GuidePedia

0
 

Ο κεμαλισμός δεν αποτελεί μια κοινωνική ή πολιτική θεωρία αλλά ένα σχέδιο ίδρυσης κράτους και συγκεκριμένα του εθνικιστικού και ρατσιστικού κράτους έθνους. Η Τουρκία του παρελθόντος είναι γνωστή σε όλους. Πρόκειται για μια χώρα που διοικείται από έναν κεμαλικό πολιτικο-στρατιωτικό κρατικό μηχανισμό όπου ο λαός υπάρχει για το κράτος. Πρόκειται για μία χώρα όπου:

  1. Καταπατούνται οι ατομικές ελευθερίες.
  2. Η στρατιωτική ηγεσία θεωρούσε ότι δεν διοικεί μόνο τις ένοπλες δυνάμεις αλλά ολόκληρη τη χώρα.
  3. Οι πολίτες είναι υποταγμένοι στην επίσημη ιδεολογία και στην κρατική ελίτ.
Οι Σουνίτες ελέγχουν το σύνολο του κρατικού μηχανισμού βάζοντας στο περιθώριο όλες τις υπόλοιπες μειονοτικές κοινότητες όπως Αλεβίτες, Κούρδους κ.λπ.
Η κεμαλική πολιτικο-στρατιωτική ελίτ για να διατηρήσει την εξουσία της και να συνεχίσει να έχει υπό την κηδεμονία της το λαό και τη χώρα:
  1. Συνέταξε το δικό της Σύνταγμα με σκοπό η στρατιωτική παρουσία να ριζωθεί βαθιά στη νομική υποδομή της Τουρκικής Δημοκρατίας.
  2. Πραγματοποίησε πραξικοπήματα.
  3. Απαγόρευσε τη λειτουργία κομμάτων είτε κουρδικών είτε άλλων των οποίων οι αρχηγοί τάχθηκαν κατά της εν λόγω ελίτ.
  4. Αμαύρωσε τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών.
  5. Εξέδωσε υπομνήματα παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας.
  6. Δημιούργησε οργανώσεις ανατροπής της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης.
  7. Δημιούργησε το αίσθημα ότι η χώρα περιτριγυρίζεται από εχθρούς τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Με την άνοδο στην εξουσία του νυν κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ, ο πρωθυπουργός Ερτνογάν άρχισε να υλοποιεί μια πολιτική μεταρρυθμίσεων επιδιώκοντας να δώσει ένα τέλος στη στρατιωτική χειραφέτηση, όχι για να μειώσει την επιχειρησιακή δυναμική και πολεμική ισχύ των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αλλά για να δημιουργήσει μια μοντέρνα μορφή πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Η πολιτική αυτή στηρίζεται σε τέσσερις άξονες:
  1. Πολιτικοποίηση του κράτους.
  2. Διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών.
  3. Διεύρυνση της πολιτικής σκηνής.
  4. Υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας.
Παράλληλα, το ΑΚΡ πέτυχε να φέρει στην επικαιρότητα ορισμένα από τα βασικά προβλήματα της χώρας που εθεωρούντο «ταμπού» και να τα μετατρέψει από «βασικά προβλήματα» σε «θέματα προς συζήτηση». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το κουρδικό πρόβλημα ή κουρδικό άνοιγμα, οι σχέσεις στρατού-πολιτικών ή στρατιωτικό πρόβλημα, η αναθεώρηση του Συντάγματος ή δημοκρατικό άνοιγμα, το θέμα της μαντήλας κ.λπ.
Επίσης, το νέο-οθωμανικό προφίλ, το οποίο προβλήθηκε πολύ έντεχνα διεθνώς από τον υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, έδωσε μία σημαντική δυναμική στο κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ αφενός στο εσωτερικό της χώρας, ικανοποιώντας εν μέρει την αναζήτηση ταυτότητας των Τούρκων του 21ου αιώνα, αφετέρου στο εξωτερικό αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο το περιφερειακό προφίλ της Τουρκίας. Όμως μετά το 2008, η πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου άλλαξε τη γενική κατεύθυνση της τουρκικής διπλωματίας και αποστασιοποιήθηκε από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ακολουθώντας μία ανεξάρτητη γραμμή: εστίασε το ενδιαφέρον της στον ισλαμικό κόσμο, εφάρμοσε πολιτικές διαφύλαξης των οικονομικών της συμφερόντων, ήρθε σε προστριβές με το Ισραήλ, τάχθηκε υπέρ του Ιράν, υποστήριξε το καθεστώς του Σουδάν κ.λπ. Έτσι τα «μηδενικά προβλήματα» με γείτονες όπως η Συρία και το Ιράν μετατρέπονται για την Τουρκία σε «πολλαπλά προβλήματα» με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Ισραήλ.