Τη νύχτα που μας πέρασε, οι αμερικανικές δυνάμεις προχώρησαν σε νέο κύκλο αεροπορικών πληγμάτων σε βάρος των ανταρτών του Ισλαμικού Κράτους (IS, πρώην ISIL), εξαερώνοντας φάλαγγα οχημάτων που προέλαυνε προς την κατεύθυνση της πρωτεύουσας των κουρδικών περιοχών του Βορείου Ιράκ, την Αρμπίλ.
Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, ΙΑΑΑ-ISDA)
Η ενέργεια θα μπορούσε να εκληφθεί σε μια πρώτη «ανάγνωση», ως ενεργός εμπλοκή των ΗΠΑ στην αναχαίτιση του κύματος των δυνάμεων του «χαλιφάτου» και είναι. Το ζητούμενο είναι όμως να διαπιστωθεί, μέχρι ποιου σημείου φθάνει αυτή η επέμβαση κι εάν αυτό θα σηματοδοτήσει την ανάδυση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Παράλληλα με την είδηση για την αμερικανική αεροπορική επέμβαση, η διεθνής ειδησεογραφία φέρει και την ιρακινή Αεροπορία να παρεμβαίνει στο πλάι των Κούρδων από αέρος πλήττοντας θέσεις τους στην περιοχή του βορείου μετώπου που έχουν ανοίξει με τους Κούρδους. Παράλληλα, άλλες πληροφορίες θέλουν και την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να τροφοδοτεί τους Κούρδους με όπλα, πολεμοφόδια και άλλο στρατιωτικό υλικό.
Στάση αναμονής τηρεί και η Τουρκία, έχοντας όμως ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τους Κούρδους, η στάση της μάλλον θα πρέπει να θεωρείται θετική απέναντί τους, παρά το γεγονός ότι οι ισλαμικές δυνάμεις του Ερντογάν και του Νταβούτογλου, χρηματοδότησαν και υποστήριξαν τους σημερινούς ιδρυτές του «χαλιφάτου», όσο αυτοί εξυπηρετούσαν τα τουρκικά σχέδια για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.
Τα ανωτέρω αυτά δημιουργούν μια νέα κατάσταση όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Διότι εάν υποτεθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν έχουν πρόβλημα» εάν στην περιοχή αναδυθεί κουρδικό κράτος, αυτό δε σημαίνει ότι θα το στήριζαν έναντι κάθε κόστους, εάν αυτό αναδυθεί με τρόπο που θα επηρεάσει συνολικότερα την ανάπτυξη, της προβληματικής και ασαφούς στρατηγικής τους στην περιοχή.
Θα προβούμε στην κατάθεση της υπόθεσης, ότι ένα κουρδικό κράτος για να αναδυθεί στην περιοχή, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει, χωρίς να αναγκάζεται να προσκολλάται από τη μια πρωτεύουσα στην άλλη (βλ. Ουάσιγκτον και Μόσχα) στην προσπάθεια να εξασφαλίσει τις συνθήκες αυτές που θα του επιτρέψουν να επιβιώσει με ασφάλεια και να μην εμπλέκει συνεχώς τους διεθνείς του προστάτες σε πολεμικές περιπέτειες.
Αυτό οικονομικά θα μπορούσε να συμβεί εξαιτίας των πετρελαϊκών αποθεμάτων στην περιοχή του Κουρδιστάν, όμως η δεδομένη αντίθεση της Βαγδάτης που ήδη κινείται νομικά σε διεθνές επίπεδο, έχοντας καταφέρει μέχρι στιγμής να μπλοκάρει την πώληση του πετρελαίου που εξορύσσεται στα κουρδικά εδάφη και προωθείται στις διεθνείς αγορές χωρίς τη συγκατάθεσή της, θέτει σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Επίσης, ότι οι πλευρές που υποστηρίζουν στρατιωτικά τους Κούρδους έχουν πολύ διαφορετική οπτική για τις εξελίξεις στην περιοχή, οπότε η υποστήριξη του κουρδικού στοιχείου ανάγεται στο τακτικό και όχι το στρατηγικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η όποια παρέμβαση έχει σαν στόχο τη διατήρηση του status quo και όχι την αλλαγή του, άρα το να σπεύδουν προς διάσωση των κουρδικών δυνάμεων δεν γίνεται με αντάλλαγμα την απόσχισή τους από τον κορμό του Ιράκ. Κάθε άλλο.
Η Βαγδάτη και η Τεχεράνη, αμφότερες δεν επιθυμούν την ανάδυση εθνικού κουρδικού κράτους στην περιοχή, αφού εάν αυτό γίνει, το Ιράκ στην ουσία παύει να υφίσταται, αφού συρρικνώνεται σημαντικά, ενώ χάνει και σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, ασχέτως εάν διαθέτει κι άλλους στο νότο τμήμα.
Το δε Ιράν θα αντιμετωπίσει ενδεχομένως και άμεσα την επιθυμία του κουρδικού στοιχείου που ζει εντός των ιρανικών συνόρων, σε περιοχή που γειτνιάζει με την αντίστοιχη κουρδική του Βορείου Ιράκ, να αποσχιστεί και να ενωθεί με αυτό που θα βλέπει ως εθνικό κέντρο.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Τουρκία, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού γειτνιάζουν δικοί της συμπαγείς κουρδικοί πληθυσμοί, οι οποίοι έχουν καταφέρει στην πράξη να αυτονομηθούν και σε μεγάλο βαθμό ελέγχουν τις περιοχές, με την πρόσβαση να είναι πλέον δύσκολη ακόμα και για τον – υποτίθεται – πανίσχυρο τουρκικό στρατό.
Κατά συνέπεια, ασχέτως του αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διάκεινται θετικά στην προοπτική της κουρδικής ανεξαρτητοποίησης, θα πρέπει να υπολογιστεί το μέχρι ποιο τίμημα θα ήταν διατεθειμένες να καταβάλουν για να πετύχουν αυτόν τον στόχο. Κι εάν το τίμημα είναι η καταστροφή των ήδη προβληματικών σχέσεων με την Άγκυρα, τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη, που θα επέσειε τον κίνδυνο ρωσικής διπλωματικής παρέμβασης με… αντιαμερικανικά χαρακτηριστικά, τότε η πιο συνετή ενέργεια είναι η «αγορά» χρόνου, έως ότου ξεκαθαρίσει η στρατηγική κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή.
Οι εξελίξεις αυτές ανέδειξαν την κουρδική τρωτότητα στο στρατιωτικό επίπεδο και παρά την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφος κοντά στην πρωτεύουσα Αρμπίλ, οι οποίες πέραν της ουσίας της παρουσίας τους εκεί, χρησιμεύουν και ως «πυροκροτητής» (trigger) αμερικανικής αεροπορικής επέμβασης με πρόσχημα την προστασία τους, τα 1050 χιλιόμετρα των συνόρων της κουρδικής περιοχής του Βορείου Ιράκ και η προάσπισή τους, είναι κάθε άλλο από μια εύκολη και υπόθεση, με τη γεωγραφία να μη βοηθά ιδιαίτερα…
Καταλήγοντας, εφόσον Άγκυρα, Βαγδάτη και Τεχεράνη δεν επιθυμούν την κουρδική ανεξαρτητοποίηση, ενώ δεν ενθουσιάζονται και με την ανάδυση ισχυρών «μη κρατικών δρώντων» όπως το «Ισλαμικό Κράτος», που παρεμπιπτόντως τις φέρνουν στην ίδια θέση που οι ίδιες πρωτεύουσες φέρνουν το εβραϊκό κράτος με την υποστήριξη τέτοιων δρώντων, όπως η σιιτική Χεζμπολάχ και η σουνιτική Χαμάς, τις οδηγούν στην απόφαση τακτικής στήριξης του ομόσπονδου κουρδικού συστατικού του Ιράκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες που βρίσκονται σε φάση αναδίπλωσης της στρατιωτικής τους ισχύος από την περιοχή, ακόμα και να το ήθελαν δεν θα ήταν απλό να εμπλακούν στρατιωτικά στην προστασία ενός νεοσύστατου κράτους, έχοντας το Ιράκ, το Ιράν και την Τουρκία αντίπαλους, αφού αυτό θα παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες, διπλωματικές και στρατιωτικές, ενώ θα αντιμετώπιζε και σοβαρούς δυνητικούς κινδύνους, δεν έχουν κανέναν λόγο να βιαστούν με την ανεξαρτητοποίηση των Κούρδων στην περιοχή.Πρώτο μέτωπο που θα πρέπει να κλείσει, είναι αυτό απέναντι στην Τεχεράνη, με τις συζητήσεις για το πυρηνικό της πρόγραμμα να έχουν καταληκτική ημερομηνία το ερχόμενο φθινόπωρο. Επίσης, για να αναδυθεί κουρδικό κράτος θα ήταν καλύτερο να συμβεί μετά από μια de facto κατάρρευση και τριχοτόμηση του Ιράκ, στο πλαίσιο μια ευρύτερης αναδιάταξης των συνόρων της περιοχής.
Κι αυτό διότι δεν μπορούν να μην αντιδράσουν στην κουρδική ανεξαρτητοποίηση και να το πράξουν εάν το σιιτικό νότιο Ιράκ περάσει κι επίσημα στον έλεγχο του Ιράν, με την Ισλαμική Δημοκρατία να αποκτά κοινά σύνορα με τον μεγάλο της περιφερειακό αντίπαλο, τη Σαουδική Αραβία, όπου εκεί το πρόβλημα ελέγχου αυτής της στρατηγικής σχέσης για την Ουάσιγκτον, θα ήταν απείρως δυσκολότερο και πιο πολύπλοκο.
Στο μεταξύ, επεμβαίνοντας στρατιωτικά – σημειακά, θα υπενθυμίζει συνεχώς στους ισλαμιστές του «χαλιφάτου» τα όρια στη δράση τους και θα τους «ματώνει» τόσο όσο να αφήσουν ήσυχο τον κουρδικό τομέα. Εξάλλου, ο πιο «φιλελεύθερος» χαρακτήρας των Κούρδων σε αντίθεση με τους διάφορους μεσαιωνικού χαρακτήρα δικτάτορες ή/και δικτατορίσκους στη Μέση Ανατολή, βοηθά εξαιρετικά στην επικοινωνιακή υποστήριξη της φιλοκουρδικής μιας αμερικανικής πολιτικής…
πηγή
Δημοσίευση σχολίου