Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Η εξέγερση του αραβικού λαού στη Συρία, σε αντίθεση με άλλες αραβικές χώρες, έλαβε τη μορφή σφοδρής εμφύλιας σύρραξης, με την εμπλοκή σ’ αυτήν πολλών και πολλαπλών κατευθύνσεων και επιδιώξεων ξένων στοιχείων. Από στρατηγικής πλευράς, στη Συρία διασταυρώνονται σχεδόν όλες οι κατευθύνσεις των αντιπαραθέσεων μεταξύ των μεγάλων διεθνών παικτών, αλλά και περιφερειακών δυνάμεων που επιδιώκουν να ασκήσουν επιρροή ή να έχουν ισχυρό λόγο την «επόμενη» ημέρα. Ανάμεσά τους και μη κρατικοί δρώντες, κατά βάση οργανώσεις της διεθνούς τρομοκρατίας. Έτσι η Συρία αποτελεί το κέντρο ενός περίπλοκου πλαισίου ανταγωνισμού ισχύος και σύγκρουσης συμφερόντων.
Σε αντίθεση με τις σχεδόν ομοιογενείς κοινωνίες των αραβικών χωρών της Βόρειας Αφρικής, στη Συρία υπάρχουν 18 διαφορετικές θρησκείες ή δόγματα και εθνικές ομάδες. Σουνίτες 70%, Αλαουίτες 13%, Χριστιανοί 10%, Δρούζοι 3%. Από πλευράς εθνικών ομάδων οι Άραβες είναι η πλειονότητα, ακολουθούμενοι από τους Κούρδους. Υπάρχουν ακόμη μειονότητες Αρμενίων, Ασσυρίων, Κιρκασίων, Παλαιστινίων και Τουρκμενίων, Οι Αλαουίτες ως επί το πλείστον είναι εγκαταστημένοι στη μεσογειακή ακτή, ενώ οι Δρούζοι βρίσκονται στο νότιο τμήμα της χώρας και οι Κούρδοι στα βορειοανατολικά, κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία και το Ιράκ. Το γεγονός ότι οι Σουνίτες αποτελούν την πλειονότητα ενώ εκείνοι που κατέχουν τις θέσεις εξουσίας, όπως ο πρόεδρος της χώρας, ανήκουν κυρίως στους Αλαουίτες, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για την εσωτερική σταθερότητα στη Συρία.
Στην πράξη, η Συρία βιώνει ένα εμφύλιο πόλεμο, κυρίως σε θρησκευτικό επίπεδο, με πολιτικές όμως προεκτάσεις και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Ωστόσο, σημασία έχει και η γενική εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η χώρα αυτή στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Ειδικότερα στις στρατηγικές επιδιώξεις της Συρίας στις δεκαετίες που προηγήθηκαν.
Ακόμα από την άνοδο στην Προεδρία του Χαφέζ Αλ-Άσαντ το 1970 και τη σταθεροποίησή του στην εξουσία, η Συρία έχει παίξει κεντρικό ρόλο στη σύγχρονη αραβική πολιτική και στη μεσανατολική γεωπολιτική.[1] Καθώς αυτοαναγορεύθηκε σε πρωταθλητή του Αραβισμού, ένθερμος υποστηρικτής της προβολής ισχύος και με μια εικόνα σταθερότητας, η Συρία έκανε ιδεολογικές και στρατηγικές επιλογές οι οποίες συχνά ήρθαν σε σύγκρουση με παγκόσμιες και περιφερειακές δυναμικές. Κατά περιόδους, εύρισκε τρόπους να συμπλεύσει ακόμα και να ωφεληθεί από τις μεταβολές που συνέβησαν στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν μετέβαλε κατ’ ουσία τη στρατηγική στάση της.
Η σύγχρονη Συρία διατηρεί προβληματικές σχέσεις με όλους του γείτονές της, ενώ πάντα επιδίωκε να επιβληθεί ως περιφερειακή δύναμη, παρά τους σημαντικούς περιορισμούς που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει. Περιβαλλόμενη από στρατιωτικά ισχυρότερα κράτη (το Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν, το υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και εξοπλισμένο με πυρηνικά Ισραήλ, την Τουρκία που είναι και μέλος του ΝΑΤΟ, καθώς και πολιτικά αδύναμα κράτη (τον διασπασμένο Λίβανο, την εύθραυστη Ιορδανία και τους μαχητικούς Παλαιστινίους), ευρισκόμενη σε διένεξη με έναν αριθμό αραβικών κρατών, και έχοντας εμπλακεί σε τρεις κύριες πολεμικές συγκρούσεις με το Ισραήλ (το οποίο έχει υπό την κατοχή του τα υψώματα Γκολάν από το 1967), η Συρία έπρεπε να αναπτύξει καινοτόμες, συχνά ασύμμετρες, στρατηγικές προκειμένου να ανταποκριθεί στις περιφερειακές της φιλοδοξίες και να επιτύχει εξωτερική ασφάλεια, παρά τη σημαντική έλλειψη πόρων.
Πράγματι, τα αντικειμενικά στοιχεία ισχύος της Συρίας δεν συμβαδίζουν με τις φιλοδοξίες της: η οικονομία της και η βιομηχανική της βάση παραμένουν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο, οι ενεργειακοί της πόροι δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνους των άλλων αραβικών κρατών, και το καθεστώς έχει οργανώσει τις ένοπλες δυνάμεις του έτσι ώστε να διασφαλίζει την αφοσίωσή τους παρά να αυξάνει την απόδοσή τους.[2] Επιπλέον, η σκληρότητα του καθεστώτος έναντι των πολιτικών του αντιπάλων δημιουργούσε αντίδραση στο εσωτερικό, κυρίως μεταξύ των σουνιτικών στοιχείων. Το καθεστώς του Άσαντ έπρεπε να εξισορροπήσει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής με τους ύψιστους στόχους της εξασφάλισης της επιβίωσής του ως κυβέρνησης μειοψηφίας. Αυτό είχε ως συνέπεια την μεταφορά πολύτιμων πόρων στην οικοδόμηση αφοσίωσης εκ μέρους υπηρεσιών ασφάλειας.
Είναι σημαντικό ότι, κυρίως λόγω των ιδεολογικών και στρατηγικών φιλοδοξιών της, η Συρία δεν είχε μεγάλη αξιοπιστία και ικανούς συμμάχους στον αραβικό κόσμο. Η Αίγυπτος, με την οποία συνεργάσθηκε το 1967 και το 1973 εναντίον του Ισραήλ, υπέγραψε με το τελευταίο Συνθήκη Ειρήνης το 1979, μία κίνηση που η Συρία θεώρησε ως «πισώπλατο κτύπημα». Οι πλούσιες, σουνιτικές και φιλοδυτικές μοναρχίες του Κόλπου ήταν πάντοτε δύσπιστες απέναντι στον «ψευδο-δημοκρατικό», αλαουιτικό, σοσιαλιστικό χαρακτήρα της Συρίας, και τον φιλο-σοβιετικό, και αργότερα φιλο-ιρανικό (φιλο-σιιτικό) προσανατολισμό της. Σημειώνεται ότι μεταξύ του σιιτικού Ιράν και των σουνιτικών χωρών της Αραβικής χερσονήσου, οι οποίες συγκροτούν και το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, υπάρχει έντονη αντιπαλότητα. Ειδικώς οι τελευταίες θεωρούν ότι το Ιράν συνιστά κύρια απειλή απέναντί τους.
Η Συρία είχε συμμαχήσει με το Ιράν εναντίον του αντιπάλου της μπααθικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Εδώ και χρόνια, προκειμένου να εξασφαλίσει στρατηγικό βάθος και επιδιώκοντας να αποκτήσει κύρος στην περιφέρειά της, παρά τις ελλείψεις, δημιούργησε απίθανες συμμαχίες με άλλους περιφερειακούς δρώντες, όπως: με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ), διάφορες φατρίες στο Λίβανο, για την εξασφάλιση του δυτικού πλευρού της και την επιβεβαίωση της κυριαρχίας της επί του μικρού γείτονά της, και την άσκηση πίεσης στο Ισραήλ, το χομεϊνιστικό Ιράν μετά το 1979, καθώς και με Παλαιστινιακές ομάδες σε όλη την περιοχή, για τον έλεγχο και την χειραγώγηση της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Σημειώσαμε και σε προηγούμενο άρθρο ότι η Συρία αποτελούσε ουσιαστικά, ένα πιόνι στη σκακιέρα ενός περιφερειακού ανταγωνισμού ισχύος, συμφερόντων και γεωπολιτικών επιδιώξεων. Αυτός είναι και ο λόγος που η συριακή κρίση αποτελεί πηγή αναταραχής για όλες τις γειτονικές χώρες, καθώς επίσης και για τη διεθνή κοινότητα γενικότερα. Εκτός από την ανθρωπιστική διάσταση, που περιλαμβάνει τον μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό προσφύγων, ο προβληματισμός αφορά στην «επόμενη ημέρα», μετά την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία. Το Ιράν και η Ρωσία, για διαφορετικούς λόγους, επιθυμούν να εμποδίσουν μια τέτοια εξέλιξη, ή τουλάχιστον θα έχουν κύριο λόγο στην περίοδο που θα ακολουθήσει την όποια αλλαγή.
Διάφορες αραβικές χώρες υποστηρίζουν διαφορετικές ομάδες που ανήκουν σ’ αυτό που αποκαλείται «συριακή αντιπολίτευση». Στην πράξη πρόκειται για ένα μωσαϊκό διαφόρων ομάδων εθνοτικών, θρησκευτικών, ακόμη και τρομοκρατικών, ή ελεγχόμενων και χρηματοδοτούμενων από ξένες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και αραβικές. Σουνίτες, Σιίτες, Τσετσένοι, Κούρδοι αντάρτες, Αφγανοί, Λίβυοι τζιχαδιστές, ριζοσπάστες ισλαμιστές της Αλ-Κάιντα, Βεδουίνοι, μετριοπαθείς ισλαμιστές, Τουρκμένιοι αντάρτες, και διάφορες άλλες ισλαμικές ομάδες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ομάδες αυτές δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, καθώς κινούνται από διαφορετικά κίνητρα, αντικρουόμενα συμφέροντα και διαφορετικούς στόχους, ενώ κάθε μία έχει τις δικές της επιδιώξεις για την «επόμενη» ημέρα. Υπάρχουν κατηγορίες ότι κάποιες γειτονικές χώρες – κυρίως το Ιράκ και η Τουρκία - διευκόλυναν την πρόσβαση ξένων ανταρτών στη Συρία.
Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή η είσοδος ξένων ενόπλων στη Συρία – προερχομένων ακόμη και από τρομοκρατικές οργανώσεις – εντάσσεται στην επιδίωξη τρίτων δυνάμεων να δημιουργήσουν ευρύτερη αναταραχή, με την αύξηση των ενόπλων στο εσωτερικό της χώρας. Ο Αντνάν Turkkan, πολιτικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του τουρκικού καναλιού ULUSAL, δήλωσε τον Δεκέμβριο του 2012: «Υπάρχουν τρομοκράτες που διέρχονται από την Τουρκία για να εισέλθουν στη Συρία. Είναι όλοι εγκληματίες και πρώην κρατούμενοι. Το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία πήραν όλους τους κρατουμένους από φυλακές και τους έστειλαν στην Τουρκία για να εισέλθουν στη Συρία και να ενταχθούν στους τρομοκράτες που βρίσκονται εκεί. Υπάρχουν 3.000 μέλη της Αλ-Κάιντα στα σύνορα, πολεμούν στη Συρία και έχουν προκαλέσει ένταση στην Τουρκία ενώ προσπαθούν να υποδαυλίσουν τον πόλεμο» (“Turkey helps foreign militants to find their way into Syria”, http://www.presstv.ir/). Η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτή την τακτική ακόμα και σε σχέση με το κουρδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Ειδικότερα, χρησιμοποίησε ξένους ενόπλους στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τους Κούρδους αντάρτες.
Η εξέλιξη της συριακής κρίσης εμπλέκει εκ των πραγμάτων έναν σημαντικό αριθμό κρατών για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Ιράν δεν μπορούν να μείνουν απαθείς έναντι της συριακής κρίσης. Ταυτοχρόνως υπάρχουν και οι γειτονικές χώρες – Τουρκία, Λίβανος, Ισραήλ, Ιορδανία, Ιράκ – που επηρεάζονται άμεσα από την κρίση και είναι επόμενο να επιδιώκουν τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. Άλλωστε η ύπαρξη δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Συρία στο έδαφός τους δεν είναι δυνατόν να τις αφήσει αμέτοχες. Οι Δυτικές χώρες, μη έχοντας διάθεση για μια επέμβαση «τύπου Λιβύης», έχουν περιορίσει το ρόλο τους στην εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος του Προέδρου Άσαντ. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι, κάποιες απ’ αυτές είναι «παρούσες» στη συριακή κρίση, είτε με ειδικό προσωπικό είτε με στρατιωτική βοήθεια. Σε περιφερειακό επίπεδο το Ιράν και η Σαουδική Αραβία ανταγωνίζονται για την απόκτηση επιρροής. Το Ιράν υποστηρίζει το καθεστώς του Άσαντ στρατιωτικά, υλικά και οικονομικά, ενώ η Σαουδική Αραβία, μαζί με την Τουρκία και το Κατάρ υποστηρίζουν διάφορες σουνιτικές ομάδες ανταρτών. Αυτό τροφοδοτεί εντάσεις μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών στον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και το Μπαχρέιν.
Περαιτέρω, οι εχθροπραξίες στα τέλη του Νοεμβρίου 2012, στη Λωρίδα της Γάζας, μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραήλ, θα πρέπει να ειδωθούν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σκηνικού. Τα γεγονότα στη Γάζα συνδέονται με την κατάσταση στη Συρία αλλά ενδεχομένως και με τους περιφερειακούς ελιγμούς των Ηνωμένων Πολιτειών κατά του Ιράν και τις ευρύτερης περιοχής, η οποία συνιστά ένα «τρίγωνο της κρίσης». Η Συρία, λόγω της εσωτερικής της αστάθειας, έχει θεωρηθεί ως χώρος διακίνησης όπλων προς τη Γάζα. Το όλο θέμα συνδέεται και με την πυρκαγιά και καταστροφή του εργοστασίου όπλων Yarmouk στο Σουδάν, για την οποία η κυβέρνηση της χώρας κατηγορεί το Ισραήλ.
Ο συνδυασμός εθνοτικών και αποσχιστικών φόβων και αντιπαραθέσεων, οι ιστορικές μνήμες και η πεισματική τύφλωση των εξωτερικών δυνάμεων φαίνεται ότι μοιραία θα οδηγήσουν, για άλλη μια φορά, σε αποσταθεροποίηση ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ θα στερήσει το Ιράν από τον σταθερότερο σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή καθώς και από έναν κρίσιμο μοχλό παρέμβασης στις υποθέσεις της αραβικής Μέσης Ανατολής, κυρίως στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο.Ας σημειωθεί ότι οι σιιτικές μειονότητες σε κάποια αραβικά κράτη αποτελούν σημαντικά όργανα εξωτερικής πολιτικής για το Ιράν, περίπου κατά τον ίδιο τρόπο που στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες της Δύσης αποτελούσαν όργανα εξωτερικής πολιτικής για τη Σοβιετική Ένωση. Αναφέρουμε ειδικώς τους Σιίτες του Λιβάνου, του Ιράκ, του Μπαχρέιν, όπου αποτελούν σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού αλλά βρίσκονται στο περιθώριο (εκτός κέντρων εξουσίας), και το κίνημα Χούθι της Υεμένης.
Ιρανός απεσταλμένος στη Δαμασκό ανακοίνωσε, το περασμένο καλοκαίρι, μετά τη συνάντησή του με τον Ασαντ, ότι «το Ιράν δεν πρόκειται να επιτρέψει με κανένα τρόπο τη διάσπαση του τόξου της αντίστασης, μέγας πυλώνας του οποίου είναι η Συρία».Ποιο είναι το «τόξο της αντίστασης»; Προφανώς ο Ιρανός αξιωματούχος αναφερόταν σ’ αυτό που διαγράφεται από την οροσειρά του Χίντου Κους (Hindu Kush) στο Αφγανιστάν, μέχρι την Αίγυπτο - περνώντας από το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία, και απειλεί να καταστεί το επίκεντρο μιας παγκόσμιας σύγκρουσης. Επισημαίνεται ότι ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών μίλησε προσφάτως για «τόξο αστάθειας»: «Σε όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένης και της περιοχής της Ασίας, συνεχίζουν να υπάρχουν αρκετές προκλήσεις και απειλές. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η δημιουργία ενός είδους «Τόξου αστάθειας», από τη Βόρεια Αφρική μέχρι το Αφγανιστάν».
Το εκρηκτικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής συμπληρώνει η απειλή του Ισραήλ για εκτόξευση αεροπορικής επίθεσης κατά του Ιράν, με σκοπό την καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεών του. Το ινστιτούτο Stratfor σε ανάλυση που δημοσίευσε στα τέλη Αυγούστου 2012 παρουσίασε ακόμη και τα ενδεχόμενα σχέδια μιας τέτοιας επίθεσης.[3]
Υπάρχουν επίσης οι γνωστοί μη κρατικοί δρώντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της κρίσης και θα συνεχίσουν να παρεμβαίνουν περισσότερο ή λιγότερο δυναμικά: Αλ-Κάιντα, Χεζμπολά, Μουσουλμανική Αδελφότητα, Σύριοι αντάρτες και άλλες λιγότερο γνωστές, κυρίως θρησκευτικές, δυναμικές ομάδες, θα επιδιώξουν να αποκτήσουν οφέλη από την κρίση. Όλα αυτά δημιουργούν μια εκρηκτική μάζα στο εσωτερικό της χώρας, η οποία θα ήταν δυνατόν να εκραγεί την «επόμενη» ημέρα και να προκαλέσει μια εκτεταμένη σύγκρουση. Επιπλέον, αν πέσει ο Άσαντ, η Χεζμπολά του Λιβάνου θα χάσει έναν κύριο σύμμαχο στα σύνορά της και είναι ενδεχόμενο να μπει στον πειρασμό να προβεί σε δυναμικές ενέργειες προκειμένου να αποτρέψει μια συμμαχία μεταξύ σουνιτικών ομάδων της Συρίας και αντιπάλων του Άσαντ στον Λίβανο. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλο-συριακών και αντι-συριακών δυνάμεων του Λιβάνου. Από την άλλη, το χειρότερο σενάριο, κυρίως για τους Ισραηλινούς, θα ήταν να πέσει στα χέρια της Χεζμπολά ή ριζοσπαστών ισλαμιστών με συνδέσμους με την Αλ-Κάιντα, το τεράστιο οπλοστάσιο χημικών όπλων του Άσαντ.
Οι θέσεις και η στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων στη συριακή κρίση δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μια στάση που αποτελεί συνέχεια της πολιτικής τους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά μάλλον ως αποτέλεσμα μιας ανάλυσης και εκτίμησης της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων και των εκτιμήσεων των γεωπολιτικών μεταβολών και ανατροπών που συνέβησαν στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου