Εδώ και αρκετά χρόνια η τουρκική οικονομία παρά τα προβλήματά της κατάφερνε να ισορροπεί. Το 2013 η Τουρκία ήταν μια από τις χώρες που επηρεάστηκε από την αναμενόμενη περιοριστική νομισματική πολιτική των ΗΠΑ και οι προοπτικές για αυτήν φαινόταν σκοτεινές.
STRATFOR
Αλλά τελικά ξεπέρασε την κρίση και από τότε το ΑΕΠ της συνεχώς αυξανόταν, ο πληθωρισμός τηρούντο σε ελεγχόμενα επίπεδα και δεν είχε μεγάλα χρέη παρά την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων. Κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες βοήθησαν την τουρκική οικονομία να ανταπεξέλθει. Όμως καθώς η τιμή του πετρελαίου σταθεροποιείται και οι ευνοϊκοί παράγοντες εξαλείφονται, η Τουρκία φαίνεται πως θα υποφέρει οικονομικά στο επόμενο διάστημα.
Οι βάσεις της τουρκικής οικονομικής κακοδαιμονίας ανιχνεύονται στην περίοδο της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης στην δεκαετία του 2000 καθώς η ανάπτυξη στηρίχθηκε στην κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αν και οι τουρκικές εξαγωγές αυξήθηκαν η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό επέτρεπαν την εισαγωγή περισσοτέρων προϊόντων από όσα εξήγαγε.
Μιας τέτοιας μορφής ανάπτυξη υπάρχει για όσο οι ξένοι επενδυτές πιστεύουν πως θα έχουν καλή απόδοση από τα επενδυόμενα κεφάλαιά τους. Αν χάσουν την εμπιστοσύνη τους η συνακόλουθη ρευστοποίηση μπορεί να επιφέρει προβλήματα.
Στην περίπτωση της Τουρκίας η αποπληρωμή χρέους σε ξένο συνάλλαγμα εξελίχθηκε σε πρόβλημα. Στους καλούς καιρούς άτομα και εταιρείες έπαιρναν δάνεια σε ξένα νομίσματα, συνήθως δολάρια, λόγω των χαμηλών επιτοκίων. Όταν όμως το εθνικό νόμισμα εξασθένισε κατέστη πολύ δύσκολο για τους δανειολήπτες που πληρώνονται με τουρκικές λίρες να αποπληρώσουν τα χρέη τους.
Η στιγμή που οι αγορές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Τουρκία ήταν τον Μάιο του 2013 όταν ο πρώην επικεφαλής της αμερικανικής FED Μπερνάνκι, ανακοίνωσε τη σταδιακή μείωση αγοράς κρατικών ομολόγων. Αυτό σηματοδότησε το τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής βάσει της οποίας τα δολάρια είχαν πλημμυρήσει την Τουρκία.
Τότε πολλοί ανέμεναν μια καταστροφή η οποία όμως τελικά δεν ήρθε. Το 2014 ο Ερντογάν μεταπήδησε από την πρωθυπουργία στην προεδρία και προσπάθησε να ενισχύσει τις προεδρικές εξουσίες. Παράλληλα ξεκίνησε τις διώξεις κατά των ΜΜΕ. Για τους ξένους επενδυτές η καταπάτηση του κράτους δικαίου προκαλεί ανησυχίες.
Την ίδια ώρα η κατάσταση ασφαλείας στην Τουρκία επίσης επιδεινώθηκε. Σε Συρία και Ιράκ η κατάσταση κατέστη χαοτική και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες εισήλθαν στη χώρα. Επίσης αναβίωσε το κουρδικό αποσχιστικό κίνημα και έλαβαν χώρα πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις.
Επίσης, η πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση της χώρας. Το 2014 η μείωση των επιτοκίων υπονόμευσε το εθνικό νόμισμα και ο Ερντογάν επιμένει σε αυτή την τακτική για πολιτικούς λόγους. Ένα άλλο λαϊκίστικο μέτρο ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού στις αρχές του 2016.
Η κίνηση αυτή επίσης υπονόμευσε την οικονομία καθώς οι μικρές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να πληρώνουν περισσότερο. Επίσης, αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο τη λίρα και αύξησε την ανεργία. Κατά συνέπεια, είναι θαύμα που η τουρκική οικονομία δεν υπέστη σοβαρότερη οικονομική βλάβη τα τρία προηγούμενα χρόνια.
Και ο βασικός λόγος του θαύματος είναι ότι το διεθνές περιβάλλον άλλαξε. Η αναμενόμενη αύξηση επιτοκίων της FED δεν ήρθε παρά τον Δεκέμβριο του 2015 και μέχρι τότε πολλά άλλα είχαν αλλάξει. Μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2014 η τιμή του πετρελαίου από 100 δολάρια το βαρέλι έπεσε στα 50.
Για χώρες που εισάγουν πετρέλαιο, όπως η Τουρκία, αυτό είχε θετικό αντίκτυπο. Επίσης, η ύφεση που έπληξε τη Βραζιλία και τη Ρωσία οδήγησε αρκετούς επενδυτές πίσω στην Τουρκία. Έτσι η Τουρκία εξακολούθησε να ελκύει επενδυτές. Σταδιακά όμως η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται.
Τα έσοδα από τον τουρισμό κατέρρευσαν μετά από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων. Η εσωτερική αστάθεια που κατέληξε στο πραξικόπημα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση υποβάθμιση της τουρκικής οικονομίας, με τον οίκο Standard & Poor’s να την κατατάσσει στην κατηγορία «σκουπίδια». Το ίδιο έπραξε και ο Moody’s.
Η αντίδραση της τουρκικής κυβέρνησης στο πραξικόπημα με την επιβολή αυταρχικών μέτρων, την επικείμενη αλλαγή του Συντάγματος και τις χιλιάδες φυλακίσεις δεν βοήθησαν στην προσέλκυση επενδύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τώρα ένα σοβαρό δίλημμα. Με τα κεφάλαια να φεύγουν από τη χώρα είτε θα αντιμετωπίσει αύξηση του πληθωρισμού, είτε αύξηση της ανεργίας.
Μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική θα οδηγούσε τους επενδυτές στο να κρατήσουν τις τουρκικές λίρες που κατέχουν, αλλά θα έριχνε ακόμα περισσότερο τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία ούτως ή άλλως δεν θα επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί για τα επόμενα τρία χρόνια και θα αύξανε και πάλι την ανεργία, η οποία ήδη «τρέχει» με 10,7%, ευρισκόμενη σε υψηλό πενταετίας.
Μια άλλη λύση θα ήταν η μείωση των βασικών επιτοκίων. Αλλά και πάλι, με τη λίρα σε μεγάλη πτώση, ακόμα και αν ο πληθωρισμός δεν έχει ανέβει ακόμα πολύ ψηλά, είναι δύσκολο μια τέτοια λύση να επιτύχει. Οι εταιρείες που πρέπει να πληρώσουν εταιρικά ομόλογα σε δολάρια θα έχουν σοβαρό πρόβλημα.
Ξένοι επενδυτές με ομόλογα τουρκικών εταιριών έχουν μερίδιο 68,4 δισ. δολαρίων. Τον Σεπτέμβριο για παράδειγμα, η μεγαλύτερη τουρκική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, για πρώτη φορά δεν μπόρεσε να πληρώσει ομόλογό της που έληξε. Κατά συνέπεια η τουρκική οικονομία φαίνεται να εισέρχεται σε πολύ δύσκολη περίοδο.
Αυτή τη στιγμή ο μόνος τρόπος για να ισορροπήσει και πάλι είναι η εισροή ξένων κεφαλαίων. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να σταθεροποιηθεί η ασταθής τουρκική γεωπολιτική θέση. Άλλη λύση θα ήταν η πολύ μεγάλη αύξηση των εξαγωγών.
Ωστόσο, κανένα από αυτά τα ενδεχόμενα δεν φαίνονταν πιθανά τώρα ή στο εγγύς μέλλον. Η Τουρκία σύρεται βαθύτερα στις συγκρούσεις στην περιοχή της. Η μόνη λύση που απομένει είναι μια μεγάλη μείωση των εισαγωγών κάτι που όμως θα αυξήσει τη φτώχια στον πληθυσμό.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου