Του Σωτήρη Σέρμπου*
Το φημισμένο ρολόι στον «Πύργο του Σωτήρος» είναι τοποθετημένο πάνω από την κύρια πύλη του Κρεμλίνου. Εκεί δηλαδή από όπου περνούσαν οι τσάροι της Ρωσίας. Είναι το συγκεκριμένο ρολόι που μάλλον άγχος προκαλεί στον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Vladimir Putin. Κι αυτό διότι παραμένει βασανιστικό το ερώτημα εάν ο χρόνος κυλά υπέρ ή εναντίον του Ρώσου Προέδρου. Τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων για τα χρόνια που έρχονται.
Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες βασικές παραδοχές. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. κατέγραψε απώλειες της τάξης του 40% στην εδαφική της επιρροή σε Ευρώπη, Καύκασο και Κεντρική Ασία. Η ήττα που υπέστη το όραμα της Μεγάλης Ρωσίας -το οποίο για δεκαετίες διατηρούνταν ζωντανό μέσω της Σοβιετικής Ένωσης- αντικαταστάθηκε από αυξημένες ανησυχίες λόγω συντήρησης της πολιτικής ανάσχεσης που ακολούθησαν οι Η.Π.Α. έναντι της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η επώδυνη διαδικασία μετάβασης συνοδεύτηκε από τεράστιο κόστος, χωρίς καμία στήριξη από τη Δύση (σε αντίθεση με τις χώρες τις Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης). Χωρίς βοήθεια, η Ρωσία «βούλιαξε» τελείως οικονομικά. Με συγκρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα σε πανίσχυρους οικονομικά ολιγάρχες για τη νομή της εξουσίας. Επιπλέον, η αποτυχία της Ρωσίας να εκσυγχρονίσει την οικονομία της η οποία και παραμένει κυρίαρχη μόνο σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο από κοινού με τα σοβαρά προσκόμματα που θέτει η φτωχή κοινωνικοοικονομική θέση της χώρας (χρόνια προβλήματα εκτεταμένης διαφθοράς, δυσοίωνες δημογραφικές προβολές κ.α.), δεν επιτρέπουν την άνθιση αυτοκρατορικών οραμάτων. Τουναντίον, ως αποτέλεσμα των δομικών και βαθιά ριζωμένων αδυναμιών της η σημερινή Ρωσία παρουσιάζει πολλά από τα συμπτώματα μιας οικονομίας σε υποχώρηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ισχύ της χώρας. Θεωρώ αυτονόητο πως η συζήτηση αφορά τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ρωσικής Ομοσπονδίας και όχι τις αμιγώς βραχυπρόθεσμες. Η κρίσιμη δεκαετία θα είναι εκείνη που θα ξεκινήσει το 2020 και εν πολλοίς θα καθορίσει την πορεία της χώρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Ο παράγοντας οικονομία
Ειδικότερα, με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να αποτελούν το 50% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και κοντά στο 70% των εξαγωγών της, το μονοδιάστατο ρωσικό αναπτυξιακό μοντέλο που βασίζεται σε πλουτοπαραγωγικές πηγές ναι μεν (σε πρώτο χρόνο) προκαλεί εφήμερη γεωπολιτική αναβάθμιση αλλά σε δεύτερο χρόνο (μακροπρόθεσμα) απειλεί να τραυματίσει την ήδη ευάλωτη οικονομία γυρνώντας μπούμερανγκ. Αυτό συμβαίνει διότι η χώρα αναλαμβάνει υψηλό ρίσκο αποφασίζοντας να εκτεθεί στο περιβάλλον αστάθειας και ρευστότητας που διέπει τις τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων διεθνώς. Ταυτόχρονα, υποσκάπτεται ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της ρωσικής οικονομίας η οποία και παραμένει στατική χωρίς να έχει καταφέρει να καταγράψει ουσιαστική πρόοδο.
Δια του λόγου το ασφαλές, την περίοδο 1999-2008 το ρωσικό ΑΕΠ αυξάνονταν με ρυθμούς 7% ετησίως και επέφερε -μεταξύ άλλων- αισθητή μείωση στην ανεργία και τη φτώχεια και εκτόξευσε τα ποσοστά εκλογής στον προεδρικό θώκο τόσο για τον Vladimir Putin (2004) όσο και για τον διάδοχο του Dmitri Medvedev (2008). Όταν εξαντλήθηκαν οι ευνοϊκές προϋποθέσεις που συντηρούσαν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ρωσική οικονομία γνώρισε συρρίκνωση 8% το 2009 καταφέρνοντας το 2012 να επιστρέψει στα επίπεδα προ της διεθνούς κρίσης. Με την περαιτέρω ανάπτυξη να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αύξηση της παραγωγικότητας και την προσέλκυση νέων επενδύσεων, η μη ανταγωνιστική οικονομία άρχισε εκ νέου να επιβραδύνεται (2012-2014).
Η μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου, το αναιμικό επιχειρηματικό κλίμα, η αποφυγή υλοποίησης κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και τέλος οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Ρωσία μετά την κρίση στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας (αλλά και οι αντίστοιχες εκ μέρους του Κρεμλίνου) οδήγησαν το ρωσικό ΑΕΠ να καταγράψει νέα πτώση 3,7% για το 2015. Φέρνοντας επίσης στο φώς το υψηλό επίπεδο εξάρτησης της οικονομίας από τις εισαγωγές. Η ρωσική οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση και για το 2016 με την κυβέρνηση να έχει ήδη ανακοινώσει περικοπές δαπανών της τάξης του 9%. (η διατήρηση των κυρώσεων εκ μέρους της Δύσης έχει ενισχύσει τον αντίκτυπο από την ραγδαία πτώση των τιμών του πετρελαίου καθώς δυσχεραίνει εξαιρετικά τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας). Την ίδια στιγμή, παρά τα όσα κατά καιρούς γράφονται, η Κίνα δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να επουλώσει τις ρωσικές πληγές. Το Πεκίνο εκτιμά περισσότερο την εξέλιξη της σχέσης του με τις Η.Π.Α. και της μεταξύ τους συνεννόησης για ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, από κοινού με το γεγονός πως Ρωσία και Κίνα έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα στην Κεντρική Ασία και την Ανατολική Σιβηρία.
Το πάντρεμα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής
Λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ιστορία όσο και την κουλτούρα της χώρας, για τον πολιτικό επιστήμονα ο Πρόεδρος Putin αποτελεί μια περίπτωση εξαιρετικά ταλαντούχου λαϊκιστή που εναλλάσσει αποτελεσματικά τις κάρτες εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, συντηρώντας βολικούς μύθους και αποκρύπτοντας άβολες αλήθειες. Επιστρέφοντας στην Προεδρία το 2012 κι έχοντας υπόψη του τις συστημικές ανεπάρκειες και τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της ρωσικής οικονομίας, αποφασίζει ως αντιστάθμισμα να ανασύρει από το συρτάρι το δοκιμασμένο χαρτί του εθνικισμού. Προκειμένου να συντηρεί την κοινωνική του νομιμοποίηση, ενεργοποιεί πολιτικές που θα «απογειώσουν» την εθνική υπερηφάνεια των συμπατριωτών του και θα αποκαταστήσουν το αίσθημα μεγαλείου της Ρωσίας. Το περιεχόμενο αυτή της πολιτικής εφαρμόζεται από τον ίδιο μ’ έναν τουλάχιστον αυταρχικό τρόπο. Συνειδητά επιτρέποντας να αιωρείται συνεχώς το στρατηγικό δίλλημα γεωπολιτικού προσανατολισμού και ταυτότητας της Ρωσίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι επικίνδυνες και απρόβλεπτες παρενέργειες αυτών των πολιτικών αποκαλύπτουν την απουσία του όποιου οράματος για τις μελλοντικές προοπτικές της Ρωσίας και της κατεύθυνσης που θα πάρει η ίδια η χώρα.
Η πραγματικότητα είναι πως ο Πρόεδρος Putin εγκαθίδρυσε ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς (από τα πλέον σύνθετα και εξελιγμένα) προκειμένου να ηγηθεί ενός δυσλειτουργικού κράτους και μιας αδύναμης χώρας με πολλά ανοικτά μέτωπα στο εσωτερικό της. Με το κεφάλαιο οικονομία να έχει κλείσει τον πολιτικό του κύκλο, το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι αυτό που τώρα θα εκμεταλλευτεί η ρωσική κυβέρνηση προκειμένου να διατηρήσει δημοφιλία και το κυριότερο την εξουσία της σε βάθος χρόνου.