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ρεπουμπλικανικό ΟΗΡ και εθνικιστικό ΜΗΡ, αποδείχθηκαν ανεπαρκή στην προαναφερόμενη «ερντογανική επίθεση» διότι η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας τα θεωρεί ως πολιτικό σκέλος του βαθέος κράτους το οποίο δεν επιθυμεί την πρόοδο και τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Το βασικό τρωτό σημείο των κομμάτων αυτών είναι ότι στηρίζονται στη ψυχολογία της «μη αλλαγής» ενώ δεν διστάζουν να κατηγορούν ως προδότες έναντι του ατατουρκισμού όσους επιδιώκουν την αλλαγή. Άλλωστε ο ιδεολογικός τους δογματισμός πάντα έμπαινε εμπόδιο σε κάθε αντίληψη που ανταποκρινόταν στις ανάγκες και στις προσδοκίες της κοινωνίας. Όμως, το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν είναι ότι αρχικά αντιτάχθηκαν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ανακηρύσσοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ως εκπρόσωπο του ιμπεριαλισμού που θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Τουρκίας και επιθυμεί το διαμελισμό της.
Επίσης, στην κινητοποίηση αυτή συμπαρατάχθηκαν οι εκπρόσωποι του τουρκικού κοσμικού κράτους, όπως συγγραφείς, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, οι ένοπλες δυνάμεις και όλοι όσοι αυτοχαρακτηρίζονται ως κεμαλιστές. Βασική τους επιδίωξη ήταν να παραιτηθεί ο Ερντογάν από τον ευρωπαϊκό του στόχο που θα είχε σαν συνέπεια και την πτώση του από την εξουσία. Οι εν λόγω κεμαλικοί και εθνικιστικοί κύκλοι πίστευαν ότι το κοσμικό-«δημοκρατικό» καθεστώς της χώρας διαφυλάσσεται και προστατεύεται από τους στρατιωτικούς. Έτσι η ανησυχία τους ότι η ευρωπαϊκή προοπτική θα μειώσει την ισχύ του στρατού, τους ώθησε σε αποστροφή της Ευρώπης. Εν τούτοις, οι εξελίξεις δεν τους δικαίωσαν διότι η τουρκική κοινή γνώμη άρχισε να αποδέχεται ως εγγυητή των δημοκρατικών αρχών της χώρας τη Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι τους στρατιωτικούς.
Η στρατηγική του Ερντογάν έναντι του στρατιωτικού κατεστημένου ήταν πολυδιάστατη, όπως η αλλαγή της σύνθεσης του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και του τρόπου λήψεως αποφάσεων αυτού, η νομοθετική μεταρρύθμιση σχετικά με την πολιτική αυτονομία των στρατιωτικών, η δικαστική μεταρρύθμιση που οριοθετεί το πεδίο αρμοδιοτήτων της στρατιωτικής δικαιοσύνης κ.λπ. Συνακόλουθα δε, άρχισε να παρεμβαίνει και στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων με έμφαση στις αποφάσεις του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου (ΑΣΣ). Το ΑΣΣ συνεδριάζει δύο φορές ετησίως και συμμετέχουν ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Άμυνας και όλοι οι ανώτατοι αξιωματικοί βαθμού στρατηγού, ναυάρχου και πτεράρχου. Η σύσταση του συμβουλίου αυτού έγινε το 1971, αμέσως μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12-3-1971, οπότε επιδόθηκε ένα σχετικό υπόμνημα στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Cevdet Sunay υπογεγραμμένο από τους τότε αρχηγούς ΓΕΕΘΑ, ΓΕΣ, ΓΕΝ και ΓΕΑ. Οι Τούρκοι στρατηγοί απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης υποστηρίζοντας ότι η εθνοσυνέλευση και η κυβέρνηση με τη στάση τους οδήγησαν τη χώρα σε αναρχία, εσωτερικές διαμάχες, κοινωνικές αναταραχές, οικονομικές ατασθαλίες με αποτέλεσμα να τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο το μέλλον της Τουρκικής Δημοκρατίας. Με τη συγκρότηση του ΑΣΣ οι στρατιωτικοί κράτησαν τις κυβερνήσεις σε απόσταση από το εσωτερικό τους καθεστώς και τις εσωτερικές αποφάσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αποκτώντας μια ολοκληρωτική αυτονομία. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο αποφάσιζε για τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών και τη στρατιωτική στρατηγική, ενώ η παρουσία όλων των πρωθυπουργών ήταν άκρως συμβολική. Για την ακρίβεια όλων πλην του Ερντογάν, ο οποίος τον Αύγουστο και το Νοέμβριο του 2010, μετά από 8 χρόνια πρωθυπουργός, αντιτάχθηκε στην πολιτική αυτή επιδεικνύοντας μια πρωτόγνωρη για τα τουρκικά δεδομένα επίδειξη πολιτικής δύναμης αιφνιδιάζοντας τους στρατιωτικούς. Πέτυχε δηλαδή οι αποφάσεις του ΑΣΣ σχετικά με τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών να έχουν την ουσιαστική έγκριση της πολιτικής εξουσίας της χώρας.