Αφεντούλη Θ. Λαγγίδη
Στο άρθρο που δημοσιεύθηκε προ ημερών, σταθήκαμε ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο τα αποτελέσματα των τουρκικών εκλογών της 31ης Μαρτίου, αποτελούν και ένα είδος προκρίματος για την εκλογή Προέδρου στην γειτονική χώρα τον προσεχή Αύγουστο.
Το ζήτημα αυτό απασχολεί την πλειοψηφία των αναλυτών στην Τουρκία, κάτι καθ’ όλα κατανοητό, αφ’ ής στιγμής συνδέεται στενά με το βασικό διακύβευμα, το οποίο είναι η ίδια η υπόσταση των δημοκρατικών θεσμών, οι βασικές ελευθερίες και τα συλλογικά και ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα αυτή. Οι υπερεξουσίες δε, που αποκτά η γνωστή μας Μ.Ι.Τ. (τουρκική Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) –η οποία μάλιστα αποκτά και νέες δραματικά αναβαθμισμένες εγκαταστάσεις ευρέως φάσματος παρακολούθησης, στο Gölbaşı – δικαιολογούν απόλυτα τον χαρακτηρισμό της ως «κράτος εν κράτει», ως μια παντοδύναμη πλέον Teşkillat –ı- Mahsusa στα χέρια ενός νέου Σουλτάνου.
Και ενώ είναι λογικό και αναμενόμενο, η «Προεδρολογία» να απασχολεί την καθημερινότητα του μέσου Τούρκου, στην ελληνική περίπτωση, καθίσταται αποπροσανατολιστική στην καλύτερη περίπτωση, καταστροφική στην χειρότερη. Για μια ακόμη φορά, κάποιοι έλληνες αναλυτές –εκόντες; Άκοντες;- δημιουργούν ευφάνταστα σενάρια που έχουν μια δική τους εσωτερική λογική και συνέχεια, αλλά που αφετηριακά λανθάνουν, προβάλλοντας μια καθ’ όλα στρεβλή «κατοπτρική εικόνα» (mirror image) αυτού που θέλουμε να είναι, σε αυτό που είναι πραγματικά. Αξίζει να σταθούμε πολύ λίγο σε αυτή την λογική-η οποία βεβαίως και θεμελιώνεται στην αντίληψη του αδρανούς, παθητικού και παραδεδομένου παρατηρητή-:
Αν –λένε τα σενάρια- ο Ερντογάν μεταπηδήσει στην Προεδρία, τότε μπορούμε να αγαλλιάσουμε ομοθυμαδόν, αφού στην Πρωθυπουργία θα επανέλθει ο «συνετός» Α. Γκιούλ, ο οποίος –σε μια γραμμική λογική- θα καταπολεμήσει τόσο τον ακραίο Ισλαμισμό (βλ. Γκιουλέν) , όσο και τις οποίες φιλοδοξίες του Στρατεύματος να επανακάμψει.
Πολύ καλό για να είναι αληθινό; Ναι, αλλά έτσι είναι, γιατί έτσι νομίζουμε ότι είναι, εδώ στην χώρα όπου ο καθείς ζει τον μύθο του. (Live your Myth in Greece, όπως έλεγε και το πάλαι ποτέ διαφημιστικό σποτ).
Στο ενδιάμεσο και με την πεζή πραγματικότητα να «δαγκώνει» κυριολεκτικά, το «καθυποταγμένο» τουρκικό Στράτευμα, κερδίζει σιωπηρά και αδιαμαρτύρητα πλέον, όσα ίσως δεν διανοούνταν να εξασφαλίσει και κατά την περίοδο της παντοδυναμίας του: η Τουρκία –σύμφωνα με στοιχεία του S.I.P.R.I. (Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης Στοκχόλμης) βρίσκεται πλέον στην 14η θέση παγκοσμίως όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες, με περίπου 20 δις. $ για το 2013, ενώ από την άλλη πλευρά, το καθεστώς Ερντογάν «ερωτοτροπεί» ασύστολα πλέον με τους στρατιωτικούς, απελευθερώνοντας σταδιακά την φυλακισμένη ηγεσία (βλ. τηλεφωνική συνομιλία Ερντογάν-Μπασμπούγ μετά την αποφυλάκιση του τελευταίου), και κατονομάζοντας τον κοινό εχθρό στη μορφή του «παράλληλου κράτους-συστήματος» (ήγουν Γκιουλέν).
Πάντοτε σύμφωνα με τα παραπάνω σενάρια –κοινός τόπος των οποίων διαχρονικά παραμένει η εναγώνια , και φρούδα στην ουσία της, προσπάθεια να βρεθεί ο «ιδανικός» για τα ελληνικά συμφέροντα τούρκος ηγέτης- στην πορεία προς τις Προεδρικές εκλογές, ο «κακός» πλέον Ερντογάν, πιθανότατα να αναζητήσει περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής του, μέσω επιλεγμένων δυνητικών κρίσεων στα Ελληνοτουρκικά –και βεβαίως και στο Κυπριακό- «ευκαιρία» που η «συνετή» ελληνική εξωτερική πολιτική, πρέπει με κάθε κόστος να του στερήσει.
Τι κι αν οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές πλέον, συμφωνούν στο ότι αν πρέπει να αναζητήσουμε την μόνη περίπτωση «επιτυχημένης» εφαρμογής της πολυδιαφημισμένης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μηδενικών προβλημάτων, αυτή εντοπίζεται αποκλειστικά στα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων .
Νομίζουμε ότι η απαρίθμηση των «επιτυχημένων» κινήσεων της Ελλάδας –και της Κύπρου στις σχέσεις με την γείτονα, δεν προσιδιάζει στο κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας, αφού θα μετέτρεπε την κατάνυξη και την περισυλλογή σε οδύνη και απέραντη απελπισία για την Ελληνική εξωτερική πολιτική, για την οποία καμία Ανάσταση δεν προβλέπεται, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον.
Καταλήγει ίσως κοινοτυπία και βερμπαλισμός ακόμη , το να σημειώσουμε, ότι η οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η Ελλάδα (όντας σε απομόνωση 6 ετών από το παγκόσμιο οικονομικό και όχι μόνο γίγνεσθαι) δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι, έναντι μιας δομικής αδυναμίας σύλληψης και διαμόρφωσης εύρωστης και συμπαγούς εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, αλλά ως μια ευκαιρία για περίσκεψη και αυτοκριτική για τα λάθη της πλευράς μας , που συνέβαλλαν τα μάλλα στην σημερινή συγκυρία στην οποία η γείτων εμφανίζεται ως έχουσα εξωπραγματικές διαστάσεις.
Ο Αφεντούλης Θ. Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Συντονιστής Έρευνας Κέντρο Ανατολικών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου