκείες), ενώ ο Thomas Friedman έγραψε πως δεν πολεμούν μεταξύ τους δύο χώρες που διαθέτουν εστιατόρια McDonald’s. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, με την εισβολή της Ρωσίας, περιλαμβάνει τις δύο σχεδόν μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, που μοιράζονται την ίδια θρησκεία και καταγωγή και είχαν πολλά εστιατόρια McDonald’s.

Και στην Ελλάδα εν πολλοίς επικράτησε η αντίληψη ότι στην Ευρώπη δεν γίνονται τέτοια πράγματα, σαν να είμαστε στο Λουξεμβούργο, αν και βρισκόμαστε σε ένα ιδιότυπο ψυχρό πόλεμο με την Τουρκία από το 1955. Μάλιστα, είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η διαφορά μας με τους Τούρκους είναι πολιτισμική, είναι Ασιάτες, καθυστερημένοι και δεν κατανοούν την ευρωπαϊκή κουλτούρα όπως εμείς.

Ακόμη και Ευρωπαίοι σε ιδιωτικές συζητήσεις, θέτουν το εξής ερώτημα: Αφού η Γαλλία και η Γερμανία δεν είναι εχθρικές μετά το 1945, δεν μπορείτε κι εσείς να τα βρείτε με την Τουρκία; Βέβαια, όσοι αντιμετωπίζουν το ζήτημα με τέτοιο τρόπο, δηλαδή πολιτισμικό, ξεχνούν ότι οι διαφορές Γερμανίας και Γαλλίας έπαψαν να έχουν σημασία με την έλευση των Αμερικανών στην Ευρώπη και όχι επειδή είναι πολιτισμένοι και έγιναν φίλοι.

Ο πόλεμος ως όργανο πολιτικής

Αποτελεί πλέον κοινοτοπία η έκφραση πως ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα, βίαια μέσα, η οποία τυχαίνει γενικής αποδοχής. Τη στρατιωτική ισχύ για την επίτευξη πολιτικών σκοπών χρησιμοποιούν οι μεγάλες χώρες, διότι οι μικρές συνήθως δεν έχουν τέτοια επιλογή. Ο Βλαδίμηρος Πούτιν μιμείται τους Αμερικανούς, που έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική τους δύναμη επεμβαίνοντας σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

Βεβαίως πολλοί αναλυτές δεν δέχονται ότι η Ρωσία από το 1990 και μετά είναι μεγάλη δύναμη, καθόσον το ΑΕΠ της είναι περίπου το ίδιο με αυτό της Ισπανίας. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σωστό, σημασία παρά ταύτα έχει τι πιστεύει η ίδια η Ρωσία και δη ο ηγέτης της. Ο Πούτιν αναφέρεται στους πολέμους του Μεγάλου Πέτρου, στις κατακτήσεις της Μεγάλης Αικατερίνης μέχρι την Κριμαία και θεωρεί ότι αποστολή του είναι να επεκτείνει τη Ρωσία, μετά τη γεωπολιτική καταστροφή που υπέστη με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η σημερινή Τουρκία είναι ο άμεσος απόγονος και κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ότι η Τουρκία είναι μία περιφερειακή δύναμη και η αποστολή του είναι να ξεπεράσει τον Μουσταφά Κεμάλ και να “διορθώσει” τα λάθη του στο Αιγαίο. Το κυριότερο φυσικά δεν είναι ότι αυτά τα πιστεύουν δύο αυταρχικοί ηγέτες και οι αντικαταστάτες τους θα αλλάξουν κατεύθυνση. Πρόκειται για το εθνικό αφήγημα κάθε χώρας που το υιοθετεί η ιθύνουσα τάξη της και το ασπάζεται ο αντίστοιχος λαός. Όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ερντογάν τον κατηγορούν ως προδότη, που έχει παραχωρήσει τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα και τον εγκαλούν γιατί δεν τα ανακαταλαμβάνει.

Το τίμημα κάθε επιλογής

Για να μείνουμε όμως στην Τουρκία, η χώρα αυτή χρησιμοποιεί σχεδόν σε μόνιμη βάση τη στρατιωτική της ισχύ. Κατέχει από το 2016 στη Συρία μία έκταση όση περίπου και η Ήπειρος και ετοιμάζεται για την πέμπτη επιχείρησή της εκεί. Κάτι λιγότερο γνωστό, που δεν αναφέρεται συχνά, είναι ότι διατηρεί τουλάχιστον 13 κύριες στρατιωτικές βάσεις στο Ιράκ από το 1996. Στο έδαφος δε του Ιράκ από τη δεκαετία του 1980 εκτελεί συνεχώς επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων. Επιπλέον είναι πρόσφατη η εμπλοκή της στη Λιβύη και στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας.

Το σπουδαιότερο είναι φυσικά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ιδία πείρα από τη χρησιμοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος, είτε άμεση, είτε έμμεση με απειλές. Δεν αντέδρασε το 1964 όταν οι Τούρκοι βομβάρδισαν την Κύπρο, ενώ το 1967 υποχώρησε στις απειλές και απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη από το νησί, οπότε οι Τούρκοι το 1974 κατέλαβαν το μισό και το διατηρούν μέχρι σήμερα. Και όλα αυτά χωρίς η Ελλάδα να αντιδράσει, καλυπτόμενη κάθε φορά πίσω από διάφορες δικαιολογίες. Και το χειρότερο, στη χώρα μας υπάρχει σε ορισμένους κύκλους μία απέχθεια για τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος, ακόμη και όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία.

Ο πόλεμος αρχίζει πάντα όχι όταν κάποιος επιτίθεται, αλλά όταν ο αντίπαλός του λέει όχι και αμύνεται. Στο ερώτημα επομένως αν θα έχουμε πόλεμο με την Τουρκία, η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από εμάς, από την Ελλάδα. Αν δεν αντισταθούμε στην τουρκική επεκτατικότητα, με πρόσχημα να διασώσουμε την ειρήνη, δεν θα έχουμε πόλεμο, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε πως και η ειρήνη έχει τίμημα. Αν είχαμε αντιδράσει το 1974, η κατάσταση σήμερα τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο θα ήταν διαφορετική.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top