Δυόμισι χρόνια τώρα εντοπίζουμε το «απόλυτο κακό» της πολιτικής στο Μνημόνιο. Λες και πριν το Μνημόνιο, τα πάντα λειτουργούσαν, αν όχι στην εντέλεια, έστω με τρόπο βιώσιμο.
Όμως πολύ μεγαλύτερη ευθύνη για την κακοδαιμονία μας από το ίδιο το Μνημόνιο (το οποίο, να συνεννοούμαστε, …δεν είναι και ό,τι καλύτερο – για την ακρίβεια, είναι ό,τι χειρότερο) φέρουν οι πολιτικές ηγεσίες και το πολιτικό προσωπικό που το διαχειρίστηκε και το εφήρμοσε με τον τρόπο που το εφήρμοσε.
Στο ερώτημα «αν θέλουμε να αλλάξει το κράτος» (στο οποίο δεν απαντά κανείς με ένα ρητορικό και εύκολο «ναι» ή «όχι», αλλά με τις συγκεκριμένες πολιτικές που προτείνει ή εφαρμόζει: αυτές είναι που «κάνουν ταμείο»), εμείς απαντάμε εμφατικά «ναι». Στα δυόμισι αυτά χρόνια ακούσαμε εκατοντάδες φορές ότι «κάποιες από τις πολιτικές του απεχθούς Μνημονίου θα έπρεπε να τις είχαμε εφαρμόσει εδώ και χρόνια». Πόσες όμως έστω από αυτές τις «καλές» πολιτικές, που κληθήκαμε να τις εφαρμόσουμε όλες μαζί και σε συντομότατο χρονικά διάστημα, εφαρμόστηκαν όντως εν ταις πράξεσιν; Ή επιλέχθηκε συνειδητά η εξουθενωτική φτωχοποίηση του λαού, ώστε κατά το δυνατόν να μην αλλάξει τίποτα;
Μήπως το πολιτικό-κομματικό σύστημα έκανε τα πάντα ώστε να αλλάξει ό,τι υπάρχει… εκτός από αυτές τις πολιτικές που «φέρνει το Μνημόνιο», τις οποίες «θα έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει εδώ και χρόνια»; Μήπως με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού, το ίδιο Μνημόνιο που θα μπορούσε να είχε γίνει «μαύρος άγγελος της μεταπολιτευτικής φαυλότητας» κατέληξε να είναι… «τα εννιάμερα του ελληνικού λαού»; Κρίσεως εννήμαρ…
Για να υπεραπλουστεύσουμε όσο δεν πάει:
Ας υποθέσουμε ότι το Μνημόνιο καθ΄ αυτό εν μέρει εισήγαγε τον επείγοντα χαρακτήρα κάποιων διαρθρωτικών αλλαγών και εν μέρει ούτως ή άλλως θα λειτουργούσε ως σφαγέας, όπως και αλλού λειτούργησε το ΔΝΤ, χωρίς θετικό για τους Έλληνες αντίκρισμα. Τα δύο σύνολα, του Μνημονίου καθ’ αυτό και των ευκταίων διαρθρωτικών αλλαγών, εφάπτονται επί της αρχής και εν μέρει αλληλοκαλύπτονται, δημιουργούν μια κάποια κοινή περιοχή (αφήνοντας όμως στο μεγαλύτερο κομμάτι του Μνημονίου τον χαρακτήρα της φτωχοποίησης).
Οι διαχειριστές όμως του Μνημονίου, το εγχώριο πολιτικό σύστημα από τον Απρίλιο του 2010, έκανε τα πάντα ώστε να μετακυλιστεί το κόστος απ’ ευθείας στον λαό, χωρίς να λάβουν χώρα οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που εν τέλει εισήγαγε και απαιτούσε το Μνημόνιο (θα σας πω το πιο σύντομο ανέκδοτο: έχουν ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα). Φτάσαμε στο σημείο να θεωρείται προτιμότερο να περικοπούν οι πλέον χαμηλές συντάξεις, παρά να απολυθούν οι διορισμένοι εκτός ΑΣΕΠ (δηλαδή ρουσφετολογικά) δημόσιοι υπάλληλοι. Δηλαδή, μερίμνησαν ώστε τα δύο σύνολα να μην αλληλοκαλύπτονται ούτε μερικώς ούτε ολικώς: επιχειρήθηκαν τα πάντα ώστε να αποσυνδεθεί όσο περισσότερο γίνεται η εφαρμογή του Μνημονίου από την ταύτισή της με συγκεκριμένες ευκταίες διαρθρωτικές αλλαγές.
Όμως, μια πολιτική επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, η οποία ουδέποτε υπήρξε και βρισκόμαστε στην αέναη αναμονή της, θα στόχευε στο ακριβώς αντίθετο: στην αξιοποίηση του Μνημονίου ως μοχλού για την βαθιά αλλαγή του Κράτους, ως μοχλού για την ταχύτατη πραγματοποίηση πολλών σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ταυτοχρόνως, ελαχιστοποιώντας όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό το αναίτιο, «μη-μεταρρυθμιστικό» ανθρωποβόρο κόστος –που σε συνθήκες Μνημονίου είναι αδύνατον να προσεγγίζει το μηδέν: ούτως ή άλλως θα υπήρχε- δίνοντας στην τρόϊκα αυτό που θέλει: τη ριζική μείωση του ελλείμματος, η οποία θα είναι το απότοκο αυτών των μεταρρυθμίσεων ενός ακραία σπάταλου και κακοδιαχειριζόμενου κράτους. Δηλαδή, μια πολιτική επαναδιαπραγμάτευσης θα πάσχιζε να μεγεθυνθεί όσο γίνεται η «κοινή περιοχή», η αλληλοεπικάλυψη Μνημονίου και ευκταίων διαρθρωτικών αλλαγών.
Βρεθήκαμε λοιπόν ενώπιον ενός συνασπισμού δυνάμεων που επεδίωξε –ακόμα και εξ αντιθέτου- να αλλάξουν τα πάντα ώστε να μην αλλάξει απολύτως τίποτε, ενώ εμείς ζητούσαμε την αξιοποίηση της ευκαιρίας ώστε ακριβώς να αλλάξουν τα πάντα. Όμως, η επιθυμία, επιδίωξη και μεθόδευση διάσωσης της μεταπολιτευτικής ισορροπίας δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο ούτε των «μνημονιακών» ούτε των «αντιμνημονιακών»…
Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις που γέννησαν τους ΑΝ.ΕΛ. και οι δυνάμεις που φούσκωσαν την Χρυσή Αυγή εκφράζουν σαφέστατα το μέτωπο που θα ήθελε να μην αλλάξει τίποτα στην μεταπολιτευτική διάταξη, μόνο λεπτομέρειες – παρά τα μεγάλα λόγια περί του αντιθέτου.
(Πολλές φορές στην πολιτική, η πολιτική σου ατζέντα φαίνεται πολύ περισσότερο σε πεδία άλλα από τις αυτοπροσδιοριστικές διακηρύξεις σου: επί παραδείγματι, ενώ προεκλογικά οι ΑΝ.ΕΛ. ορκίζονταν ρητορικά στο Ευρώ, ήταν απολύτως σαφές ότι αποτελούσαν την δραχμική συνιστώσα της παράταξης – παραδείγματος χάριν). Όσο τους εξόργισε το Μνημόνιο λόγω της φτωχοποίησης και εξαθλίωσης κοινωνικών στρωμάτων, άλλο τόσο τους εξόργισε επειδή έθετε επί τάπητος την αναγκαιότητα βαθέων τομών στα βολικά ειωθότα. Πρόκειται για τις δυνάμεις που επεδίωξαν να μην αλλάξει τίποτα (ουσιαστικό), ΧΩΡΙΣ Μνημόνιο.
Από την άλλη, μεγάλο κομμάτι των δυνάμεων που στήριξαν τις «φιλευρωπαϊκές δυνάμεις», το ΠΑΣΟΚ, την ΝΔ και την ΔΗΜΑΡ, επεδίωξαν ακριβώς το αντίθετο: πάλι να μην αλλάξει τίποτα (ουσιαστικό), αλλά ΜΕ Μνημόνιο – ή, αν προτιμάτε, παρά το Μνημόνιο. Δηλαδή, το Μνημόνιο «να περάσει και να μην ακουμπήσει»: μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, φεουδαρχικές δομές μέσα στο ελληνικό κράτος/κομματικό κράτος, συγκεκριμένες επαγγελματικές τάξεις ή για την ακρίβεια ομάδες μέσα σ’ αυτές και λοιπά, που ήλπισαν ότι είναι εφικτό να «την γλιτώσουν φτηνά», να διασωθούν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα μέσα στην καταιγίδα αν έκαναν τις απαραίτητες κινήσεις.
Όπως πάντα, στη γωνία έμειναν μειοψηφικές οι πραγματικά μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, και μέσα στην κοινωνία και μέσα στο πολιτικό σύστημα. Όσοι πραγματικά επιθυμούν –ή εργάζονται σκληρά για- μια «Νέα Μεταπολίτευση». Αποτελούν την «μικρὰ ζύμη» που, υπό συνθήκες και περιστάσεις, «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ». Και ακριβώς αυτό είναι το διακύβευμα: τώρα που -σε κάθε περίπτωση- πέρασαν τα μέτρα, στο κατακερματισμένο μετά την ψήφιση των μέτρων σκηνικό να αναλάβουν αυτές οι δυνάμεις –είτε βρίσκονται σήμερα εντός είτε εκτός πολιτικού συστήματος- την πρωτοβουλία να «ζυμώσουν το φύραμα». (Έχουμε αναλύσει το γιατί αυτό είναι απλώς αδύνατο να προέλθει από τους παρόντες κομματικούς μηχανισμούς). Ούτως ή άλλως, μετά από τα εψηφισμένα ασφυξιογόνα μέτρα η συνέχιση μιας διασωστικής της μεταπολίτευσης τροϊκανής πρακτικής θα είναι «καμένο χαρτί»: τα περιθώρια έχουν στενέψει απαγορευτικά. Πρόκειται για κάτι που το παραδέχονται και στο πολιτικό σύστημα.
Όπως πάντα, το αιτούμενο είναι η ανατροπή με ομαλότητα: ούτε η ανατροπή χωρίς ομαλότητα, που ευαγγελίζονται τα άκρα, ούτε η ομαλότητα χωρίς ανατροπή, που ευαγγελίζεται ο… Πάγκαλος αλλά και γενικότερα η φυσική αδράνεια των μεγάλων κομμάτων.
Υπάρχει πολιτικός αρχηγός που να προτίθεται στα σοβαρά (δηλαδή, με το απαραίτητο και όχι με το ακατάλληλο στελεχιακό δυναμικό γι’ αυτήν τη δουλειά) να αξιοποιήσει το Μνημόνιο ως μοχλό για την βαθιά αλλαγή του κράτους, αρνούμενος σαφέστατα τις ανθρωποβόρες εκδοχές και πλευρές του; Να επαναδιαπραγματευτεί με αυτό το σχέδιο; Αν υπάρχει, να… σηκώσει το χέρι του – όσο έχουμε ακόμα καιρό…
Το προνομιακό χρονικό πεδίο για την γέννηση, την εμφάνιση και τον σχηματισμό των δυνάμεων που θα διεκδικήσουν πρωτοκαθεδρία στο επόμενο πολιτικό τέρμινο είναι, μάλλον, αμέσως μετά την καταβολή της δόσης, δηλαδή πολύ πολύ βραχυπρόθεσμα. Πότε άλλοτε; Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε!
Εκ των πραγμάτων, εκ των καταστάσεων, εκ των συνθηκών (αλλά και της περιρρέουσας λειψανδρίας) ο πρωθυπουργός της χώρας έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το ερώτημα είναι αν θα το τολμήσει, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος – ή θα αφήσει την Ιστορία να τον ξεπεράσει, όπως τόσους άλλους.
Σωτήρης Μητραλέξης
πηγή
Δημοσίευση σχολίου