GuidePedia

0

Του Αλέξανδρου Δρίβα*
Ο Ρ. Τ. Ερντογάν έχει αντιληφθεί από την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας πως το κλίμα στις ΗΠΑ έχει βαρύνει εναντίον του. Οι κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας, που στόχευαν την αμυντική βιομηχανία της, στηρίζονται στο νόμο CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) και, συγκεκριμένα, στην παράγραφο CRIEEA (Counter Russian Influence in Europe and Eurasia).

 Στην Τουρκία, είχε ήδη επιβληθεί ένα άτυπο εμπάργκο όπλων, ενώ αποκλείστηκε και από το πρόγραμμα F-35 στο οποίο συμμετείχε ως συμπαραγωγός χώρα. Παρόλα αυτά, αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούν πως δεν είναι οι κυρώσεις αυτές τόσο σημαντικές, αν αναλογιστεί κανείς τους στενούς δεσμούς Τουρκίας-Ρωσίας από το 2016 και μετά, αλλά και τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Άγκυρας, βάζοντας σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στη Συρία. Μετά την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν βυθίστηκαν ακόμη περισσότερο, αλλά η έκθεση της Ομάδας Ερευνών του Κογκρέσου, που ανανεώθηκε στις 23 Αυγούστου 2021, συνεχίζει να επιμένει στις πολύ σημαντικές διαφορές που δηλητηριάζουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, παρόλο που η Τουρκία αναφέρεται ως σημαντική συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ. 

Ωστόσο οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις καθιστούν υποχρεωμένη την Ουάσιγκτον στο να επιταχύνει τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της με την Άγκυρα, η οποία έχει αγγίξει ιστορικά χαμηλά.

Μειωμένο, αλλά όχι ανύπαρκτο ενδιαφέρον ΗΠΑ για την περιοχή μας

Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια περίοδο αναστοχασμού και ανασυγκρότησης της εξωτερικής τους πολιτικής. Τόσο η αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, όσο και η υπογραφή της συνεργασίας AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας, κατέδειξαν τρία σημαντικά πράγματα: πρώτον, οι ΗΠΑ φλερτάρουν ξανά με τον μονομερισμό (Unilateralism). Δεύτερον, εστιάζουν στη Νότια Σινική Θάλασσα και ο Ινδο-Ειρηνικός Ωκεανός αποτελεί την έδρα των αμερικανικών συμφερόντων. Τρίτον, οι ευρωατλαντικές σχέσεις βρίσκονται σε μη εποικοδομητική φάση.

Στη Μεσόγειο, οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τον διακριτικό ρόλο τους, αλλά πάντα με βάση την επιλεκτική παρεμβατικότητα (selective engagement). Οι αριθμοί, που αφορούν την σκληρή ισχύ της Κίνας και τη συνεχή ανάπτυξή της, θυμίζουν εποχές Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ΗΠΑ επιθυμούν να κάνουν ό,τι έκαναν και οι Βρετανοί, πριν από τους μεγάλους πολέμους, όταν μείωναν την παρουσία τους σε άλλες περιοχές ανάλογα με το τι σήματα λάμβαναν από την αναθεωρητική δύναμη τότε, τη Γερμανία. Παρόλα αυτά, η Κίνα είναι μια παγκόσμια δύναμη και η επιτυχία της ή η αποτυχία της στη Νότια Σινική Θάλασσα και στον Ειρηνικό Ωκεανό εξαρτάται από την επιτυχία της σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως είναι η Αφρική και η Ευρώπη. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, η Κίνα έχει υπογράψει σημαντικές συμφωνίες αγοράς και εκμετάλλευσης λιμανιών και υποδομών. Ελλάδα, Ισραήλ, Τουρκία και Ιταλία αποτελούν σημαντικές χώρες για την Κίνα, η οποία έχει έντονη παρουσία και στα αναπτυσσόμενα Δυτικά Βαλκάνια τα οποία δεν έχουν πόρους για να αναπτύξουν τις υποδομές τους. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να απουσιάζουν από μια περιοχή, η οποία έχει δύο υποψήφιους μνηστήρες, την Κίνα και τη Ρωσία.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις παραμένουν παγωμένες

H παρουσία των ΗΠΑ στη Συρία είναι περιορισμένη, ενώ στη Λιβύη προσπαθούν, παρασκηνιακά, να φέρουν μια λύση, η οποία θα είναι φιλική στα αμερικανικά συμφέροντα. Η Τουρκία -και στις δύο χώρες- δημιουργεί προβλήματα στις ΗΠΑ, καθώς, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συμπληρώνει τη ρωσική παρουσία. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Τουρκία, λόγω του ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να είναι η χώρα-εκπρόσωπος των συμφερόντων των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως αυτή η άποψη (που ακόμη έχει οπαδούς στην αμερικανική γραφειοκρατία) δεν είναι εύστοχη, καθώς η Τουρκία εμβαθύνει τη στρατηγική της συνεργασία (όπως την έχει ονομάσει ο Λαβρόφ) με τη Ρωσία. Ο αγωγός Turk Stream, η αγορά των S-400 και ο πυρηνικός σταθμός στο Akuyu που γίνεται από τη Rosatom, αποτελούν τις απτές αποδείξεις ότι η Τουρκία ξεκίνησε με στόχο να πλειστηριάσει τη θέση της ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία και, σταδιακά, λόγω της αντιδυτικής της στάσης καταλήγει στο να γίνει στρατηγικός όμηρος της Ρωσίας. Δεν είναι ξεκάθαρο πλέον αν η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στα «δυτικά της καθήκοντα». Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ επενδύουν στο ότι μια πολιτειακή αλλαγή στην Τουρκία μπορεί να φέρει το πολυπόθητο U-Turn.

Η Τουρκία, δια στόματος Ερντογάν, απογοητεύτηκε από την άρνηση του προέδρου Τζ. Μπάιντεν να τον συναντήσει στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ο Ερντογάν θεωρεί τον εαυτό του ως έναν παγκοσμίου βεληνεκούς ηγέτη και δεν μπορεί να αντέξει τέτοιες προσβολές τις οποίες αμέσως πολιτικοποιεί, καθώς ακολουθεί ένα μοντέλο λήψης αποφάσεων που μπορεί να χαρακτηριστεί «μοντέλο περιορισμένου ορθολογισμού». Στο Σότσι, ο Τούρκος πρόεδρος βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη θέση και ίσως είναι αυτή η θέση στην οποία επενδύουν οι ΗΠΑ. Ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να αυξάνει την αξία του για τις ΗΠΑ, δείχνοντας ότι στρέφεται στη Ρωσία. Όμως δεν επιθυμεί, κατά βάθος, τη συνέχιση μιας ετεροβαρούς σχέσης, η οποία ενισχύει τη Ρωσία σε όλα τα επίπεδα. Ο Ερντογάν δεν θέλει να νιώθει εξαρτημένος. Με τον Πούτιν αυτό έχει ήδη συμβεί και δεν επιθυμεί να συνεχιστεί παραπάνω..

Το πολιτικό κεφάλαιο του Ερντογάν συνεχίζει την απομείωσή του και η οικονομία της Τουρκίας έχει γίνει ιδιαίτερα εύθραυστη και απομένει ενάμισι έτος για τις εκλογές. Το Foreign Policy φούντωσε ξανά τις φήμες για την υγεία του, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, τον καθιστά ανίκανο να κυβερνήσει. Οι ΗΠΑ, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα αναμένουν τις εξελίξεις, κρατώντας μια -μάλλον επιτηδευμένα- ασαφή στάση προς την Τουρκία. Η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών Γ. Σέρμαν λέει ότι είναι στρατηγική σύμμαχος των ΗΠΑ, ενώ ο υπουργός Αντ. Μπλίνκεν και άλλοι εκπρόσωποι του State Department δηλώνουν πως θα έρθουν πιο ισχυρές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας. Άλλωστε, στην Τουρκία, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Daesh, ο Μακ Γκούρκ, είναι ο νέος «στόχος», ο οποίος συντηρεί το κυνήγι φαντασμάτων που ο ίδιος ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει εναντίον των ΗΠΑ μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Ο Μακ Γκούρκ είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης του προέδρου Τζ. Μπάιντεν και έχει ήδη αναβαθμίσει πολύ τους Κούρδους στην Ουάσιγκτον. Ο δε Μπ. Μενέντεζ, ο οποίος γίνεται όλο και πιο ισχυρός παράγοντας στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, αποτελεί έναν ακόμη βραχνά για την Τουρκία. Η Άγκυρα αναμένει, με ρίγος, την εκδίκαση της υπόθεσης της HalkBank, η οποία εμπλέκει την οικογένεια του Ερντογάν σε σκάνδαλο ξεπλύματος μαύρου χρήματος με σκοπό να αποφύγει το Ιράν τις αμερικανικές κυρώσεις. Με άλλα λόγια, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι παγωμένες και αναμένουν οι Αμερικανοί το αν ο Ερντογάν θα πραγματοποιήσει την απειλή του για αγορά δεύτερης παρτίδας πυραύλων S-400.

Τα Ελληνοτουρκικά, οι ΗΠΑ και η MDCA

Το πλέγμα σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας-Τουρκίας ήταν πάντα ένας πονοκέφαλος και για τις τρείς χώρες. Οι ΗΠΑ ήταν μάλλον ευμενώς ουδέτερες προς την τουρκική πλευρά λόγω των πολύ σημαντικών αμερικανικών συμφερόντων που διακυβεύονταν σε σημαντικές περιοχές (Κεντρική Ασία-Καύκασος και Μέση Ανατολή). Οι ΗΠΑ, από την κρίση των Ιμίων και μετά, προσπάθησαν να συνεργαστούν με την Ε.Ε προκειμένου να πετύχουν την πολυπόθητη απαλλαγή τους από τον γρίφο του Αιγαίου, όπου και οι δύο χώρες θεωρούσαν την Ουάσιγκτον μεροληπτική εναντίον τους. Η φθορά των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και, κυρίως, η στροφή του αμερικανοεβραϊκού λόμπι μετά την κρίση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, έφερε ώθηση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, οι οποίες μέχρι και το 2008 παρουσίαζαν αστάθεια. Η Ελλάδα έγινε μέρος μιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, η οποία υπερασπιζόταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Η τριμερής Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου πλαισιώθηκε, τα τελευταία χρόνια, από τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε επίπεδο υπουργού Εξωτερικών.

Η Κίνα, η Ρωσία (η πιο ισχυρή δύναμη που αποφασίζει για το μέλλον της Συρίας) και το Ιράν (το οποίο μέσω Χαμάς και Χεζμπολάχ κατάφερε να έχει ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο) αποτελούν τους μεγάλους πονοκεφάλους των ΗΠΑ, καθιστώντας την Ελλάδα και, κυρίως, τη Σούδα πολύ σημαντική για τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Στη φωτογραφία, ο κατάπλους και ελλιμενισμός του USS San Antonio LPD17, στις 28 Μαΐου 2021.

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν φτάσει πράγματι στο καλύτερο δυνατό τους σημείο. Οι διμερείς σχέσεις των κρατών κρίνονται με βάση τις σχέσεις που είχαν στο παρελθόν και, πράγματι, ποτέ ξανά μετά το 1947 δεν έχουν έλθει οι δύο χώρες τόσο κοντά και με όρους ευνοϊκότερους για την Ελλάδα (Σημ.: κατά την περίοδο του Δόγματος Τρούμαν, η Ελλάδα ήταν πλήρως εξαρτημένη και, επομένως, client state των ΗΠΑ). Ωστόσο, τα Ελληνοτουρκικά παραμένουν ένα ακανθώδες ζήτημα για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις με την Ελλάδα παραδοσιακά να ζητά εγγυήσεις από τις ΗΠΑ σε περίπτωση θερμού επεισοδίου με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ έφτασαν στην ευμενή ουδετερότητα υπέρ της Ελλάδας, όταν, στα τέλη του 2020, ο υπουργός Εξωτερικών Μ. Πομπέο, σε σύνοδο του ΝΑΤΟ, μίλησε στον Τσαβούσογλου με σκληρά λόγια, λέγοντας ότι η Τουρκία προκαλεί την Ελλάδα.

Προηγουμένως, από τα μέσα του Δεκέμβρη του 2018, η Ελλάδα είχε προχωρήσει στο άνοιγμα του κεφαλαίου του Στρατηγικού Διαλόγου στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ο Στρατηγικός Διάλογος διέπει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε ενεργειακό, αμυντικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ έδειξαν αυξημένο ενδιαφέρον για την Ελλάδα μετά το 2008, όταν και η Κίνα έδειξε ότι αποκτά επιρροή στην Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να θυμόμαστε, καθώς δεν ήρθαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα για την Τουρκία. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας άρχισαν να έχουν καθοδική πορεία μετά το θέρος του 2016. Η Ελλάδα σαφώς και είναι μια από τις εναλλακτικές των ΗΠΑ, όσο η Τουρκία επιλέγει να δρα εκτός συμμαχικής λογικής, αλλά οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την Ελλάδα, γιατί συνδέει τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο και πλέον φιλοξενεί συμφέροντα τριών άλλων μνηστήρων με αντιτιθέμενα συμφέροντα ως προς τα αμερικανικά: η Κίνα, η Ρωσία (η πιο ισχυρή δύναμη που αποφασίζει για το μέλλον της Συρίας) και το Ιράν (το οποίο μέσω Χαμάς, Χεζμπολάχ Λιβάνου και Συρίας κατάφερε να έχει ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο) αποτελούν τους μεγάλους πονοκεφάλους των ΗΠΑ, καθιστώντας την Ελλάδα (και, κυρίως, τη Σούδα) πολύ σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, εκτός από ασυμμετρία, πάσχουν και από αναντιστοιχία προτεραιοτήτων στο κομμάτι των hard politics. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μείωση του ρόλου της Κίνας και της Ρωσίας (στην Ελλάδα, την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια) και όχι τόσο στο πώς θα αντιμετωπιστεί η Τουρκία (ενώ, για την Ελλάδα, αυτή είναι η προτεραιότητα).

Η MDCA μετά τη συμφωνία-μαμούθ μεταξύ Ελλάδας-Γαλλίας, που εκτός από «3+1» φρεγάτες προβλέπει και ρήτρα αμυντικής συνδρομής, παραμένει σημαντική. Οι ΗΠΑ δεν αναμένεται να επιθυμήσουν προσώρας να ενοχλήσουν την Τουρκία με βάσεις, οι οποίες θα δείχνουν ξεκάθαρη αλλαγή στάσης τους στο Αιγαίο. Οι Αμερικανοί πλέον δε χρειάζεται να έχουν τόση ανησυχία για τα Ελληνοτουρκικά, καθώς η Γαλλία προβάλλει πλέον ως δύναμη στη Μεσόγειο. Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται πως η στρατηγική selective engagement είναι πολύ σημαντική και δεν μπορούν να βρίσκονται παντού. Στο μέλλον, η Γαλλία θα είναι ο φύλακας των συμφερόντων των ΗΠΑ στη Μεσόγειο και θα πρέπει να δουν τον κόσμο με βάση την οπτική “the world as it is”. Η ανανέωση της MDCA, μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας, δεν είναι ανταγωνιστική με την ελληνογαλλική συμμαχία, η οποία έχει ερείσματα και εντός της Ε.Ε. Παρόλα αυτά, σκοπός του Στρατηγικού Διαλόγου είναι, στα επόμενα χρόνια, να σφυρηλατηθεί μια στρατηγική σχέση μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Το να υποχωρήσουν τα Ελληνοτουρκικά σε θέση χαμηλότερη από αυτήν που βρίσκονταν στην ελληνική ατζέντα, δεν είναι απαραίτητα κακό για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις οι οποίες για καιρό έχουν ταυτιστεί -λανθασμένα- ως «συνέχεια των ελληνοτουρκικών».

Ως τις τουρκικές εκλογές του 2023 (ή όποτε, πιθανώς, προκηρυχθούν πρόωρα) και μέχρι οι Αμερικανοί να σιγουρευτούν για το τι σχέση θα έχουν με την Άγκυρα, μάλλον δεν θα την ενοχλήσουν παραπάνω στο Αιγαίο, αλλά η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από μια πιθανή νέα σοβαρή κρίση λόγω των S-400 ή της υπόθεσης HalkBank.

Η Ελλάδα πρέπει να επωφεληθεί από τις ΗΠΑ στον τομέα της οικονομίας, αλλά και στην εκπαίδευση. Η παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα δεν θα μειωθεί. Άλλωστε ήδη, όπως βλέπουμε στη Σούδα και στην Αλεξανδρούπολη, σε καιρούς που οι ΗΠΑ αποχωρούν από αρκετές περιοχές, στην Ελλάδα κάνουν επενδύσεις, οι οποίες εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους σε Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα. Μέχρι τις τουρκικές εκλογές όμως, και μέχρι οι Αμερικανοί να σιγουρευτούν για το τι σχέση θα έχουν με την Τουρκία, δεν θα ενοχλήσουν παραπάνω την Τουρκία στο Αιγαίο. Αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επωφεληθεί από μια πιθανή νέα σοβαρή κρίση μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, η οποία δεν είναι διόλου απίθανη αν η Τουρκία αγοράσει δεύτερη παρτίδα S-400 μέχρι το τέλος του έτους ή αν εκδικαστεί η υπόθεση HalkBank.

*Στρατηγικός Αναλυτής-Διεθνολόγος

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top