GuidePedia

0
Του Γ. Φοίνικα

Aν υπάρχει μια ευχή που ο κάθε θεωρητικός των ανθρωπιστικών επιστημών, σεβόμενος την επιστημονική του ταυτότητα, θα επιθυμούσε διακαώς να πραγματοποιηθεί, θα ήταν να του δοθεί η ευκαιρία τα όσα θεωρητικά υποστηρίζει να τα εφαρμόσει στην πραγματικότητα, χωρίς περιορισμούς και χωρίς αλλοιώσεις του ιδεολογικού του πλαισίου. Χωρίς αμφιβολία, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αχμέτ Νταβούτογλου θα πρέπει, τουλάχιστον υπό αυτήν την οπτική, να θεωρεί τον εαυτό του ως προνομιούχο μεταξύ των συναδέλφων του Τα όσα υποστήριξε και ανέλυσε κυρίως στο βιβλίο του «Stratejik Derinlik:» (Στρατηγικό Βάθος) που εκδόθηκε το 2001, είχε την ευκαιρία να τα δει να εφαρμόζονται σταδιακά, με την μορφή μιας στιβαρής εθνικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας υπό την διακυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν. Μια πολιτική, που ακολούθησε την οραματική του επιστημονική θεώρηση της επαύξησης της εθνικής ισχύος της Τουρκίας με άξονα το νεοοθωμανικό πρόταγμα, διαμορφούμενη είτε κατά την περίοδο 2002-2009, καθ’ όσον ο ίδιος διετέλεσε σύμβουλος του ίδιου του Ερντογάν επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, είτε ακόμη περισσότερο από τον Μάιο του 2009 και εξής, αφ’ότου κατέλαβε τη θέση του υπουργού επί των Εξωτερικών.



Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, είναι δυνατή η ρεαλιστική θέαση πρόσφατων δηλώσεών1 του, που δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα «Deniz Haber». Απαντώντας σε προκλητικώτατη επερώτηση του βουλευτή του κόμματος ΜΗΡ από το Κοτσάελι, Lütfü Türkkan, βρίθουσα από ανυπόστατους ισχυρισμούς περί καταλήψεων(!) νησιών του Αιγαίου από τους Έλληνες, ο Τούρκος ΥΠΕΞ έκανε υπαινικτική αναφορά στην υποκειμενικότητα –τάχα- της ερμηνείας των συμβατικών προβλέψεων των διεθνών Συνθηκών της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947), οι οποίες προβλέπουν μεταξύ άλλων την οριοθέτηση της τουρκικής επικράτειας (και δη προς δυσμάς, προς το Αιγαίο) και τον καθορισμό του εδαφικού καθεστώτος των Δωδεκανήσων, κατά την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια, αντιστοίχως. Επίσης, επανήλθε σε γνωστές, αλλά νομικά πλήρως ανυπόστατες, θέσεις της Τουρκίας περί τάχα υφισταμένου διαρκούντος καθεστώτος αποστρατικοποίησης (και δη «πλήρους αποστρατικοποίησης») νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, που απορρέει ως απολύτως ρητή συμβατική δέσμευση της Ελλάδος από τις δύο προαναφερθείσες Συνθήκες.

Είναι σαφές ότι η κρατούσα νομική ερμηνεία της σχετικής πρόβλεψης του άρθρου 122 της Λωζάννης καθιστά σαφές ότι η οποιαδήποτε αναθεωρητική βλέψη ή επιβουλή της Τουρκίας πέραν των ορίων που σήμερα αναγνωρίζονται διεθνώς και καταγράφονται συμβατικά ακόμη και σε διεθνές πλαίσιο ως «δυτικά όρια της Τουρκίας», είναι μια πράξη καθ’όλα εκτός διεθνούς νομιμότητας, καθώς παραβιάζει την αρχή του σεβασμού της κυριαρχίας των κρατών και του απαραβίαστου των συνόρων τους. Αν δε εκδηλωθεί και με την μορφή στρατιωτική επιθετικής ενέργειας, αυτή θα συνιστά πράξη που αντίκειται σε θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, καθώς θα στοιχειοθετεί το διεθνές έγκλημα της «επίθεσης», εγείροντας έτσι αναμφισβήτητα θέμα διεθνούς ευθύνη της χώρας έναντι του διεθνούς δικαίου, καθιστώντας την αυτοδίκαια υπόλογο έναντι της διεθνούς κοινότητας. Επιπρόσθετα όμως είναι δυνατόν να εγείρει θέμα ενδεχόμενης ατομικής διεθνούς ποινικής ευθύνης όσων κρατικών οργάνων, πολιτικών ή στρατιωτικών αξιωματούχων, συμμετάσχουν πρωταγωνιστικά και ενεργά σε έκνομες κατά το διεθνές δίκαιο πράξεις.

Χωρίς αμφιβολία, το νομικό, αλλά κυρίως γεωπολιτικό όριο των τριών (3) μιλίων της Λωζάννης, σε συνδυασμό με την υφιστάμενη πρακτική, δηλωτική του ασκούμενου ελέγχου επί των νησιών αυτών (βλέπε π.χ. τη μακρόχρονη κτηνοτροφική δραστηριότητα επί των νησιών Ίμια από Έλληνες Καλύμνιους κτηνοτρόφους), αλλά και η άσκηση θεμιτών κυριαρχικών δικαιωμάτων και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων σε περιοχές ελληνικής κυριαρχίας, καθώς και άλλων επιπρόσθετων αρμοδιοτήτων εκ μέρους της Ελλάδος σε περιοχές πέραν αυτής, στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου εν γένει, που όμως της έχουν ανατεθεί από τη διεθνή κοινότητα (βλέπε περιοχή FIR ή περιοχή Έρευνας-Διάσωσης), θέτει νομικά ανυπέρβλητους περιορισμούς στην επεκτατική διεκδίκησή τους από την Τουρκία. Προκαλεί δε εμφανή γεωστρατηγική ασφυξία στον νεοοθωμανικής εμπνεύσεως τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος κληρονόμησε τις «αμαρτωλές» του καταβολές από αντίστοιχες αναθεωρητικές βλέψεις που συντηρούσε το προϋφιστάμενο κεμαλικό καθεστώς, έναντι όλων των όμορων της Τουρκίας κρατών, αλλά και ευρύτερα. Ειδικά δε προς την πλευρά του Αιγαίου και τις περιοχές ελληνικής και τουρκικής κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας, λόγω της φυσικής θαλάσσιας ιδιομορφίας τους, στερούνταν (τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ώσπου η σύγχρονη γεωτοπογραφική τεχνογνωσία να παρέξει τις απαιτούμενες τεχνικές δυνατότητες) της τοπογραφικής δυνατότητας ακριβούς συνοριακής οριοθέτησης (σε αντιστοιχία με μια χερσαία περιοχή).

Έτσι, φαίνεται ότι τόσο για τεχνικούς όσο και γιά νομικούς, αλλά προφανώς και για ευρύτερους γεωπολιτικούς λόγους, οι θαλάσσιες περιοχές πέραν της προς δυσμάς παραμεθορίου της Τουρκίας, οι οποίες βρίσκονται στο Αιγαίο, εκλαμβάνονται ως ευκολότερα επιτεύξιμοι αναθεωρητικοί στόχοι έναντι ενδεχόμενων άλλων παρακείμενων στα ανατολικά ή τα νότιά της σύνορα, τουλάχιστον κατά την παρούσα συγκυρία.

Αυτό το τοπογραφικά απαιτητικό, νομικά σύνθετο και διπλωματικά ιδιόμορφο υφιστάμενο πλαίσιο οριοθέτησης στο Αιγαίο φαίνεται ότι επιδιώκεται να ανατραπεί προς όφελος της Τουρκίας μέσω συστηματικών γεωστρατηγικών μεθοδεύσεων εκ μέρους της, σε διπλωματικό, πολιτικό, αλλά και επιχειρησιακό πεδίο. Ειδικώτερα τελευταία που το γεγονός της ύπαρξης ενεργειακών αποθεμάτων υγρών, αέριων, αλλά και στερεών (υπόγειων, υποθαλάσσιων, ή επιφανειακών του θαλάσσιου βυθού) υδρογονανθράκων έχει ανακύψει πλέον όχι ως υπολανθάνον ή αποκρυπτόμενο δεδομένο, αλλά ως πρωτεύων παράγων στην γεωπολιτική ατζέντα των όμορων, αλλά και τρίτων χωρών με ισχυρά, στρατηγικά, μείζονα έως και ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή και/ή στο εν λόγω ενεργειακό αντικείμενο. Συμφέροντα που εκδηλώνονται αυτοτελώς-μονομερώς στην περιοχή, αλλά, δεδομένης της τερατώδους κλίμακας του ενεργειακού διακυβεύματος, εκδηλώνονται ως αλληλοεπιδρώντα και διεθνώς-πολυμερώς, υπό μια ευρύτερη ενεργειακή και σαφώς χρηματο-νομισματο-οικονομική συσχέτιση σε επίπεδο πολυμερούς-παγκοσμιοποιημένης θεώρησης.

Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η Τουρκία προσπαθεί επί χρόνια, ειδικά μετά το 1974, να θίξει νομικά το ισχύον πλαίσιο κυριαρχικής οριοθέτησης μέσω των αδιάλλειπτων παραβάσεων και παραβιάσεων στον εναέριο χώρο της Ελλάδος στο Αιγαίο, διά της de facto αμφισβήτησης των ορίων δικαιοδοσίας της ελληνικής αρμόδιας αρχής (της ΥΠΑ) στην περιοχή του ΑΤΗΙΝΑΙ FIR που περιλαμβάνει όχι μόνον εθνικό, αλλά και διεθνή εναέριο χώρο. Σημειωθήτω ότι τα όρια της περιοχής ΑΤΗΙΝΑΙ FIR οριοθετήθηκαν και συμφωνήθηκαν μεταξύ όλων των εμπλεκομένων κρατών (της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης) στο πλαίσιο περιοχικών συνδιασκέψεων του ICAO από το 1952 και 1958, με βάση αφ’ενός το δηλωθέν και συμφωνηθέν εκατέρωθεν εύρος του ελληνικού και τουρκικού εναέριου χώρου, και αφ’ετέρου τον προσδιορισμό των ορίων της τουρκικής επικράτειας προς δυσμάς (και της ελληνικής προς ανατολάς), με βάση κυρίως τις (περιοριστικές) προβλέψεις της Λωζάννης.

Υπό την ανωτέρω οπτική, οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ δεν θα πρέπει να ξενίζουν, να πανικοβάλλουν ή να τους αποδίδεται προστιθέμενη γεωπολιτική αξία, πέραν αυτής που σχετίζεται με μια συστηματική προσπάθεια καλλιέργειας ενός κλίματος -ευκαιριακού και ανέξοδουευνοϊκού για μια επεκτατική τουρκική διείσδυση σε περιοχές και κράτη της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο ίδιο ευκαιριακά αναθεωρητικό νεοθωμανικό πλαίσιο εντάσσονται και θα πρέπει να ερμηνεύονται και άλλες αντίστοιχες Νταβουτογλιανής εμπνεύσεως δηλώσεις του παρελθόντος, όπως ενδεικτικά οι σχετικές κατά την ομιλία του ιδίου με θέμα «Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Βαλκανική ειρήνη: Τουρκική Εξωτερική Πολιτική στην 100η Χρονιά» στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου των τούρκων πρέσβεων στην Αδριανούπολη στις 28 Δεκ 2011. Εκεί, μεταξύ άλλων ο Τούρκος ΥΠΕΞ κάλεσε για την γεωπολιτική, και αν είναι δυνατή, και την ουσιαστική ενοποίηση των περιοχών της Βαλκανικής υπό μια «φυσική»(sic), κατά τον ίδιο, τουρκική επιρροή, και/ή -γιατί όχικυριαρχία (sic). Μάλιστα δε υπαινίχθηκε και ότι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι αρκούντως ώριμο ώστε αυτή η συνένωση να γίνει με όρους αυτόβουλης επιλογής των αντίστοιχων πληθυσμών τους(!), αφού υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα των πολέμων δεν ευθυγραμμίστηκε τάχα με τη θέλησή τους («Οι πόλεμοι που έζησαν τα Βαλκάνια στον 20ο αιώνα δεν ήταν πόλεμοι στους οποίους βγήκαν με ίδια θέληση, είναι ανάγκη αυτή η περίοδος να αφεθεί πίσω, ενώ η Αδριανούπολη και οι άλλες Βαλκανικές πόλεις πρέπει να συναντήσουν την φυσική τους ενδοχώρα»).

