GuidePedia

0


«Συνασπισμοί με άλλα έθνη που εμφανίζονται να βασίζονται σε αξίες, είναι στην πραγματικότητα βασισμένοι στο ιδιοτελές συμφέρον ή τον φόβο. Υποκρισία και προδοσία θα πρέπει να αναμένονται. Οποιοδήποτε έθνος υποστηρίζει ένα άλλο για να το προστατεύσει και να το σώσει –ειδικά όταν οι πολίτες του δεν επιθυμούν ή είναι ανίκανοι να προστατευθούν μόνοι τους– διατρέχει κίνδυνο».

Του Ζαχαρία Μίχα*
Η αποστροφή αυτή σε άρθρο του καθηγητή κοινωνιολογίας Σάμιουελ Χέιλμαν στον ιστότοπο “Times of Israel” αποτυπώνει την πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε όσους τρέφουν αυταπάτες, στηριζόμενοι απόλυτα και μονοσήμαντα σε συμμάχους, ή επιχειρούν να συγκαλύψουν την –μειωμένη έστω– προθυμία τους να αναλάβουν της ευθύνες για την ασφάλειά τους.

Ο Ισραηλινός καθηγητής υποστηρίζει ότι η αναφορά στις ΗΠΑ ως “αναξιόπιστο σύμμαχο” είναι παραμορφωτική. Οι Νοτιοβιετναμέζοι και οι Αφγανοί –εξηγεί– θεώρησαν αυτοκαταστροφικά ότι από τη στιγμή που οι Αμερικανοί είχαν επενδύσει τόσο πολλά στην άμυνα των χωρών τους, θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Ο εφιάλτης που ακολούθησε δεν πρέπει να χρεώνεται στους Αμερικανούς, αλλά στην δική τους συμπεριφορά.

Το Ισραήλ, έχοντας κατανοήσει αυτή την πραγματικότητα διαχρονικά, έχει τις δικές του αμυντικές ικανότητες και χρησιμοποιεί τους Αμερικανούς και τους υπόλοιπους συμμάχους του για να επικουρήσουν την αμυντική προσπάθειά του, όχι για να κάνουν ό,τι οι ίδιοι οι Ισραηλινοί είναι απρόθυμοι να κάνουν.



Οι ανωτέρω αναφορές αποτελούν σημαντικές παρατηρήσεις που οφείλουν να ληφθούν σοβαρά υπόψη στην Ελλάδα. Πολλοί θα βιαστούν να αναφέρουν, ελαφρά τη καρδία, ότι η Ελλάδα κάνει όσα πρέπει και σε κάθε περίπτωση γνωρίζει πως στην κρίσιμη στιγμή, αν κληθεί να πολεμήσει, θα το κάνει μόνη της.

Αυτό ως ρητορική δεν είναι λάθος. Εάν όμως κοιτάξουμε την πραγματικότητα σε βάθος χρόνου, η εικόνα διαρκώς θολώνει. Ειδικά εάν καταγραφούν αντιλήψεις περί του κινδύνου που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όχι τόσο στο επίπεδο των απλών πολιτών, όσο στο επίπεδο των ελίτ, μη εξαιρουμένων των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών.

Δυστυχώς, οι ψευδαισθήσεις ότι είναι αδύνατο να ξεσπάσει πολεμική σύγκρουση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία είναι διαδεδομένες. Η δε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δείχνει να μην κατανοεί επαρκώς ότι η αυξομείωση των πιθανοτήτων ξεσπάσματος πολεμικής σύγκρουσης, συνδέεται με τις πεποιθήσεις, οι οποίες επηρεάζουν την αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής σε όλες της τις διαστάσεις.

Οι ΗΠΑ είναι μια παγκόσμια δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα. Ακόμα κι αν εκ μέρους τους υπάρχει αγαθή προδιάθεση απέναντι στην Ελλάδα, αυτό δεν δικαιολογεί την πλήρη και “άνευ όρων παράδοση” στην ψευδαίσθηση ότι η συμμαχία με τους Αμερικανούς εξασφαλίζει την Ελλάδα.

Μερικές σκόρπιες σκέψεις που συνδέονται με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, πρέπει να απαντηθούν οργανωμένα και να ενταχθούν στη “μεγάλη εικόνα” των παγκόσμιων ισορροπιών που μπορούν να αποβούν καθοριστικές και για την ελληνική εθνική ασφάλεια.

Τα τελευταία χρόνια έχει ορθώς καταγραφεί η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και η προτίμηση που δείχνει το καθεστώς Ερντογάν στην αποκαλούμενη “ευρασιατική σχολή”, η οποία αμφισβητεί τη μονοδιάστατη πρόσδεση της Τουρκίας στο “άρμα” της Δύσης. Αυτή πρέπει να συνδυαστεί με την απέλπιδα προσπάθεια των ΗΠΑ να κρατήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, ή τουλάχιστον να μην τη χάσουν οριστικά, προσδοκώντας την αποκαθήλωση του Ερντογάν.

Το γιατί και το πως, έχουν αναλυθεί επαρκώς από πολλούς. Άλλο είναι, όμως, το βασικό ζητούμενο. Με δεδομένη την τουρκική επιδίωξη για επέκταση της επιρροής στον μουσουλμανικό κόσμο και σε περιοχές όπου υπάρχουν τουρκογενείς πληθυσμοί, η εμπλοκή της Τουρκίας στο Αφγανιστάν στηρίχθηκε στον κοινό θρησκευτικό παρονομαστή, ο οποίος εξασφάλισε απευθείας σχέση με τους Ταλιμπάν. Η δε πρόσβαση στο Αφγανιστάν διασφαλίστηκε και με άξονα τις ειδικές σχέσεις με τους τουρκογενείς Ουζμπέκους.

Παράλληλα, οι σχέσεις που αναπτύσσονται διαρκώς με το Πακιστάν, αλλά και ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας και συνεργασίας με τους Κινέζους τα τελευταία χρόνια, ενίσχυσαν την προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε παράγοντα των εξελίξεων.

Απορία αφελούς: Είναι δυνατόν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής να κίνησαν το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον, με σκοπό να τα αξιοποιήσει για να πετύχει τους δικούς της στόχους, όπως περιεγράφησαν παραπάνω; Δηλαδή να αποφευχθεί η οριστικοποίηση του “διαζυγίου” Τουρκίας-Δύσης, κερδίζοντας χρόνο έως ότου παρέλθει η περίοδος Ερντογάν;

Θεωρητικά, αυτό εξυπηρετεί και τους Τούρκους. Ό,τι κι αν κάνουν, όποια πρωτοβουλία και αν αναλάβουν, παγίως επιχειρούν να “πουλήσουν” σε χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ότι η πολιτική τους είναι συμβατή με τα δικά τους συμφέροντα. Παγίως η Τουρκία λέει στους συνομιλητές της αυτό που θέλουν να ακούσουν.

Όσο κι αν δεν μπορεί να εμπιστευθεί απόλυτα την Άγκυρα, είναι ή όχι προς το συμφέρον της Ουάσιγκτον να επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί τις τουρκικές πρωτοβουλίες σε μια κρίσιμη περιοχή, ή τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι δεν θα λάβουν ευθέως αντιαμερικανικό προσανατολισμό;

Εν ολίγοις, το επιχείρημα είναι ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την τουρκική προδιάθεση, επιχειρώντας να την προσαρμόσουν στα συμφέροντά τους. Εάν δεν μπορούν να αποτρέψουν την ευρασιανική στροφή της Τουρκίας, ας την αξιοποιήσουν όσο καλύτερα μπορούν προς όφελός τους. Ένα όφελος που κυμαίνεται από σαφή ωφελήματα, μέχρι την αποτροπή ανεπιθύμητων εξελίξεων.



Όπως οι ΗΠΑ ρητορικά επέμεναν στον “ελληνικό ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια“, αποφεύγοντας μέχρι πριν λίγα χρόνια τουλάχιστον τις αναφορές στην Ανατολική Μεσόγειο, έτσι και τώρα με την Τουρκία, μπορούν να υπολογίζουν πως η στροφή προς Ανατολάς και η μερική προσαρμογή τους στις τουρκικές επιλογές, θα μπορούσε να αποφορτίσει τις εστίες έντασης που έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας της τουρκικής συμπεριφοράς.

Η ελληνική ασφάλεια, κατά συνέπεια, χρειάζεται ένα μείγμα αμυντικών και επιθετικών πρωτοβουλιών, σταθερή προσήλωση στη διαρκή ενίσχυση της μαχητικής ισχύος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και αποφυγή μονοσήμαντης εξάρτησης από οποιονδήποτε.

Οι ΗΠΑ προσαρμόζουν διαρκώς την πολιτική τους στο πλαίσιο της προσπάθειας να μη χαθεί οριστικά η Τουρκία. Αυτό, εξ ορισμού θα μπορούσε να λάβει χαρακτήρα απειλής για τα ελληνικά συμφέροντα. Η διατήρηση ανοιχτών διαύλων ειλικρινούς στρατηγικού διαλόγου χωρίς αποκλεισμούς “ανεπιθύμητων” στην Ουάσιγκτον χωρών, θα προσδώσει στην Ελλάδα διαπραγματευτική ευελιξία και επιλογές την κρίσιμη στιγμή.

Αυτή η πολιτική δεν χρειάζεται να αλλάξει τη βασική δυτική κατεύθυνση της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Όταν, όμως, οι πάντες διαπραγματεύονται ανταλλάγματα για τη στάση τους σε θέματα ενδιαφέροντος των ισχυρών, το να θεωρείται δεδομένη η Ελλάδα είναι αυτοκαταστροφικό.

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι στιγμής, η ανισορροπία μεταξύ ελληνικών προσφορών και αμερικανικών ανταλλαγμάτων είναι από κραυγαλέα μέχρι σκανδαλώδης. Αυτό είναι το δεδομένο που έχει “εισπραχθεί” ως αποτέλεσμα της μέχρι σήμερα στάσης της Αθήνας. Μακάρι να αλλάξει με κάποιες εμβληματικές χειρονομίες από την πλευρά των ΗΠΑ, αλλά λογικά αυτές θα σκοντάψουν στην απροθυμία τους να δυσαρεστήσουν την Τουρκία.

Εάν η Ελλάδα δεν αλλάξει συνειδητά στρατηγική οπτική στα θέματα της εθνικής ασφάλειας, το μόνο που θα επιτυγχάνει είναι να προβάλλει την εικόνα μιας βολικής διεξόδου, όταν η όχι και τόσο σαφής πολιτική των ΗΠΑ χρειαστεί να εξεύρει ένα αντάλλαγμα όχι για να συνετίσει την Τουρκία, αλλά για να μην την χάσει τελείως…

*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ISDA/ΙΑΑΑ

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top