Χρήστος Γ. Κτενάς
Για την ανάλυση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας κάναμε λίγο υπομονή μετά την αρχική ανακοίνωση της, ώστε να δούμε και τη σχετική συζήτηση στην Ελληνική Βουλή και τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν, ώστε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη βάση συζήτησης. Έτσι μιας και η παραπάνω φάση νομικής επικύρωσης της πλέον ολοκληρώθηκε, ας εντοπίσουμε τα πιο κρίσιμα στοιχεία της, προσφέροντας όπου είναι δυνατό και τις “απαντήσεις” στα πιο βασικά ερωτήματα.
Αρχικά λοιπόν η συμφωνία αυτή (εδώ το πλήρες κείμενο) έχει μια ιδιαιτερότητα στη διατύπωση καθώς ενώ τυπικά είναι διμερής, μεταξύ κρατών της Ευρώπης, αναφέρει σαφώς πως συγκροτείται στο πλαίσιο άλλων και πολύ ευρύτερων συμφωνιών και συνθηκών πολυμερούς ασφαλείας. Έτσι, πέρα από την αυτονόητη αναφορά στο προοίμιο της συμφωνίας, στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (αυτονόητη καθώς το κείμενο αυτό αποτελεί το βασικό «σώμα» της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής) τονίζεται πως Ελλάδα και Γαλλία δρουν εντός ΝΑΤΟ αλλά και Ευρωπαϊκής Ένωσης, με περιγραφή των σχετικών προβλέψεων συλλογικής αυτοάμυνας όπως βέβαια και των παλαιότερων διμερών συμφωνιών. Είναι έτσι προφανές πως η νέα συμφωνία επιδιώκει ένα πολλαπλό ρόλο: δηλαδή και να δομήσει μια αμυντική συνεργασία αλλά και να εμφανιστεί ως εφαρμοστική-εξελικτική προηγουμένων συμφωνιών ώστε να αυτοπροβληθεί ως ένα νέο -ενδιάμεσο- στάδιο προς μια νέα «μεγάλη» και ευρωπαϊκή συμφωνία ευρωπαϊκής άμυνας. Μάλιστα αυτό αναφέρεται σαφώς στο άρθρο 3 ως εξής «τα Μέρη…συνεχίζουν να ενισχύουν την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε., η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μίας Πολιτικής Άμυνας της Ένωσης».
Βλέπουμε δηλαδή πως η διμερής συμφωνία έχει εδώ έντονο το γαλλικό «αποτύπωμα» καθώς εκφράζει κυρίως την πολύχρονη στρατηγική αντίληψη του Παρισιού για την συγκρότηση (εντός ΝΑΤΟ αλλά και παράλληλα- συμπληρωματικά) μιας στρατιωτικά ανεξάρτητης Ευρώπης. Που να μπορεί δηλαδή να υπερασπιστεί και τα δικά της σύνορα, πέρα από την αμερικανική επικυριαρχία. Η θέση αυτή, που έχει τις ρίζες της στην “Γκωλική” σκέψη (του στρατηγού αρχικά και στη συνέχεια Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Ντε Γκολ) αποτελεί τον εδώ και δεκαετίες μεγάλο στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Που ξεκίνησε μεν από μια Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα οικονομίας και επιχειρεί -ακόμη χωρίς επιτυχία- να φθάσει στην συνομοσπονδιακή δομή της ηπείρου μας, ως σχεδόν ενιαίο κράτος άρα και εξ ορισμού με κοινή άμυνα.
Να λοιπόν το πρώτο -κατά την εκτίμηση μας βέβαια- στοιχείο διαφορετικότητας και μεγάλης σημασίας της συγκεκριμένης συμφωνίας. Ότι είναι, ή πιο σωστά, ελπίζει να γίνει, μια πρακτική βάση επιτέλους υλοποίησης της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας με πρωτοπόρο τη Γαλλία, ακόλουθο-συμπαραστάτη την Ελλάδα και στη συνέχεια με ένταξη και άλλων χωρών που θα συνυπογράψουν το ίδιο ή παρεμφερές κείμενο. Αυτή η ανάλυση λοιπόν δείχνει πως η συμφωνία τουλάχιστον από πλευράς προοπτικής είναι πολύ σημαντικότερη από την συνοδευτική αγοράς 3 φρεγατών (και κορβετών σε επόμενο χρόνο). Καθώς θίγει αλλά και θέτει επιτέλους σε εφαρμογή μια ιδέα ευρωπαϊκής συσπείρωσης στο πεδίο της πραγματικής άμυνας, εκεί δηλαδή που θα κληθεί, εφόσον χρειαστεί, η ένοπλη δύναμη κάθε χώρας να συνεισφέρει.
Άρθρο 2, “κοινή άμυνα με όλα τα μέσα”
Το συγκεκριμένο άρθρο είναι βέβαια ο πυρήνας της συμφωνίας καθώς εδώ προβλέπεται η στρατιωτική συνδρομή. Αξίζει να δούμε όμως τη διατύπωση του πριν το σχολιάσουμε:
«Τα Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.»
Με αυτό το άρθρο δημιουργείται αμέσως σειρά ερωτημάτων τα οποία τονίστηκαν και στη Βουλή από τα κόμματα της αντιπολίτευσης: Θα μας συνδράμει δηλαδή η Γαλλία στρατιωτικά ότι και να γίνει; Και σε ποια έκταση; Και τι σημαίνει «επικράτεια»; Θα μας υπερασπίσει η Γαλλία σε μια κρίση στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Τουρκία; Ή μόνο και αυστηρά εντός των εθνικών μας συνόρων;
Οι απαντήσεις που μπορούμε εδώ να δώσουμε είναι οι εξής. Αρχικά, με «στενή» και αυστηρή ερμηνεία της συμφωνίας, η Γαλλική στρατιωτική βοήθεια θα γίνει εφόσον η Ελλάδα δεχθεί επίθεση εντός μόνο της εθνικής μας επικράτειας όπως αυτή ορίζεται σήμερα από τα σύνορα, ξηράς, θάλασσας και εναέρια. Δηλαδή από τα χερσαία σύνορα μας στο βορρά, στην οριογραμμή του Έβρου – εφόσον μιλάμε για Τουρκία που αποτελεί τη μόνιμη μας απειλή- και βέβαια τα θαλάσσια σύνορα μας των 6 μιλίων και τα εναέρια των 10 μιλίων. Το τελευταίο, η γνωστή δηλαδή ελληνική «ανισορροπία» θαλάσσιων και εναέριων συνόρων δεν θίγεται στη συμφωνία, οπότε έμμεσα γίνεται αποδεκτή από τη Γαλλία, που θα μπορούσε εδώ να ζητήσει μια ερμηνευτική διάταξη.
Άρα η συμφωνία με μια πρώτη ματιά (που δεν είναι όμως η τελική) η συμφωνία είναι καθαρά αμυντική, καθώς για να ενεργοποιηθεί η στρατιωτική επέμβαση της Γαλλίας υπέρ μας, «απαιτεί» να εκπληρωθούν τρείς όροι. Πρώτον, να μας επιτεθεί η Τουρκία, δεύτερον αυτό να εκδηλωθεί εντός εθνικών ελληνικών συνόρων και τρίτον να διαπιστωθεί το όλο ζήτημα από κοινού, δηλαδή από Ελλάδα και Γαλλία μαζί.
Ακούγεται το παραπάνω περιοριστικό έως και αμφίσημο; Ναι αλλά δεν είναι έτσι. Οι διεθνείς συμφωνίες διαθέτουν τη δική τους φόρμα διατύπωσης που οφείλει να είναι αρκετά γενική ώστε να μην γίνεται αποπνικτική (δηλαδή να μην καταλήγει σε ακύρωσης της συμφωνίας εφόσον παρουσιαστεί κάτι που δεν έχει σαφώς προβλεφθεί). Στην πιο διασταλτική-ανοιχτή λοιπόν ερμηνεία, έχουμε δύο χώρες να δεσμεύονται γενικά ότι θα βοηθήσουν η μια την άλλη στην άμυνα τους, με κάθε μέσο, και ένοπλα αν χρειαστεί. Έτσι το άρθρο 2 της συμφωνίας έχει μεγαλύτερο εύρος εφαρμογής από ότι νομίζουμε, καθώς ως επικράτεια μπορεί (αλλά όχι και υποχρεωτικά) να θεωρηθεί και ένας ελληνικός πολεμικός στολίσκος που δέχεται επίθεση στην Ανατολική Μεσόγειο, εκτός όμως των 6 μιλίων ελληνικών υδάτων. Ακόμη περισσότερο η συμφωνία εμφανίζεται θετική για εμάς, αν την ερμηνεύσουμε με βάση το προοίμιο της που κάνει αναφορά στο Δίκαιο της Θάλασσας ως εξής «….η Ελλάδα και η Γαλλία έχουν μία μακρά, στενή, και διαρκή σχέση που βασίζεται σε κοινές αξίες… συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας». Η αναφορά αυτή στην αρχή της συμφωνίας (μόλις στη 2η παράγραφο), έχει διπλωματικά βαρύνουσα σημασία, καθώς παρατίθεται πριν καν αναφερθεί η κοινή δέσμευση των δύο χωρών σε ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκή άμυνα.
Τι λέει λοιπόν, εμμέσως η συμφωνία κατά την ερμηνεία μας; Πως αν η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμα της για εφαρμογή των 12 μιλίων χωρικών υδάτων σε όλο το Αιγαίο (με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας), ζήτημα που η Τουρκία έχει δηλώσει πως αποτελεί “αιτία πολέμου”, τότε η χώρα μας επεκτείνει αυτόματα τα σύνορα της (την επικράτεια της με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα) και μπορεί να επικαλεστεί τη Γαλλική βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης. Και εδώ η συμφωνία δεν έχει κάποια εξαίρεση ή ειδικό όρο, άρα ευθέως υποθέτουμε πως το παραπάνω έχει την επιδοκιμασία της Γαλλίας: που ξέρει πολύ καλά πως η Ελλάδα και θέλει να πάει στα 12 μίλια και ήδη το έχει κάνει πρόσφατα στο Ιόνιο Πέλαγος. Θα ήταν λοιπόν αδιανόητο για τη Γαλλική διπλωματία να μην ζητούσε μια ειδική διατύπωση εξαίρεσης, αν φοβόταν ότι η Ελλάδα θα «εκμεταλλευόταν» τη συγκεκριμένη συμφωνία για προεκτείνει τα θαλάσσια σύνορα της. Το ότι δεν το έχει κάνει αυτό η Γαλλία και αποδέχεται αυτή τη γενική διατύπωση περί επικράτειας, είναι στη διπλωματική λογική μια έμμεση αλλά διαυγής αποδοχή. Κάτι που ίσως να μπορεί να επεκταθεί και για υπεράσπιση της ελληνικής ΑΟΖ, εφόσον όμως αυτή σαφώς οριστεί από την Ελλάδα, κάτι που ακόμη δεν έχουμε πράξει σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο…
Κοινή εξωτερική πολιτική, το βασικό πρόκριμα
Τι σημαίνει όμως το παραπάνω; Πως η Ελλάδα μπορεί «αύριο το πρωί» να ανακοινώσει 12 μίλια σε όλο το Αιγαίο για να «εξαργυρώσει» επιτόπου τη συγκεκριμένη συμφωνία; Όχι είναι η εκτίμηση μας. Καθώς κάθε τέτοια διμερής προσέγγιση και συναίνεση, ειδικά όταν γίνεται μεταξύ μη συγκρίσιμων χωρών από πλευράς μεγέθους και κύρους (η Γαλλία ως Μεγάλη Δύναμη, η Ελλάδα ως μικρή χρεωμένη χώρα) προϋποθέτει κάθε κίνηση να γίνεται μετά από αμοιβαία συζήτηση και συμφωνία. Η Ελλάδα λοιπόν, υπογράφοντας τη συμφωνία με τη Γαλλία πλέον δεσμεύεται να έχει μιλήσει με το Παρίσι πριν κάνει «μεγάλες» και δυναμικές κινήσεις έναντι της Τουρκίας αλλά και γενικότερα στην εξωτερική της πολιτική. Να λοιπόν το νέο και πολύ διαφορετικό και κρίσιμο νέο στοιχείο. Οι δύο χώρες συμφωνούν να προχωρήσουν σε όσο το δυνατόν πιο συντονισμένη και ιδανική κοινή εξωτερική πολιτική!
Μάλιστα το παραπάνω τονίζεται και περιγράφεται και στη συμφωνία σε πολλά σημεία:
Στο άρθρο 1 «τα Μέρη διαβουλεύονται σε τακτική βάση επί όλων των θεμάτων άμυνας και ασφάλειας κοινού ενδιαφέροντος»,
Στο άρθρο 4 «Οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών της Ελλάδας και της Γαλλίας διαβουλεύονται σε τακτική βάση και όταν καθίσταται αναγκαίο»,
Στο άρθρο 6 «Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως το παγκόσμιο στρατηγικό περιβάλλον, τα περιφερειακά ζητήματα (κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και των Βαλκανίων)»,
Ακόμη πιο έντονα σε όλο το δεύτερο μέρος της συμφωνίας που περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 14, με κύριο το άρθρο 10: «Τα Μέρη εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ενώ ταυτόχρονα θα επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο. Διαβουλεύονται μεταξύ τους, σε όλα τα επίπεδα, με σκοπό τον καθορισμό κοινών θέσεων σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τα κοινά τους συμφέροντα και την από κοινού δράση όποτε είναι δυνατό».
Η αποτρεπτική σημασία της συμφωνίας
Κάτι ακόμη που δεν έχει τονιστεί σημαντικά κατά την άποψη μας είναι αυτό: Η συγκεκριμένη συμφωνία έχει μεγάλη αποτρεπτική αξία έναντι της Τουρκίας. Αυτό που στην Ελλάδα προβάλλεται ως έλλειμμα, δηλαδή ότι δεν προβλέπει την «αυτόματη», «άμεση», «ολοκληρωτική» ένοπλη συμπαράταξη της Γαλλίας υπέρ μας, διεθνώς ερμηνεύεται και αλλιώς. Το να σε συνδράμει ένοπλα μια Μεγάλη Δύναμη, ακριβώς χωρίς να έχουν τεθεί όρια (ούτε πάνω ούτε κάτω) δρα ως μεγάλη αποτροπή από κάθε τρίτη χώρα που μας επιβουλεύεται. Αν η Ελλάδα δεν έχει εξασφαλίσει «μέτρημα» του πόσα π.χ. πυρομαχικά ή αεροσκάφη θα «λάβει», το ίδιο και ακόμη λιγότερο γνωρίζει η Τουρκία. Που πλέον θα πρέπει να συμπεριλάβει στις δικές της στρατηγικές αναλύσεις για επίθεση στην Ελλάδα, που τα σενάρια τους τα βλέπουμε να διαρρέουν συνεχώς, το τι άγνωστο θα βρει μπροστά της, τόσο από Αθήνα όσο και από Παρίσι.
Προσοχή: Προφανώς δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι η Γαλλία θα επιστρατεύσει έως και τα πυρηνικά της όπλα να μας υπερασπίσει! Ούτε προσδοκούμε ούτε πιστεύουμε πως σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύρραξη θα γεμίσουν ξαφνικά τα αεροδρόμια μας με γαλλικά Rafale και οι θάλασσες μας με γαλλικές φρεγάτες που θα εξαπολύουν φράγμα πυρός. Όχι, αυτά είναι κατά πάσα πιθανότητα μέρος του ελληνικού φαντασιακού (και κακώς προβλήθηκαν έτσι από κάποια κυβερνητικά στελέχη στον… ενθουσιασμό τους). Η γαλλική συνδρομή, εάν απαιτηθεί κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ενισχυτική και κατευναστική, πιθανά ως ανοιχτή πηγή όπλων-ανταλλακτικών-εφοδίων, ως απειλητική με παρουσία σε θάλασσες, ως «απαγορευτική» με περιπολίες σε κρίσιμες ζώνες. Ναι, κατά πάσα πιθανότητα θα πολεμήσουμε μόνοι μας, αλλά η κρίσιμη ροή όπλων και η στρατηγική και διπλωματική πίεση που μπορεί να ασκήσει η Γαλλία μπορεί να είναι αποφασιστική.
Θα τηρήσει η Γαλλία την υπόσχεση της;
Ακόμη ένα ερώτημα που τέθηκε στη Βουλή αλλά και γενικότερα στο δημόσιο διάλογο: «Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η Γαλλία θα μας στηρίξει ένοπλα;». Η απάντηση εδώ δεν υπάρχει, τουλάχιστον άμεσα. Μια διμερής συνθήκη έχει από μόνη της μια μεγάλη αξία κύρους, την οποία δύσκολα η Γαλλία θα αποσείσει ρισκάροντας το διεθνή της ευτελισμό. Στην ουσία τώρα: Οι διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες τηρούνται, ή θεωρείται σίγουρο ότι θα τηρηθούν γιατί αποτελεί βασικό γεωπολιτικό συμφέρον των μερών τους να το πράξουν. Αυτό είναι και μοναδικό κριτήριο στο «τέλος της ημέρας». Όσο λοιπόν η Γαλλία θεωρεί πως τα δικά της συμφέροντα απειλούνται από μια εξωστρεφή, αναθεωρητική Τουρκία, που παρεμβαίνει σε Λιβύη και Συρία (και σε άλλα σημεία ενδιαφέροντος της Γαλλίας), όσο το καθεστώς Ερντογάν χτίζει οικοδόμημα ισλαμικού φονταμενταλισμού, κάτι το οποίο τρομοκρατεί το Παρίσι που έχει την εμπειρία των πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων των περασμένων ετών, όσο η Τουρκία παραμένει «φίλος» της Ρωσίας, διαμεσολαβητής των Ταλιμπάν, εχθρός των Κούρδων (μεγάλο λόμπι τους ιστορικά στη Γαλλία), εξοπλίζεται και διεκδικεί ρόλο επιβλητικό στην Μεσόγειο, τόσο η Γαλλία θα συμπαρατάσσεται μαζί μας. Τόσο ψυχρά και κυνικά.
Στη συνέχεια: Οι διμερείς και διεθνείς συνθήκες έχουν από μόνες τους τάση αυτοεπιβεβαίωσης και αυτοενίσχυσης. Η συμφωνία που υπογράφηκε προβλέπει βιομηχανική, εξοπλιστική, αμυντική, πολιτική συνεργασία, προβλέπει συνεδριάσεις επιτροπών (μέρη 3 και 4 στο κείμενο της), προβλέπει μια διαρκή επαφή και συντονισμό. Αυτά σε βάθος χρόνου, εφόσον τηρηθούν παράγουν συνθήκες σύσφιξης, επικοινωνίας, συναντίληψης. Και έτσι σταδιακά η συμφωνία μπορεί, χωρίς όμως «εγγυήσεις», να δημιουργήσει ένα μεγαλύτερο πεδίο ελληνογαλλικής προσέγγισης. Θα το πράξει η Ελλάδα αυτό; Θα είναι συνεπής και απαιτητική και ενεργή σε αυτά τα φόρουμ; Ή θα κάνει αυτό που δυστυχώς κάνει σε πολλές διεθνείς συνθήκες και συσκέψεις, δηλαδή μένοντας στη γωνία ομφαλοσκοπώντας και «σηκώνοντας το κεφάλι» μόνο όταν ακουστεί κάποιο θέμα-τοτέμ για εμάς;
Σαχέλ, το μεγάλο στοίχημα και η υποχρέωση
Φτάνουμε εδώ σε ένα βασικό σημείο που η αξιωματική (κυρίως) αντιπολίτευση, επέμενε στο να απορρίψει τη συμφωνία στη Βουλή. Η πρόβλεψη στο άρθρο 18 περί πιθανής συμμετοχής της Ελλάδας σε γαλλικές επιχειρήσεις στο Σαχέλ. Πρέπει αρχικά να αναγνωρίσουμε κάτι: Η αναφορά στη συμφωνία της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, που είναι ένα σύνολο χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής (Νίγηρας, Μάλι, Μαυριτανία, Τσαντ, Σουδάν, Νότιο Σουδάν, κ.α.) περιοχής με έντονο γαλλικό ενδιαφέρον καθώς εκεί υπήρχαν γαλλικές αποικίες και παραμένουν πολλά οικονομικά συμφέροντα, δείχνει πως το Παρίσι «μελέτησε» τη συμφωνία πολύ καλά. Ίσως και καλύτερα από εμάς και ενσωμάτωσε σε αυτή δικές του κρίσιμες ανάγκες.
Τι λέει λοιπόν η αντίρρηση σε αυτό το άρθρο: Πως η συμφωνία επιβάλλει στην Ελλάδα να στείλει στρατιώτες της σε ένα «πόλεμο πολύ μακριά, που δεν μας ανήκει». Η κριτική είναι σωστή. Αλλά θέλει ανάλυση η προσέγγιση αυτή. Είπαμε προηγουμένως πως οι διεθνείς συμφωνίες «χτίζονται» και «σταθεροποιούνται» και «θεμελιώνονται» ακριβώς από την τήρηση και συντήρηση των επιμέρους στοιχείων τους. Άρα, ενώ μέχρι τώρα αναλύαμε τη συμφωνία ελληνοκεντρικά (δηλαδή τι θα μας ωφελήσει εμάς), καιρός είναι να την δούμε και γαλλοκεντρικά. Και ναι, η Γαλλία έχει εδώ και χρόνια μεγάλη παρουσία στην περιοχή αυτή, είναι ουσιαστική η δεύτερη δύναμη μετά τις ΗΠΑ, σε μόνιμη στρατιωτική επέμβαση στην Αφρική. Και συνολικά δεκάδες χώρες έχουν στείλει στρατεύματα στην Μαύρη Ήπειρο, μαύρη όμως από πλευράς φτώχιας, αναταραχών, φυλετικών συγκρούσεων και πείνας.
Το να ισχυρίζεται λοιπόν η Ελλάδα πως όλα αυτά δεν την αφορούν είναι μια εγωκεντρική στάση. Το να διαμαρτυρόμαστε ως χώρα ότι χιλιάδες ανέλπιδοι Αφρικανοί μετανάστες και πρόσφυγες φτάνουν στα σύνορα μας, χωρίς να κοιτάμε τι φρίκη και εγκατάλειψη τους ώθησε να ρισκάρουν να πνίγονται με καρυδότσουφλα στο Λιβυκό πέλαγος είναι αφελές. Το να φοβόμαστε την ισλαμική τρομοκρατία και να μην θέλουμε να βλέπουμε το πως αυτή θεριεύει στο Σαχέλ και εκεί την αντιμάχονται ήδη πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι έως και παράδοξο. Το απαιτούμε τελικά μια συμφωνία με μια μεγάλη χώρα, και να μην προσφέρουμε τίποτα σε αυτή, είναι έως και εξωφρενικό.
Έχει λοιπόν κίνδυνο να στείλει στρατεύματα η Ελλάδα στο Σαχέλ και μάλιστα σε ενεργό ρόλο; Ναι, ευθέως. Αυτό όμως είναι το κυνικό αντίτιμο μιας διεθνούς συγκυρίας, την οποία δύσκολα θα αποφεύγαμε ακόμη και να μην υπήρχε η ελληνογαλλική συμφωνία. Γιατί η Ελλάδα, από μόνη της είχε μετέχει και συνεχίζει να μετέχει στις ναυτικές επιχειρήσεις «Σοφία» και «Ειρήνη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον έλεγχο της μετανάστευσης στη Μεσόγειο ανοιχτά της Αφρικής. Γιατί η χώρα μας είχε μετέχει ενεργά στις περιπολίες ανοιχτά της Σομαλίας για την αντιμετώπιση του πειρατικού φαινόμενου. Γιατί είχαμε στείλει λόχο Μηχανικού στο Αφγανιστάν βοηθώντας, έστω συμβολικά, στην ανοικοδόμηση της χώρας. Γιατί απαιτούμε ο ΟΗΕ να ανανεώνει κάθε χρόνο την εντολή της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο.
Να λοιπόν το μέτρημα της συμφωνίας συνολικά: Μας προσφέρει μια ασαφή μεν, αλλά ορατή προστασία στην σύγκρουση μας με την Τουρκία. Μας δίνει ευκαιρίες, αλλά απαιτεί να τις καλλιεργήσουμε. Δεν μας ενισχύει οικονομικά και στην αμυντική μας βιομηχανία (άλλο ένα σωστό σημείο κριτικής) αλλά αυτό είναι δική μας υποχρέωση. Μας ζητά να ρισκάρουμε στρατιωτικές μας δυνάμεις σε «τόπο μακρινό» αλλά και τόσο κοντινό σε εμάς πολιτικά και αμυντικά. Μας βάζει σε ένα τραπέζι φαινομενικά ισότιμους με τη Γαλλία, αναμένοντας να φερθούμε με την ανάλογη πειθώ. Τελικά μας δίνει μια σημαντική ευκαιρία ενίσχυσης μας, και με στρατηγική προοπτική, αλλά εντός μη αυστηρά προκαθορισμένων ορίων που οφείλουμε να αναζητήσουμε τη διαμόρφωση τους. Τελικά δεν είναι «πανάκεια» αλλά σαφώς δεν είναι εις βάρος μας.
Δημοσίευση σχολίου