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 12-9-2010 στην Τουρκία ανέδειξαν έναν πανίσχυρο Ερντογάν που μπορεί πλέον να προχωρήσει σε μια οριστική πολιτική ρήξη με το στρατιωτικό κατεστημένο και όλους εκείνους τους μηχανισμούς που συνιστούν το αποκαλούμενο «βαθύ κράτος». Ωστόσο είναι σημαντικό να τονισθεί ότι βάσει της διαμόρφωσης του εκλογικού χάρτη η Τουρκία διαμερίζεται σε τρία τμήματα και παρουσιάζει την εικόνα μιας εθνο-θρησκευτικο-ιδεολογικής τριχοτόμησης: τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Θράκης όπου οι κάτοικοι υποστηρίζουν θερμά τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και δεν δέχονται καμία υπαναχώρηση. Τη νοτιοανατολική Τουρκία όπου η πλειοψηφία είναι Κούρδοι. Και τέλος όλη την υπόλοιπη χώρα και κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα οι κάτοικοι των οποίων ασπάζονται τις θέσεις του ΑΚΡ. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι εάν ο Ερντογάν επιδείξει στο εσωτερικό της χώρας του την αλαζονική συμπεριφορά που επιδεικνύει στο εξωτερικό τότε πιθανόν να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα δεδομένου ότι:
  • Οι Κούρδοι από την επομένη του δημοψηφίσματος άρχισαν να δημοσιοποιούν τις «αυτονομιστικές» τους απαιτήσεις δίδοντας την εντύπωση ότι έχει ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» για το κουρδικό.
  • Το βαθύ κράτος βρίσκεται σε στάση αναμονής προκειμένου να εκμεταλλευθεί οποιαδήποτε κυβερνητική αποτυχία ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όπως το πρόβλημα του Αιγαίου, Α.Ο.Ζ., κυπριακό κ.λπ.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω που καταδεικνύουν τα εσωτερικά προβλήματα που υπάρχουν στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο πρωθυπουργός Ερντογάν θα είναι πολύ φειδωλός εάν όχι αρνητικός σε οποιαδήποτε υπαναχώρησή του έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου. Προς επιβεβαίωση της εκτίμησης αυτής κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν ορισμένες κύριες επισημάνσεις έγκριτων Τούρκων δημοσιογράφων:
  1. Αποφασίσθηκε να τηρηθεί μυστικό το περιεχόμενο των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
  2. Οι πληροφορίες που διαρρέουν στα ΜΜΕ κατά πάσα πιθανότητα αφήνουν την εντύπωση ότι έχουν ως στόχο την προετοιμασία της κοινής γνώμης.
  3. Ακόμη δεν άρχισε η περίοδος του «πάρε-δώσε» με την Ελλάδα. Ακόμη οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών δεν κάθισαν για διαπραγματεύσεις.
  4. Στην Ελλάδα έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες. Ο μεγαλύτερος φόβος δεν είναι πλέον η Τουρκία αλλά η οικονομική κρίση.
  5. Σήμερα τα προβλήματα του Αιγαίου βαδίζουν παράλληλα με την πορεία του κυπριακού. Σε περίπτωση που υπάρξει ομοφωνία στις διαπραγματεύσεις στην Κύπρο τότε αυτό θα έχει θετική απήχηση και στο Αιγαίο.
  6. Εάν οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Τουρκίας παρουσιάσουν στασιμότητα τότε θα επιβραδυνθεί η ειρήνη στο Αιγαίο.
  7. Υπάρχει η πιθανότητα συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας για έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου.
  8. Σύμφωνα με μία φόρμουλα που βρίσκεται σε επεξεργασία, η Ελλάδα να μην χρησιμοποιήσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια στα ανατολικά του Αιγαίου που βρίσκονται πλησίον των τουρκικών ακτών αλλά προς δυσμάς, όπως νοτίως της Κρήτης ή και στο Ιόνιο πέλαγος. Έτσι η Ελλάδα θα κάνει χρήση του δικαιώματός της για τα 12 μίλια και η Τουρκία θα άρει το casus belli.
  9. Από τη μία πλευρά οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και το Πατριαρχείο και από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης και οι μουφτήδες.
  10. Ο Παπανδρέου τόνισε ότι συντάσσεται με μια νέα σύνοδο για την ΕΕ-Τουρκία διότι με τον τρόπο αυτό η νέα τουρκική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2011 θα είναι πιο ελεύθερη να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χρήστος Μηνάγιας / www.geostrategy.gr

Δημοσίευση σχολίου

 
Top