Με το καθεστώς να παραμένει απομονωμένο από ένα μεγάλο κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας, είναι πια επιτακτική η ανάγκη κατασκευής και παρουσίασης ενός νέου Ευρωασιατικού οράματος με διακεκριμένη εθνική υπόσταση για τους περήφανους απογόνους της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στην περίπτωση των Ρώσων, θα είναι σφάλμα να θεωρήσει κανείς πως η ρητορική της μεγάλης δύναμης απλώς αποτελεί ένα ταπεινό εργαλείο προπαγάνδας και λαϊκισμού εκ μέρους του Κρεμλίνου. Η ιδέα πως άλλες χώρες φοβούνται τη Ρωσία χαίρει ευρείας δημοτικότητας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Μάλιστα οι άνθρωποι αυτοί είναι διατεθειμένοι μέχρι και να θυσιάσουν ορισμένες από τις ελευθερίες τους αλλά και να υποστούν οικονομικές δυσχέρειες προκειμένου να απολαύσουν αυτήν την περίοπτη εθνική θέση τόσο για τους ίδιους όσο και τη χώρα τους.
Για να συντηρείται το αφήγημα αλλά και για να είναι σε θέση το καθεστώς να διατηρεί την ισχύ και την πρωτοκαθεδρία του -ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης- η Ρωσία θα πρέπει να διασφαλίσει τον κυρίαρχο ρόλο της έναντι της Δύσης ως ο αδιαφιλονίκητος δρών και πρώτος τη τάξει περιφερειακός διαμεσολαβητής. Αποτρέποντας μια σοβαρή υποχώρηση της θέσης της στο «εγγύς εξωτερικό» που θα ερμηνευτεί ως ταπείνωση έως εξευτελισμός στα μάτια του μέσου Ρώσου (πολίτη και ψηφοφόρου). Πρόκειται για ένα ευαίσθητο πεδίο που η Δύση θα πρέπει να μην το υποτιμά και να το λαμβάνει υπόψη της κάθε φορά που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν «σκελετοί» και στο ντουλάπι της Δύσης, από αμαρτίες και παραλείψεις που συντελέστηκαν στη μεταψυχροπολεμική περίοδο της αμερικανικής μονοκρατορίας. Η δράση φέρνει αντίδραση…
Η Ρωσία στην Ουκρανία
Είναι προφανές πως η Ουκρανία, τόσο γεωπολιτικά όσο και πολιτισμικά, είναι μια χώρα με κομβικού χαρακτήρα σημασία τόσο για τη Ρωσία όσο και για τη Δύση. Η στρατηγική του Κρεμλίνου υπακούει στους κανόνες μιας περισσότερο αμυντικής (αλλά και πάλι απρόβλεπτης) και όχι αναθεωρητικής και με ενισχυμένη αυτοπεποίθηση άσκηση πολιτικής. Γλαφυρά απεικονίζει το τελευταίο οχυρό διατήρησης ενός modus vivendi με τη Δύση. Διέπεται από καιροσκοπισμό στο βαθμό που μπορεί να προσδώσει στη Ρωσία προσωρινά οφέλη τα οποία ενδεχομένως να κρύψουν κάτω από το χαλί ή και να καθυστερήσουν τις αναπόφευκτες και αρνητικά καταγραφόμενες μεσομακροπρόθεσμες γεωπολιτικές προοπτικές της.
Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο μιας ρωσικής ανάγνωσης, δεν μπορεί να μη διαγνώσει κανείς τις βαριές απώλειες που θα επιφέρει σε ζωτικά για τη Μόσχα στρατηγικά της συμφέροντα η πλήρης ανεξαρτητοποίηση του συνόλου της χώρας από τον έλεγχο του Κρεμλίνου σε: α) ευρωπαϊκό χώρο και διαπραγματευτική ισχύ, β) κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα, γ) ρωσικές προσπάθειες για τη διεκδίκηση μιας πανσλαβικής ταυτότητας προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό το όραμα της Ευρασιατικής αυτοκρατορίας (το οποίο μετά και την απώλεια των χωρών της Βαλτικής δέχθηκε καίριο πλήγμα).
Στο επιχειρησιακό σκέλος, οι Ρώσοι αιφνιδιάστηκαν από την επιθετική κίνηση στην οποία προχώρησε η Δύση και είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του φιλορώσου Προέδρου Viktor Yanukovych. Οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας υποτίμησαν τα όσα (Αμερικανοί και Ευρωπαίοι) είχαν προλάβει να προετοιμάσουν στην Ουκρανία τη δεκαετία που προηγήθηκε από κοινού με τη στάση που εν τέλει τήρησε ο ουκρανικός στρατός. Με τη Ρωσία να διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει το σύνολο της Ουκρανίας και να υποστεί μία πρώτου μεγέθους γεωπολιτική ήττα στο πλέον ακριβοθώρητο στολίδι του στέμματος της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας, η ρωσική αντεπίθεση με την προσάρτηση της Κριμαίας -ως τελευταία γραμμή άμυνας- κρίθηκε περισσότερο από αναγκαία για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Επιφέροντας την αναστολή ως προς τη συμμετοχή της Ρωσίας στην ομάδα των G-8, την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης και τέλος την επιβολή οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας.
Ταυτόχρονα, επέτρεψε στις Η.Π.Α. να ξεκινήσουν να προετοιμάζουν τη στρατηγική της νέας ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη. Υποχρεώνοντας πλέον τη Γερμανία (κράτος-«κλειδί» στο στρατηγικό σχεδιασμό) όχι μόνο να μην παραμείνει ουδέτερη με την ιδιότητα του “free rider” αλλά να υποχρεωθεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία πιθανή συγκρουσιακή κατάσταση με τη Ρωσία. Αυτό εξηγεί -μεταξύ άλλων- το ρίσκο που ανέλαβαν αλλά και το ισχυρό κίνητρο που καθοδήγησε τις Η.Π.Α. προκειμένου να προχωρήσει η πολιτική της στην Ουκρανία. Ούτως ώστε, εκμεταλλευόμενοι τις εσφαλμένες τακτικές του Κρεμλίνου εξαιτίας του αιφνιδιασμού που υπέστη, να τοποθετήσουν τη Ρωσία σ’ ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης από το οποίο πολύ δύσκολα θα καταφέρει μεσοπρόθεσμα να βγει νικήτρια.
Που βρισκόμαστε σήμερα
Είναι σύνηθες το φαινόμενο των λανθασμένων αντιλήψεων στη διεθνή πολιτική. Πολλές φορές είναι και τα ίδια τα κράτη που υπερτιμούν ή και υποτιμούν ζητήματα ισχύος και επιρροής αντιπάλων και ανταγωνιστών τους στη διεθνή κονίστρα. Στην καλύτερη περίπτωση, η Ρωσική Ομοσπονδία αγωνίζεται να παραμείνει μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, αντιλαμβανόμενη και η ίδια πως κάθε άλλο παρά συντρέχουν οι επιχειρησιακές προϋποθέσεις για να αποτελέσει μια μακροχρόνια υπερδύναμη. Τουτέστιν, είναι μεθοδολογικά άστοχο να γίνονται συγκρίσεις με τις Η.Π.Α. οι οποίες προσαρμόζουν την πολιτική τους προκειμένου να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως παγκόσμια δύναμη.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποτιμά κανείς την εξελιγμένη πυρηνική υποδομή της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τις αντοχές που η χώρα και το καθεστώς διαθέτουν σε επίπεδο κοινωνίας και πολιτικής. Βεβαίως και η Ρωσία μπορεί να προκαλέσει δολιοφθορές στη γειτονιά της προχωρώντας σε αποσταθεροποιητικές κινήσεις για την ανατροπή της αμερικανικής πολιτικής. Αλλά ως εκεί. Μπορεί στην Ουκρανία ο Πρόεδρος Putin να κέρδισε ένα momentum αλλά όταν συνειδητοποίησαν οι Ρώσοι το τι είναι εφικτό να γίνει, διαπίστωσαν πως αυτή η στροφή θα παραμείνει ένα μετέωρο βήμα με πολλές αδυναμίες. Όσον αφορά το εσωτερικό της Ρωσίας, υπάρχει μια άρχουσα τάξη η οποία μέσω παγιωμένων οικονομικών συμφερόντων είναι κατά κύριο λόγο στραμμένη στη Δύση και συνεπώς αντιτίθεται στη διεθνή απομόνωση της χώρας. Επομένως, μια στροφή προς την Ασία (πέρα από τα προβλήματα με Κίνα και Η.Π.Α.) δεν θα είναι εύκολο για τη ρωσική κυβέρνηση να την προωθήσει σε στέρεα και αξιόπιστη βάση.
Δεν είναι τυχαίο πως από τα μέσα του 2015 -κυρίως εξαιτίας των εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας- η ρωσική κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες επαναπροσέγγισης με τη Δύση για την αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία και βεβαίως για το ζήτημα τερματισμού των κυρώσεων. Η Ουκρανία θα συνεχίσει να μας απασχολεί αλλά είναι πολύ πιθανό η κατάσταση τα προσεχή λίγα χρόνια να παραμείνει σταθεροποιημένη ως «παγωμένη σύγκρουση» αποφεύγοντας περαιτέρω εμπλοκή μεταξύ των κύριων δρώντων. Είναι κάτι που όλες οι πλευρές (Ευρώπη-ΗΠΑ-Ρωσία) επιθυμούν καθώς χρειάζονται χώρο και χρόνο για να προετοιμάσουν την επόμενη αναμέτρηση, εάν και όποτε αυτή συντελεστεί.
Συγκεκριμένα, η Δύση χρειάζεται χρόνο για να «χτίσει» την άμυνα της στις χώρες αιχμής (Βαλτικές Δημοκρατίες, ομάδα των χωρών του «Visegrad»με επικεφαλής την Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία) και η Ρωσία χρειάζεται πόρους για να διαχειριστεί τα οικονομικά της προβλήματα. Ως εκ τούτου, ο δρόμος για την υλοποίηση του φιλόδοξου προγράμματος εκσυγχρονισμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων (το οποίο και εν μέρει της έχει πλέον επιβληθεί ως αντίβαρο στην προοδευτικά ολοένα και περισσότερο ενεργή παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή) δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Με την Ουκρανία να «κλείνει» προσωρινά, ο Πρόεδρος Putin χρειάζεται ένα νέο αφήγημα στο κεφάλαιο εξωτερική πολιτική με τίτλο «Μέση Ανατολή».
Η Ρωσία στη Μέση Ανατολή
Η πίεση που υπέστη στην Ουκρανία επιφέρει μια περισσότερο εποικοδομητική στάση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή έναντι των ΗΠΑ. Η Μόσχα θεωρεί πως θα την κεφαλαιοποιήσει και στην Ουκρανία ως κίνηση καλής θέλησης εκ μέρους των Αμερικανών. Και είναι πολύ πιθανό να το πετύχει. Μπορεί να ξαφνιάζεται ο μη μυημένος αναγνώστης όμως η Ρωσία συνέβαλε στην προσέγγιση των ΗΠΑ με το Ιράν και κατοχύρωσε ρόλο στην επόμενη μέρα της Συρίας (άλλωστε είναι η μόνη χώρα της περιοχής όπου η Ρωσία διατηρεί ναυτική βάση). Επίσης, κάνοντας μέρος της «βρώμικης δουλειάς» για τους Αμερικανούς, πολεμάει το Ισλαμικό Κράτος στηρίζοντας παράλληλα το καθεστώς του Σύρου Προέδρου Bashar al-Assad για τον οποίο οι Αμερικανοί -ανεξαρτήτως των όσων επέβαλε η πολιτική επικοινωνία και οι λεπτές ισορροπίες για τη διαχείριση της κρίσης- δεν είχαν ουσιαστικά ξεκαθαρίσει τη στάση τους στο αν θα πρέπει να παραμείνει ή να αποχωρήσει (ειδικά λόγω των αυξημένων ανησυχιών τους για το ποια θα είναι η επόμενη ημέρα στη Συρία και ποιοι θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας).
Αλλά και στο πεδίο των ρωσοτουρκικών σχέσεων, η ραγδαία επιδείνωση τους δεν είναι απαραίτητα αρνητική εξέλιξη για τις Η.Π.Α. Αφενός μεν θα έχουν πλέον τη στήριξη της Τουρκίας στα επιχειρησιακά σχέδια του ΝΑΤΟ και της ενισχυμένης ναυτικής παρουσίας του στη Μαύρη Θάλασσα (βλ. Ουκρανία) αφετέρου δε αφήνουν χρόνο στην Τουρκία προκειμένου προοδευτικά να συγκλίνει περισσότερο με τις αμερικανικές θέσεις για το ρόλο και τη δράση της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Εν προκειμένω, οι Αμερικανοί δεν βιάζονται και συνεχίζουν να μεταβιβάζουν βάρη προωθώντας τη στρατηγική της «εξωτερικής εξισορρόπησης» (δείτε εδώ για τη νέα πολιτική των ΗΠΑ). Συν τις άλλοις, πρόκειται για ζητήματα που θα απασχολήσουν τον επόμενο Αμερικανό Πρόεδρο από την 1η Ιανουαρίου 2017. Όσον αφορά τον Barack Obama, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός πως η αγαπημένη του ταινία είναι «The Godfather (Ο Νονός)». Μπορούμε λοιπόν με ασφάλεια να υποθέσουμε πως ασπάζεται τη σικελική παροιμία του Michael Corleone «κράτα τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά»!
*Ο Σωτήρης Σέρμπος είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
πηγή
πηγή
Δημοσίευση σχολίου