Ο παρατηρούμενος φρενήρης γεωπολιτικός οίστρος της διακυβέρνησης Ερντογάν–Νταβούτογλου, συνέχεια της νεο-οθωμανικής πολιτικής παρακαταθήκης του Οζάλ, συμπεριλαμβάνει έργα και ημέρες που εκτός των άλλων λειτουργούν κυρίως συμβολικά στην δόμηση της νέας τουρκικής υπερεικόνας, αντάξιας υψιπετών μεγαλοοραματισμών, που επιδιώκουν να ανυψώσουν την Τουρκία σε υψηλή θέση μεταξύ των πραγματικά παγκόσμιων νέων ισχυρών δυνάμεων του 21ου αιώνα. ‘Ένα ομολογουμένως φιλόδοξο εγχείρημα, με καθόλα αμφισβητούμενη όμως έκβαση. Σε αυτό το πλαίσιο συγκαταλέγονται οι εξαγγελίες της κατασκευής μέχρι το 2023 της τεχνητής «Διώρυγας της Κωνσταντινούπολης», μήκους 40 ως 50 χιλιομέτρων, βάθους 25 μέτρων και πλάτους 150 μέτρων, η οποία θα συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με αυτή του Μαρμαρά, προκειμένου να αποσυμφορήσει την αυξημένη ροή ναυσιπλοΐας στον Βόσπορο. Εξαγγελίες που προβλημάτισαν εξαιρετικά, μεταξύ άλλων, και την Μόσχα. Συνοδευτικά αυτού του έργου προβλέπονται επίσης η κατασκευή ενός ακόμη αεροδρομίου (του τρίτου) στην Κωνσταντινούπολη και του μεγαλύτερου της Τουρκίας και ενός λιμανιού κοντά στην διώρυγα.

Στην όλη γεωπολιτική εικόνα θα πρέπει σαφώς να συμπεριληφθούν οι εξελίξεις περί το κουρδικό, και η συμφωνία με το ΡΚΚ για υπό όρους αποχώρηση μαχητών του από το τουρκικό έδαφος, με αφετηρία ορόσημο την 8η Μαΐου. Η εν λόγω πολιτική διευθέτηση ασφαλώς θα δώσει νέα δυναμική και στις συναφείς εξελίξεις στην ευρύτερη τουρκική νοτιοανατολική μεθόριο, που ήδη είναι τεταμένη, όχι μόνον με τα επισυμβαίνοντα στο πλαίσιο της Συριακής σύρραξης, αλλά κυρίως με τις πολιτικές, διπλωματικές και επιχειρησιακές εγγυήσεις που τέθηκαν ως προϋποθέσεις εκ μέρους της κουρδικής πλευράς.

Σε αυτό το πεδίο, είναι σημαντική για την Τουρκία η ενίσχυση του ισλαμικού της προφίλ (εντός και εκτός της χώρας), προκειμένου να είναι σε θέση να συνδιαλλαγεί προνομιακά ή έστω ισότιμα με χώρες αραβικές μεν αλλά και με έντονη την μουσουλμανική/ισλαμική τους ταυτότητα (βλέπε το Ιράν, το Ιράκ, αλλά και την Σαουδική Αρα βία ή το Κατάρ), καθώς και με μη-Άραβες ή μημουσουλμάνους μείζονες δρώντες στην περιοχή, όπως το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, η Ρωσσία και η Κίνα, προκειμένου για τις επερχόμενες γεωπολιτικές διευθετήσεις κατά την μετά Άσαντ εποχή (βλέπε σχετικές πρόσφατες δηλώσεις του Μέιρ Ντάγκαν, τέως επικεφαλής των υπηρεσιών κατασκοπείας του Ισραήλ, που τόνιζε ότι το Ισραήλ πρέπει να κάνει «ό,τι είναι δυνατόν για να απομακρύνει τον Άσαντ από την εξουσία στη Συρία», καθώς «η απομάκρυνσή του … θα λύσει πολλά προβλήματα για το Ισραήλ», θεωρώντας ότι από στρατηγική άποψη θα είναι επωφελής για το Ισραήλ, αφού αναμένεται να εξασθενίσει σημαντικά τις βασικές απειλές ασφαλείας στην εγγύς περιοχή του, την ισλαμιστική οργάνωση Χεζμπολάχ και το Ιράν3). Με δεδομένο λοιπόν το ενδιαφέρον του Ισραήλ για τις ευρύτερες εξελίξεις στην Συρία και πέριξ αυτής, η Τουρκία των Ερντογάν–Νταβούτογλου επιδιώκει να καλλιεργήσει την επαφή της με το μουσουλμανικό στοιχείο της Μέσης Ανατολής, διατηρώντας έναν μοχλό αντισταθμιστικής πίεσης στην άδηλη αλλά σαφώς υφέρπουσα (παρά τις πρόσφατες ανταλλαγές διπλωματικών φιλοφρονήσεων και δηλώσεων θεωρούμενης «συγγνώμης») και μοιραία μακροπρόθεσμα κλιμακούμενα ανταγωνιστική σχέση της με τον έτερο πυλώνα προβολής των συμφερόντων της Ουάσιγκτων στην περιοχή, το Ισραήλ. Εξ ου και η διπλωματική παραφιλολογία του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Τζων Κέρυ με την τουρκική ηγεσία, εν όψει των ενδοιασμών Ουάσιγκτων και Τέλ-Αβίβ για την ανακοινωθείσα επίσκεψη Ερντογκάν στην παλαιστινιακή περιοχή της Λωρίδας της Γάζας. Μια εξέλιξη που σίγουρα θα τεθεί -σε κάποιον βαθμό- και στην επικείμενη επίσκεψη Κέρυ στη Μόσχα στις 6-7 Μαΐου, ειδικά δε κατόπιν της πρόσφατης (θετικής κατά τις σχετικές ανακοινώσεις του State Department της 30ης Απριλίου) εξέλιξης στο πλαίσιο του Αραβικού Συνδέσμου, όπου έγινε αποδεκτή η αρχή μιας ανταλλαγής εδαφών μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.

Στο ευρύτερο πλαίσιο ανακατατάξεων των συσχετισμών ισχύος θα πρέπει να ερμηνευθεί, χωρίς όμως να υπερτιμάται, και η πρόσφατη αναβάθμιση της Τουρκίας σε «Εταίρο σε Διάλογο» στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (The Shanghai Cooperation Organization SCO), που ιδρύθηκε το 2001 με μέλη του την Κίνα, τη Ρωσσία, το Καζακστάν, το Κιργιζστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, ενώ περιλαμβάνει και άλλες χώρες με καθεστώς Παρατηρητή (Ινδία, Ιράν, Πακιστάν, Αφγανιστάν, και Μογγολία), ή Εταίρου σε Διάλογο (Σρι Λάνκα και Λευκορωσία).  Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση της τουρκικής δυναμικής, ειδικά σε ό,τι αφορά τους ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς της εθνικής της οικονομίας, δείχνει να είναι υπερεκτιμημένη, καθώς πρόσφατα πληροφοριακά στοιχεία που προήλθαν από το Turkish Statistical Institute δίνουν μια μάλλον δυσανάλογη των μεγαλεπήβολων οικουμενικών οραματισμών πραγματική εικόνα της.

Συγκεκριμένα, με το τουρκικό ΑΕΠ να συρρικνώνεται σε κάτι περισσότερο από το 2% για το 2012, έναντι του επιβλητικού 8,8% για το 2011 και του ακόμη περισσότερο αξιοθαύμαστου 9,2% για το 2010, η ρεαλιστική εικόνα της εθνικής οικονομίας της Τουρκίας και δη των διαφαινόμενων προοπτικών που μπορεί να υποστηρίξει, πρέπει να προσδιορίζεται σε ανάλογα επίπεδα που απαιτούν ταπεινότητα και σύνεση, ενώ η αποτίμησή τους θα πρέπει να ανακόπτει τις όποιες μεγαλοϊδεατικές ονειρώξεις που καλλιεργήθηκαν συστηματικά εν όψει της τελευταίας προεκλογικής περιόδου από την κυβερνώσα παράταξη του Ερντογκάν.

Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό πρόβλημα για την Τουρκία είναι ποιό θα είναι το γεωπολιτικό οδυνηρό αντίτιμο που θα χρειαστεί να καταβάλει (και γεωγραφικά πού ακριβώς θα το εξοφλήσει) σε αντιστάθμισμα της διεθνούς και δη της υπερατλαντικής υποστήριξης που αποζητά για την διεκδίκηση με αξιώσεις ενός προσαυξημένου μεριδίου στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Ήδη, σε ό,τι αφορά την εξελισσόμενη διευθέτηση ενεργειακής εκμετάλλευσης πέριξ της Κύπρου, ήγειρε κάποιου είδους ρητορικές κυρίως αξιώσεις έναντι των οικοπέδων 1, 4, 5, 6 και 7, προβάλλοντας την γνωστή νομική επιχειρηματολογία ότι τα νησιά, και κατ’ επέκταση οι νησιωτικές ακτογραμμές, δεν μπορούν να διεκδικούν πλήρη εποπτεία στις συναφείς τους θαλάσσιες ζώνες, όταν αλληλεπιδρούν με παρακείμενες ηπειρωτικές ακτογραμμές. Ως εκ τούτου, η διευθέτηση των ορίων των ζωνών εκμετάλλευσης που θα καθοριστούν στην περιοχή δεν μπορεί να καθορίζεται (αποκλειστικά) με βάση την αρχή της μέσης γραμμής και/ή τις νησιωτικές ακτογραμμές.

Η πραγματική πρόκληση για την Τουρκία δεν είναι κατά πόσον θα επιτύχει ή όχι μέρος των μεγαλεπήβολων στόχων που η παρούσα ηγετική ελίτ της έχει διακοινώσει έναντι φίλων, συμμάχων, γειτόνων και ανταγωνιστών διεθνώς. Αλλά το πώς θα διαχειριστεί με ρεαλισμό και αποτελεσματικότητα το στοιχείο του γεωπολιτικού ετεροπροσδιορισμού που χαρακτηρίζει το γεωπολιτικό της στίγμα. Το στίγμα αυτό αποτελεί μοιραίο εγγενές και κληρονομικό στοιχείο της γεωπολιτικής της ταυτότητας από τον καιρό του οθωμανικού της παρελθόντος (ως Μεγάλου Ασθενή) έως την μετακεμαλική της μετεξέλιξη και την σύγχρονή της μεγαλοϊδεατική εκδοχή στη σημερινή Τουρκία, διεπόμενη από την μακροπρόθεσμα βλαβερή για την ίδια «νεοοθωμανική ιδεοληψία». Είναι το προφίλ της εικόνας που ή ίδια θα επιλέξει να ενδυθεί και να υποστηρίξει στις συνδιαλλαγές της με τους εταίρους και κυρίως αντιπάλους της, οι οποίοι, τεθέντων των υψιπετών μεγαλοϊδεατικών νεοοθωμανικών και άλλων στόχων για τη νέα Τουρκία του 21ου αιώνα, δεν είναι και λίγοι, ούτε και λιγώτεροι από το παρελθόν. Ιστορικό ζωτικό στοίχημα για την Τουρκία των Ερντογκάν-Γκιούλ-Νταβούτογλου θα καταστεί και κατά πόσον αυτό το προφίλ θα συνιστά ανεκτή ή μη απειλή για τα μείζονα ή ζωτικά τους συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, ή ακόμη και σε περιοχές που αποτελούν κοινό τόπο γεωπολιτικής εκμετάλλευσης/επιρροής για τους ίδιους και την Τουρκία, κατά το άμεσο ή μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Φαίνεται ότι η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει διαφορετικές και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες ταυτότητες, όπως ο ισχυρός περιφερειακός δρών, ο ενεργειακός «παίκτης», η ανερχόμενη οικονομικά δύναμη, σε επίπεδο μάλιστα όχι απλά τοπικό ή περιφερειακό, αλλά υπερπεριφερειακό, ο διαμεσολαβητής της Δύσης στον Αραβικό κόσμο, ο εκπρόσωπος του Ισλάμ στην Δύση, το «δυτικάαποδεκτό» πρότυπο εφαρμοσμένου πολιτικού Ισλάμ με στοιχεία «light-Ισλάμ»,4 ο αναβιωτής του νεοοθωμανικού μεγαλοϊδεατικού προτάγματος, ο σημαντικός ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος, ο στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, ο «wannabe εταίρος» στην ΕΕ, ο εκπρόσωπος των Οθωμανών (ως μόνη οθωμανική χώρα) στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ο αντικαταστάτης πλέον της Αιγύπτου στην εκπροσώπηση του Ισλάμ, αλλά και του Αραβικού κόσμου (αν και μη-αραβική χώρα) στην Δύση, η ισχυρότερη χώρα στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο και στα Βαλκάνια. Επίσης και άλλες επιδιωκόμενες ιδιότητες για την Τουρκία, που προσκρούουν εμφανώς στην πραγματικότητα και προκαλούν την λογική, όπως (η Τουρκία ως) υπερασπιστής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Δημοκρατίας, των μειονοτήτων και των Μειονοτικών Δικαιωμάτων, διεθνώς, αλλά και ευρύτερα, ως προασπιστής της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (αν και κατ’ εξοχήν αναθεωρητικό κράτος, εκπέμποντας casus belli έναντι όμορων κρατών, και –κυρίωςως εκκωφαντικός διαρκής παραβάτης της διεθνούς νομιμότητας, αφού τελεί ακόμη διαπράττων το (διαρκές) διεθνές έγκλημα της επίθεσης («act of aggression»), δια της επίθεσης και στρατιωτικής κατοχής τμημάτων επικράτειας άλλου κράτους, εν προκειμένω της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας μάλιστα μοιράζεται, ως μια εκ των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, και διεθνή συμβατική υποχρέωση εγγύησης της πολιτικής και πολιτειακής του ανεξαρτησίας και αυθυπαρξίας.

