Βασίλης Γιαννακόπουλος
Ήδη, ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός ανέλαβε τα καθήκοντά του και η χώρα οδηγείται σε µια νέα εκλογική αναµέτρηση, καθώς τα αντιµνηµονιακά κόµµατα δεν εκµεταλλεύθηκαν τη λαϊκή ετυµηγορία. Παρουσιάσθηκαν ανέτοιµα να συνεργασθούν τόσο µε τις συναφείς πολιτικές δυνάµεις της αριστεράς, όσο και µε τις δυνάµεις της κεντροδεξιάς. Στο εσωτερικό κυριαρχούν ανάµικτα συναισθήµατα και ένα πλήθος ερωτηµάτων ζητούν απάντηση και ταλανίζουν τον ελληνικό λαό. Θα σχηµατισθεί νέα κυβέρνηση; Ποιος θα αναλάβει τα ηνία της χώρας; Τι πολιτική θα ακολουθήσει; Η χώρα θα παραµείνει εντός της ευρωζώνης; Τι θα συµβεί αν επιστρέψουµε στη δραχµή; Απειλείται η εσωτερική ασφάλεια; Η Τουρκία θα επιδιώξει να εκµεταλλευθεί την κρίση που επικρατεί στη χώρα;
Είναι βέβαιο ότι απαντήσεις δεν µπορούν να δοθούν, διότι το πρόβληµα της χώρας είναι πολυδιάστατο, ενώ η επίλυσή του εξαρτάται από κρατικούς και µη κρατικούς εξωτερικούς δρώντες. Επιπρόσθετα, τις επόµενες εβδοµάδες αναµένεται αύξηση της κινδυνολογίας αλλά και υποσχέσεις στα όρια του σουρεαλισµού, από τους πολιτικούς που θέτουν το κοµµατικό συµφέρον υπεράνω του εθνικού.
Τα µέχρι στιγµής δεδοµένα οδηγούν στο σχεδόν ασφαλές συµπέρασµα ότι στα µέσα Ιουνίου «κανένα πολιτικό κόµµα δεν θα διαθέτει αυτοδυναµία». Εποµένως, θα ακολουθήσει και πάλι ένας νέος γύρος διερευνητικών εντολών, µε σκοπό το σχηµατισµό κυβέρνησης συνασπισµού ή εθνικής ενότητας ή και ειδικού σκοπού.
Οι πρόσφατες δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι πρώτο κόµµα θα αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υπόσχεται ότι «θα επιδιώξει να συνεργασθεί µε τις υπόλοιπες αντιµνηµονιακές δυνάµεις της αριστεράς, προκειµένου να οδηγήσει τη χώρα εκτός µνηµονίου, αλλά όχι εκτός ευρωζώνης». στόσο, µέχρι στιγµής, η απάντηση του ΚΚΕ και της ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (πρόσφατες δηλώσεις του Φώτη Κουβέλη) είναι αρνητική. Ακόµη και τα ποσοστά από τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις παρουσιάζουν µια ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, όµως όχι σε τέτοιο βαθµό που θα µπορούσε να σχηµατίσει κυβέρνηση µε τη συµµετοχή ενός µόνο κόµµατος της αριστεράς. Οπότε, για να εξευρεθεί λύση θα πρέπει είτε ο ΣΥΡΙΖΑ να δεχθει συνεργασία µε το ΠΑΣΟΚ ή τη Ν∆ ή το κόµµα των ΑΝΑΞΑΡΤΗΤ Ν ΕΛΛΗΝ Ν, είτε τουλάχιστον δύο κόµµατα της αριστεράς να υπαναχωρήσουν από την αρχική τους θέση και να αποδεχθούν την «πρόσκληση» του Αλέξη Τσίπρα. Βέβαια, υπάρχουν και κάποια άλλα λιγότερο πιθανά σενάρια που θα µπορούσαν να δώσουν λύση στο πρόβληµα σχηµατισµού κυβέρνησης, όπως η περίπτωση που το ΛΑΟΣ ή και η ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ενσωµατωθούν µε τη Ν∆, γεγονός που θα αυξήσει τα ποσοστά της και θα επιδιώξει καταλάβει την πρώτη θέση και το bonus των 50 εδρών.
Οπότε αλλάζουν και τα δεδοµένα του «προβλήµατος». Πάντως, σε κάθε περίπτωση ο σχηµατισµός κυβέρνησης αναµένεται ως «ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήµατα, µετά την επόµενη εκλογική διαδικασία».
Αν επικρατήσει η δεξιά –πιθανόν σε συνεργασία µε το ΠΑΣΟΚ- τότε η πολιτική που θα ακολουθηθεί είναι σχεδόν δεδοµένη. Αν όµως επικρατήσει ένας συνασπισµός αντιµνηµονιακών αριστερών κοµµάτων (χωρίς να αποκλείεται και η συµµετοχή του κόµµατος του Πάνου Καµµένου), τότε το τοπίο αναµένεται να αλλάξει δραστικά.
Προφανώς, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει να σχηµατίσει µια αντιµνηµονιακή κυβέρνηση, τότε σε διαπραγµατευτικό επίπεδο µε την ευρωζώνη θα έχει τρεις επιλογές:
Να πιέσει και να καταφέρει σηµαντική τροποποίηση του µνηµονίου (αισιόδοξο αλλά σχεδόν απίθανο σενάριο).
Να πιέσει και να πετύχει λίγες και όχι ιδιαίτερα σηµαντικές αλλαγές (αναµενόµενο σενάριο ως προς το αποτέλεσµα, αλλά σχεδόν απίθανο να τεθεί ως στόχος από το ΣΥΡΙΖΑ, διότι θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του).
Να υιοθετήσει µια σκληρή και αδιαπραγµάτευτη στάση καταγγέλλοντας το µνηµόνιο, η οποία θα έχει ως αποτέλεσµα την οριστική (;) ρήξη µε την ευρωζώνη και η χώρα να βρεθεί εκτός αυτής (απευκταίο σενάριο, που δεν συγκεντρώνει σηµαντικές πιθανότητες).
Με εξαίρεση την πρώτη περίπτωση (αισιόδοξο αλλά σχεδόν απίθανο σενάριο), σε σύντοµο χρονικό διάστηµα το επόµενο κυβερνόν κόµµα (και όσα θα συµµετέχουν σε µια κυβέρνηση συνασπισµού) θα υποστεί µια σηµαντική φθορά. Αυτό θα συµβεί είτε λόγω του ότι θα συνεχίσει να εφαρµόζεται ελαφρώς τροποποιηµένο το µνηµόνιο.
Άρα, δεν θα έχει εξευρεθεί η λύση όπως προεκλογικά είχε υποσχεθεί. Είτε διότι η χώρα θα τεθεί εκτός ευρωζώνης, µε όλες τις αρνητικές συνέπειες σε οικονοµικό επίπεδο και επίπεδο ασφάλειας, που θα ακολουθήσουν τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστηµα. Εποµένως, θα είναι πολύ πιθανόν η χώρα να οδηγηθεί και πάλι σε εκλογές, ίσως και εντός του 2012 για τρίτη συνεχή φορά.
Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχει και µια µικρή πιθανότητα η Άγκελα Μέρκελ να αποδεχθεί ή τουλάχιστον να αρχίσει να συζητά επί της ουσίας τις θέσεις του Γάλλου προέδρου Φρανσουλα Ολάντ, για σταδιακή εφαρµογή µιας στρατηγικής ανάπτυξης ή ακόµη και έκδοσης ευρω-οµολόγου, ειδικά αν πιεσθεί και από τις εξελίξεις στις υπόλοιπες χώρες-µέλη της ζώνης του ευρώ. Το σενάριο αυτό θα πρέπει να αρχίσει να εκτυλίσσεται ή τουλάχιστον να διαφαίνεται µια ευοίωνη προοπτική, πριν η επόµενη ελληνική κυβέρνηση ξεκινήσει τις διαπραγµατεύσεις µε την τρόικα. Έτσι, θα της δοθεί η ευκαιρία αλλά και το «άλλοθι» να επαναπροσδιορίσει τις αρχικές της τοποθετήσεις περί «καταγγελίας του µνηµονίου».
Η πολιτική που προτίθεται να εφαρµόσει µετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον καταφέρει να σχηµατίσει κυβέρνηση συνασπισµού, δεν χαρακτηρίζεται απαραίτητα ως «απορριπτέα ή καταστροφική», όπως υποστηρίζεται από τα πολιτικά κόµµατα που επιµένουν ότι «η εφαρµογή των µέτρων του µνηµονίου είναι µονόδροµος». Πρώτα απ’ όλα, η «πολιτική Τσίπρα» λειτουργεί ως σηµαντική συνιστώσα της συνολικής
πίεσης που ασκείται κατά της «πολιτικής Μέρκελ». Ο Γάλλος πρόεδρος το γνωρίζει και αναµένεται να το εκµεταλλευθεί. ∆εύτερον, εξαιτίας της αδιάλλακτης στάσης του στη διάρκεια των διερευνητικών εντολών, αποκαλύφθηκαν εν µέρει οι ανοχές και οι προθέσεις των επικεφαλής της τρόικας και της Άγκελας Μέρκελ. Αυτό συνιστά ένα σηµαντικό ατού από ελληνικής πλευράς, στις διαπραγµατεύσεις που πιθανόν θα ακολουθήσουν. Επίσης, κανείς δεν µπορεί να εγγυηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρµόσει την αντιµνηµονιακή πολιτική που προεκλογικά υποσχέθηκε και η οποία επέφερε ιδιαίτερη ανησυχία στους κόλπους της ευρωζώνης και όχι µόνο. ∆ηλαδή, την άµεση καταγγελία του µνηµονίου.
Αυτό που θα πρέπει να έχουν υπόψη τους οι Έλληνες πολίτες και όσοι πολιτικοί πιθανόν διαπραγµατευτούν το µνηµόνιο είναι ότι αν η χώρα βρεθεί εκτός ευρώ, τότε θα οδηγηθεί µε µαθηµατική ακρίβεια σε µια χαοτική κατάσταση, διότι δεν είναι προετοιµασµένη να αντιµετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες που θα ακολουθήσουν. στόσο, το σενάριο αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως «αποµεµακρυσµένο», διότι το διακύβευµα για τις χώρες-µέλη της ευρωζώνης και ιδιαίτερα για τη Γερµανία θα είναι εξαιρετικά επώδυνο. Από το 2009, η γερµανική οικονοµία σηµειώνει µια συνεχή ανοδική πορεία στις εξαγωγές και στο ΑΕΠ της, ενώ ταυτόχρονα η ανεργία σηµειώνει πτώση. Εποµένως, δεν θα ρισκάρει την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου