Χρήστος Γ. Κτενάς
Ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα των Financial Times αναφέρει πως ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, Oleksii Reznikov, διαμαρτυρήθηκε ότι η Γερμανία μπλοκάρει εξαγωγές όπλων στην χώρα του, ώστε να μην έρθει σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Ο Ουκρανός πολιτικός άφησε υπονοούμενα ότι αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη σχέση Γερμανίας και Ρωσίας μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Βέβαια, αν ισχύουν οι καταγγελίες του Reznikov, το όλο θέμα είναι ελάχιστης στρατιωτικής σημασίας, καθώς τα όπλα που «μπλόκαρε» το Βερολίνο είναι κάποια συστήματα κατά ελεύθερων σκοπευτών και κάποια «τυφέκια» κατά μη επανδρωμένων (ουσιαστικά παρεμβολείς που φέρονται επ’ ώμου από το προσωπικό). Δηλαδή τελείως δευτερεύων υλικό. Η πολιτική σημασία όμως της Γερμανικής άρνησης είναι μεγαλύτερη. Καθώς εδώ και μήνες στην Ουκρανία παίζεται ένα παράδοξο «παιχνίδι» υψηλής έντασης που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εκτραχυνθεί και να εξελιχθεί σε μεγάλη σύρραξη. Από τη μια η Ουκρανία «φωνάζει» παντού ότι απειλείται από τη Ρωσία, εξοπλίζεται, συσσωρεύει στρατεύματα στα σύνορα της, ζητά βοήθεια από το ΝΑΤΟ. Από την άλλη, ΗΠΑ και συγκεκριμένες χώρες εντός του ΝΑΤΟ, κυρίως η Βρετανία, κάνουν επίδειξη ισχύος στη Μαύρη Θάλασσα, προκαλώντας τη ρωσική αντίδραση με αναχαιτίσεις αεροσκαφών, παρενοχλήσεις πλοίων κ.λπ.
Η Ρωσία από την πλευρά της δεν πάει καθόλου πίσω. Συγκεντρώνει και μετακινεί επιδεικτικά σημαντικά στρατεύματα στην ουκρανική μεθόριο, κάνει αμφίσημες δηλώσεις, «παίζει» στα ίσια με τις δυτικές δυνάμεις το παιχνίδι προκλήσεων, στέλνοντας μέχρι και βομβαρδιστικά της να πετούν κοντά στη Βρετανία, σε υπενθύμιση των «παλιών καλών εποχών» του Ψυχρού Πολέμου.
Την ίδια στιγμή όλος ο νατοϊκός ρωσικός περίγυρος αλλά και μη νατοϊκές χώρες όπως η Φινλανδία, «ψωνίζουν» οπλικά συστήματα χωρίς σταματημό, με τις ΗΠΑ να τροφοδοτούν με δικές τους δυνάμεις και επίδειξη σημαίας τα Βαλκάνια και την Πολωνία.
Η Ουκρανία γίνεται έτσι ένα σχεδόν «προγραμματισμένο» πεδίο σύγκρουσης (ήδη οι μικροαψιμαχίες στο εσωτερικό της μέτωπο είναι συνεχείς, εκεί δηλαδή που το ένα τρίτο της χώρας στα ανατολικά της, έχει αποσχιστεί εδώ και χρόνια καθώς ο τοπικός ρωσόφωνος πληθυσμός υποθάλπεται από τη Μόσχα). Κάτι δηλαδή που αν εξελιχθεί σε ανοιχτό πεδίο σύγκρουσης, θα έχουμε ίσως τη χειρότερη μεταπολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη με πιθανή ανοιχτή πολεμική αντιπαράθεση ρωσικών και νατοϊκών στρατευμάτων. Σε αυτό το τοπίο λοιπόν, το να εμφανίζεται μια Γερμανία και να λέει «όχι» σε εξαγωγές όπλων στην Ουκρανία (έστω και αστείων σε αμυντική αξία) είναι ίσως η πιο ψύχραιμη στάση.
Μπορεί όμως η Γερμανία να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ουκρανία; Κατά πάσα πιθανότητα αυτό είναι αδύνατον, καθώς η νέα κυβέρνηση της είναι μια λεπτή άσκηση ισορροπίας μεταξύ πολλών κομμάτων χωρίς συναίνεση στην εξωτερική πολιτική. Ο κυνικός πραγματισμός της Μέρκελ δηλαδή εδώ λείπει, που αν μη τι άλλο είχε πάγιο στόχο τον κατευνασμό και την αποφυγή συγκρούσεων. Το ίδιο μεγάλο έλλειμμα ψυχραιμίας διαπιστώνεται και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στα ανατολικά, που δείχνουν είτε πρόθυμες, είτε αδιάφορες στο να επιδιώξουν μια συμβιβαστική λύση με τη Ρωσία. Με την τελευταία να κάνει βέβαια τους γνωστούς επιθετικούς λεονταρισμούς της, αλλά να είναι και αυτή σε οικονομική κρίση, σε χρόνια ύφεση και να παίζει το παιχνίδι του εθνικισμού ώστε να συσπειρώσει τον πληθυσμό της σε ένα «μεγαλοιδεατισμό» με σαφή όμως όρια στον περίγυρο της.
Μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τη Ρωσία σε διαπραγματεύσεις και να την πείσει ή έστω πιέσει να υποχωρήσει στο Ουκρανικό; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα των ημερών. Καθώς ναι, η Ουκρανία δεν μπορεί να αφεθεί ως λάφυρο στη Μόσχα (ήδη η μισή έχει γίνει τέτοιο με την κατάληψη της Κριμαίας και την απόσχιση στο Ντονμπάς). Από την άλλη η τυφλή στήριξη της, με ανοχή στις διάφορες νεοναζιστικές ρεβεράντζες στο εσωτερικό της -που βρίσκουν σημαντική απήχηση- και με την επίσης αφελή μεγαλοστομία της, δεν είναι δρόμος με γεωπολιτικό μέλλον. Έτσι η επιστροφή στη πηγή ισχύος στην Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή στη Ρωσία, εμφανίζεται ως μόνος δρόμος προς μια -έστω ένοπλη- ευστάθεια. Το να σχεδιάζει κανείς στην περιοχή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις Ρωσικές απαιτήσεις και ευαισθησίες είναι σοβαρό λάθος πολιτικής, το ίδιο μεγάλο με το να αφήνει τη Ρωσία ελεύθερη να βρυχάται.
Δημοσίευση σχολίου