Καθ’όσον λοιπόν τα επιμέρους συμφέροντα, που συνδιαμορφώνουν κατά κύριο λόγο τις βασικές μεταβλητές του διεθνούς συστήματος στην περιοχή, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα στη συναρμογή τους, πολλώ δε μάλλον σταθερά και αμετάβλητα, είναι εξαιρετικά πιθανόν να σημειωθούν χαρακτηριστικές στροφές και ανατροπές των υφιστάμενων γεωπολιτικών ισορροπιών μεταξύ της Τουρκίας και των γεωπολιτικών δρώντων δυνάμεων που είτε ως εταίροι είτε ως αντίπαλοι είτε ως ανταγωνιστές αλληλεπιδρούν συγχρόνως στο κοινό γεωπολιτικό σύστημα που συναπαρτίζουν. Τότε, η αύρα διεθνούς υποστήριξης που φαίνεται να απολαμβάνει επί του παρόντος το Νταβουτογλιανό νεοοθωμανικό γεωπολιτικό εγχείρημα είναι πιθανόν να αλλάξει άρδην κατεύθυνση και να οδηγήσει το Νταβουτογλιανό πλεούμενο στα βράχια και τον/ τους καπετάνιους του σε όχι ασυνήθιστα, για την πολιτική ιστορία, χρονοντούλαπα λήθης ή τιμωρίας. Μπορεί τα κράτη να μην έχουν φίλους, ή κατά το Βενιζελικό / Μακιαβελικό δόγμα η ιστορία να εξελίσσεται με βάση τα τρέχοντα εθνικά συμφέροντα (και όχι ίσως ενδεχόμενα «εθνικά δίκαια»), αλλά είναι επίσης ιστορικά αποδεδειγμένη η διεθνής κοινωνική νομοτέλεια ότι οι λαοί δεν λησμονούν (ίσως απλά καμμιά φορά ενδεχομένως να …ξεχνούν).

Θα ήταν σκόπιμο να επισημάνουμε ότι δεν θα πρέπει να συνεχίσει να εκλαμβάνεται εκ μέρους μας το ενδεχόμενο μιας ένοπλης σημειακής ή τοπικής ή έστω περιορισμένης διμερούς ελληνοτουρκικής κρίσης, πολλώ δε μάλλον μιας περαιτέρω «θερμής» εξέλιξής της, ως το χειρότερο δυνατό σενάριο μεταξύ των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επί του οποίου συσσωρεύονται απολύτως φοβικά και αυτοκαταστροφικά αντανακλαστικά. Αλλά ως το …δεύτερο χειρότερο δυνατό σενάριο, δεδομένου ότι ως το απολύτως χειρότερο δυνατό θα πρέπει να θεωρείται η βαθμιαία, ήπια η μη, έκπτωση του εθνικού ελληνικού οργανισμού (κράτους και κοινωνίας), που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε δημογραφική, κοινωνική, οικονομική, και εν γένει γεω-πολιτική συρρίκνωση μέχρις εσχάτων. Υπό αυτήν την εσχατολογική, αλλά δυστυχώς απολύτως ρεαλιστική θεώρηση, το ενδεχόμενο μιας ενδεχόμενης «θερμής» ή έστω «χλιαρής» κρίσης στον ευρύτερο γεωστρατηγικό χώρο του Αιγαίου θα πρέπει να οράται ως μια δυσμενής μεν εξέλιξη, όχι όμως απολύτως απαλλαγμένη από κάποιες θετικές ή ωφέλιμες για την περίπτωση της -σε μείζονα κρίση αξιών- Ελλάδας, επιπτώσεις. Καθ’όσον είναι δυνατόν να επανενεργοποιήσει σωτήριες αλληλουχίες αντανακλαστικών επιβίωσης, αλλά και ανάταξης, όπως η ενεργοποίηση της συλλογικής συνείδησης και η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, που όπως φαίνεται παραμένουν έως τούδε επιμόνως αδρανείς και αναπόδραστα εν υπνώσει. Και υπό αυτήν την ειδική, με όρους κόστους-οφέλους, θεώρηση, μια ενδεχόμενη διμερής «θερμή» κρίση μπορεί να συνιστά, λόγω αυτών των υπό όρους «ωφέλιμων» επιπτώσεων στην Ελλάδα, το αδιαμφισβήτητα απολύτως χειρότερο ενδεχόμενο για την «φίλη» και σύμμαχο Τουρκία, το οποίο και να προκαλεί μεγαλύτερες φοβικές γεωπολιτικές ανησυχίες για την πέραν του Αιγαίου γείτονα.

Δεν είναι αργά να εξεταστεί, και υπό το φως των τρεχουσών εξελίξεων, κατά πόσον η αναθεώρηση του εφαρμοζόμενου εδώ και καιρό Δόγματος του «εξευμενισμού του θηρίου», μέσω του συνεχούς διπλωματικού και επιχειρησιακού κατευνασμού της τουρκικής προκλητικότητας, κατόπιν μιας γενναίας, αποφασιστικής και εμπεριστατωμένης αξιολογικής επισκόπησης της μέχρι τούδε εξέλιξης, αλλά και των προοπτικών των ελληνοτουρκικών σε διμερές ή και ευρύτερο πολυμερές πλαίσιο, να είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Δεδομένου ότι η θεώρηση της κλιμακούμενης κρίσης, παρά την επικοινωνιακά καλλιεργούμενη αλλά μη αντικειμενικά/επιστημονικά τεκμηριωμένη περί του αντιθέτου αντίληψη, φαίνεται να είναι -προς το παρόνπερισσότερο ανεπιθύμητη και απευκταία για την Άγκυρα παρά για την Αθήνα. Κάθε ώρα όμως που περνά, αυτή η ισορροπία ανατρέπεται εις βάρος της Αθήνας, δεδομένου ότι, προκειμένου να τη συντηρήσει, καταναλώνει υπερπολύτιμο διπλωματικό, γεωπολιτικό και κυρίως εθνικής ισχύος κεφάλαιο, που είχε αιματηρά και με προσπάθειες αποταμιεύσει κατά το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν. Αν δεν αναστραφεί άμεσα η κατάσταση, ώστε να πιστώνονται και κάποιες επιμέρους θετικές εγγραφές στο διμερές ισοζύγιο ισχύος, η τελική κατάσταση μοιραία θα καταστεί απολύτως μη αναστρέψιμη εις βάρος της Ελλάδας. Και μάλιστα πολύ πριν το νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατικό σχέδιο, υπαγόμενο στην αδυσώπητη ιστορική νομοτέλεια του αρρύθμιστου Ανατολικού Ζητήματος που ποσώς έχει διευθετηθεί οριστικά, «ξεφουσκώσει» από ενδογενείς αλλά κυρίως από εξωγενείς γεωπολιτικούς παράγοντες, καθιστάμενο πλέον γεωπολιτικά ακίνδυνο για τα ελληνικά συμφέροντα ή έστω αντιμετωπίσιμο από την τότε διαθέσιμη (ελληνική) εθνική ισχύ.

 neapolitiki.gr


πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top