GuidePedia

0

European Council on Foreign Relations
του Josef Janning

Από όλες τις πλευρές, το 2016 υπόσχεται να είναι ένα δύσκολο έτος για τους πολιτικούς ηγέτες της Γερμανίας, ένα έτος όπου τα κύρια εσωτερικά ζητήματα συνδέονται στενά με τα κύρια ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Είναι δυσάρεστη σκέψη για πολλούς από τους φορείς χάραξης πολιτικής του Βερολίνου ότι ο βαθμός στον οποίο έχει εξαπλωθεί η διαταραχή στο διεθνές σύστημα θα μπορούσε να εισχωρήσει στις δομές της ΕΕ και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Φαίνεται ότι η συνδεσιμότητα μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο τώρα. Το γεγονός ότι η Γερμανία θα βιώσει τις εξωτερικότητες των συγκρούσεων που συμβαίνουν σε άλλες περιοχές με την μορφή των προσφύγων, δεν είναι απλώς μια πιθανότητα αλλά έχει γίνει βεβαιότητα. Εξαιτίας αυτών των εξωτερικών παραγόντων, η επίδοση της Γερμανίας στην εξωτερική πολιτική εξετάζεται παράλληλα με τις πιέσεις της εγχώριας πολιτικής, ενώ τα όργανα και οι έννοιές της έχουν αποτύχει να ακολουθήσουν το παράδειγμά της

Δύο ζητήματα μπερδεύουν ιδιαίτερα το Βερολίνο. Πρώτα είναι η εξαφάνιση της "μονοπολικής στιγμής” της Γερμανίας στην ΕΕ. Στο τελευταίο τρίμηνο του 2015, η ευρωπαϊκή εξουσία της Merkel αποδυναμώθηκε ορατά καθώς η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την εφαρμογή (από όλη την ΕΕ) των αποφάσεων για τις οποίες είχε πιεσει. Πολύ λίγα κράτη-μέλη έχουν αντιταχθεί ανοιχτά στις προτάσεις της Κομισιόν για την μετεγκατάσταση των προσφύγων, σε κέντρα υποδοχής και με την ενίσχυση της fFrontex, τα οποία υποστηρίχθηκαν όλα από το Βερολίνο. Ωστόσο, ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός έδειξε πολύ μικρό ενδιαφέρον για την ταχεία υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεων. Είτε λόγω σημασίας ή προσέγγισης, η υποστήριξη της Merkel στην ΕΕ είχε αρχίσει να καταρρέει. Ουσιαστικά, το σύμπλεγμα των υποστηρικτών της Γερμανίας περιοριζόταν στην Σουηδία, Αυστρία, την Κομισιόν του juncker και την προεδρία της ΕΕ από το Λουξεμβούργο. Στις αρχές του 2016, μετά από την αλλαγή πολιτικής της Σουηδίας στο προσφυγικό, η ομάδα υποστήριξης έχει ουσιαστικά συρρικνωθεί στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Επιπλέον, με την Γαλλία να έχει παραλύσει από την άνοδο του Εθνικού Μετώπου και την Πολωνία να εγκαταλείπει την θέση της στο πολιτικό κέντρο της ΕΕ, οι δύο προνομιούχες διμερείς σχέσεις της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής, έχουν αποτύχει να φέρουν αποτέλεσμα. Από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και μετά, η Γερμανία δεν ήταν ποτέ τόσο μόνη στην ΕΕ όσο είναι τώρα.

Πίσω από αυτή την αλλαγή, βρίσκεται η μεταμόρφωση στη γραμμή διάσπασης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Αυτό που συνήθως ήταν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ οπαδών του ολοκληρωτισμού ή της διακυβέρνησης, έχει τώρα γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ όσων κρατών είναι υπέρ του διακυβερνητισμού και της ολοκλήρωσης από τη μία πλευρά και των "κρατικιστών” από την άλλη. Στην πρώτη περίπτωση, τα μικρότερα κράτη-μέλη συχνά υποστηρίζουν την προσέγγιση της ολοκλήρωσης και η Γερμανία έδρασε ως τον πιο μεγάλο υπέρμαχο του ολοκληρωτισμού μεταξύ των μεγάλων διακυβερνητικών μελών, καταλαμβάνοντας μια ευρεία σειρά θέσεων μεταξύ των κλασικών της ολοκλήρωσης. Αυτοί που επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν διακυβερνητική συνεργασία εντός της ΕΕ τώρα, για να συγκεντρώσουν την κυριαρχία, είναι εναντίον όσων αντιδρούν σε αυτό ακριβώς. Στα μάτια των νέων εθνικιστών της Ευρώπης, ο διακυβερνητικός ολοκληρωτισμός είναι απλώς τόσο λάθος όσο η παραδοσιακή προσέγγιση Monnet στην ευρωπαϊκή ενότητα. Ενώ η Γερμανία και άλλοι μετριοπαθείς εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην ικανότητα οδήγησης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι κρατικιστές έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την νομιμότητά τυ ή να καταγγέλλουν τον ρόλο και το κύρος του. Οι μετριοπαθείς φαίνεται να προάγουν τα συμφέροντά τους χρησιμοποιώντας ή δημιουργώντας καταστάσεις στις οποίες δεν υπάρχει εναλλακτική από την κίνηση προς τα εμπρός, αποδεικνύοντας ότι η αντίθετη στρατηγική των κρατικιστικών είναι η αναβλητικότητα. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν στόχο να υποβαθμίσουν τη νέα γραμμή διάσπασης με το να την συγχύσουν και καμία πλευρά δεν θέλει να είναι αυτή που θα θεωρηθεί ότι διασπά την ΕΕ. Για την ώρα, φαίνεται ότι το Βερολίνο δεν έχει βρει μια συνταγή για να ασχοληθεί με τις αλλαγές. Η τύχη της Σένγκεν αποτελεί παράδειγμα της παρακμής στην ηγεσία της ΕΕ.

Το δεύτερο αίνιγμα για το Βερολίνο είναι η απουσία ικανότητας μόχλευσης της ΕΕ στην γερμανική εξωτερική πολιτική. Η γερμανική πολιτική τάξη συνεχίζει να θεωρεί την ΕΕ ως το καλύτερο διαθέσιμο πλαίσιο για την διάρθρωση και την εκπροσώπηση του γερμανικού εθνικού συμφέροντος. Μια ισχυρή και ικανή Γερμανία, θα χρειαζόταν ένα αντίστοιχο περιβάλλον στην ΕΕ. Επομένως, η ισχυρή θέση της Γερμανίας θα πληγεί εάν η ΕΕ είναι αδύναμη, ασύνδετη και ανίκανη να δράσει. Υπό αυτό το πρίσμα, η ικανότητα της ΕΕ να αντιμετωπίσει συλλογικά την ανοδική διάσταση της προσφυγικής κρίσης, εκλαμβάνεται με ανησυχία στο Βερολίνο. Όλο και περισσότερο, οι διάφορες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή έχουν γίνει αλληλένδετες. Το τι αποφασίζει και αναλαμβάνει η Τουρκία, διαμορφώνεται ταυτόχρονα από την εσωτερική της ατζέντα (και την θέση της αναφορικά με το κουρδικό), τα συμφέροντά της στην περιοχή και την θέση της σε σχέση με το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία, τους άλλους δύο μεγάλους ανταγωνιστές, καθώς και την προσέγγισή της στην Ευρώπη και στη Δύση. Μια πολιτική της ΕΕ θα έπρεπε να είναι σε θέση να αντανακλά και να δρα σε όλες τις διαστάσεις αν θέλει να επηρεάσει τις πολιτικές που προέρχονται από την Άγκυρα.

Από την άποψη αυτή, η ανάγνωση της ΕΕ από το Βερολίνο είναι κρίσιμης σημασίας. Μέχρι στιγμής, το έλλειμμα εφαρμογής της αποδυναμώνει την ΕΕ ως έναν ενισχυτή των μέσων της Γερμανίας, όταν αφορά την Τουρκία. Η Τουρκία δύσκολα θα παρακινηθεί να περιορίσει την ροή των προσφύγων στην Ευρώπη εάν τα κράτη-μέλη καθυστερήσουν περαιτέρω την οικονομική βοήθεια στην Άγκυρα. Ομοίως, η ΕΕ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτής των γερμανικών συμφερόντων αναφορικά με τον πόλεμο στην Συρία. Από την πλευρά του Βερολίνου, η άποψη είναι ότι μια ισχυρή και συνεκτική θέση θα πρέπει να ληφθεί από τους Ευρωπαίους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όταν πρόκειται για τον τερματισμό των εχθροπραξιών μεταξύ των ανταρτών και του καθεστώτος, και μια τέτοια θέση είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας, υπό το πρίσμα της αύξησης των εντάσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Για την γερμανική εξωτερική πολιτική αυτό σημαίνει προετοιμασία για έναν ισχυρότερο εθνικό ρόλο, πράγμα που συνεπάγεται τόσο κινδύνους όσο και κόστος. Ωστόσο, η ΕΕ-3, επιτυχημένη στις συνομιλίες για τα πυρηνικά με το Ιράν, φαίνεται να ακολουθεί διαφορετικές διαδρομές στις διάφορες προκλήσεις στη Μέση Ανατολή, περισσότερο συντονίζοντας η μία με την άλλη τις κινήσεις τους, παρά επιδιώκοντας μια κοινή προσέγγιση. Δεν βοηθάει ότι το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο είναι αυτή τη στιγμή χωρισμένα για εσωτερικά ζητήματα της ΕΕ.

Εν ολίγοις, καθώς αυξάνεται η αστάθεια και οι συγκρούσεις στην γειτονιά της Ευρώπης και επηρεάζουν άμεσα την εσωτερική κατάσταση μέσα σε μια διαιρεμένη ένωση, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας στην ΕΕ περιορίζεται και η ικανότητα του Βερολίνου να εκμεταλλευτεί την ισχύ του μέσω της ΕΕ, μειώνεται σοβαρά. Οι προοπτικές για το 2016 φαίνεται μάλλον δυσοίωνες για την Angela Merkel. Για πρώτη φορά πραγματικά μετά από μια δεκαετία στην θέση αυτή, η επίδοσή της σε επίπεδο ΕΕ και σε διαχείριση διεθνούς κρίσης, συνδέεται άμεσα με την θέση της στην εγχώρια πολιτική, διότι τα δύο είναι συνδεδεμένα από την προσφυγική κρίση. Είναι δύσκολο να έρθει για αυτήν υποστήριξη, αν και η εγχώρια Αχίλλειος πτέρνα του Francois Hollande είναι περισσότερο εκτεθειμένη από ό,τι της Merkel. Εάν ο DAvid Cameron χάσει το δημοψήφισμα, η Βρετανία θα συρει την ΕΕ σε μια περίοδο αρνητισμού και η Πολωνία θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος spoiler στην Ανατολή, συσπειρώνοντας τους κρατικιστές ενώ παράλληλα θέτοντας περισσότερες απαιτήσεις στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ να συγκρατήσουν την Ρωσία. Ο Barack Obama δύσκολα θα σπεύσει να σώσει τους Ευρωπαίους στην τελευταία του χρονιά, ενώ η Merkel δεν μπορεί να αποκλείσει ότι θα υπάρξουν προβλήματα αό τον Vladimir Putin στην Ανατολική Ευρώπη και/ή την Μέση Ανατολή.

Ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, η Merkel έχει ξεκινήσει την χρονιά επιβεβαιώνοντας εκ νέου την "μπορώ να το κάνω” στάση της. Η Καγκελάριος φαίνεται αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, μία προς μία, και χωρίς μεγάλο σχεδιασμό. Μπορεί να πετύχει για την Γερμανία, αλλά αν μπορεί να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη την ίδια στιγμή, είναι ένα άλλο ερώτημα.πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top