Μιά Ιστορική αναδρομή...
1832-1835. Παρόλο που ο όρκος για την ελληνική ιθαγένεια δίνεται μέσα στην εκκλησία, οι ελάχιστοι, αλλά υπαρκτοί, μουσουλμάνοι του ελληνικού κράτους που δεν είχαν εξαναγκαστεί να βαπτιστούν, ορκίζονται έλληνες πολίτες. Ο Καποδίστριας, οι βαυαροί αντιβασιλείς και υπουργοί, παρά τις αντιδράσεις των "βουλευτών", στέλνουν σειρά διαταγών για το σεβασμό τους και τη θρησκευτική ελευθερία.
1835. Άρθρο 2 του νόμου περί ελληνικής ιθαγένειας: Όποιος γεννιέται στην Ελλάδα "υπό ξένων γονέων", όταν ενηλικιωθεί μπορεί "ν' απαιτήση το δικαίωμα της ιθαγενείας", αν κατοικεί στη χώρα και δηλώσει ότι θα συνεχίσει να κατοικεί σε αυτήν. Ακόμη όμως και αν δεν διαμένει στη χώρα, μεταφέρει την κατοικία του, και μετά από ένα έτος γίνεται Έλληνας πολίτης.
1926-1927 (Ν.Δ. 13.09.1926 το οποίο κυρώθηκε με το Π.Δ. 12.08.1927, άρ. 1): Ο γεννημένος στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς, ένας εκ των οποίων έχει γεννηθεί ή κατοικεί στη χώρα τουλάχιστον πέντε έτη προς της γεννήσεως του τέκνου, κατοικεί δε και αυτός στην Ελλάδα, όταν ενηλικιωθεί καθίσταται Έλληνας από τη γέννησή του, εκτός αν δηλώσει αντίθετη βούληση.
Μπορεί το πρώτο ελληνικό κράτος και συνταγματικά να ήταν το κράτος των ορθόδοξων χριστιανών, όμως κατάφερε ή προνόησε να δώσει πολιτικά δικαιώματα στους "Τούρκους". Διακόσια χρόνια μετά, οι μουσουλμάνοι που πολιτογραφούνται έλληνες πολίτες --παρ' όλες τις βελτιώσεις των τελευταίων ετών-- είναι μετρημένοι στα δάκτυλα. Οι πολιτικές ηγεσίες και η διοίκηση θεωρούν ότι οι μουσουλμάνοι, ακόμη και αν οι ίδιοι είναι θρησκευτικά αδιάφοροι ή άθεοι, συνιστούν απειλή, η δε νομοθεσία επιτρέπει στη διοίκηση να αναπτύσσει πρακτικές εξέτασης του θρησκεύματος.
Μπορεί το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή να φρόντισε τους "ομογενείς" του, αλλά θεωρούσε και τους "ξένους" που γεννήθηκαν και ζούσαν στην Ελλάδα συστατικό του μέρος. Σήμερα, τόσο η σχετική νομοθεσία όσο και η διοικητική πρακτική αφήνουν χωρίς ιθαγένεια όχι μόνο αυτούς που έχουν γεννηθεί και ενηλικιωθεί στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και αυτούς των οποίων οι προπαππούδες γεννήθηκαν στη χώρα, όπως για παράδειγμα πολλούς από τους "αδελφούς" Αρμένιους που ήρθαν το 1922.
Μπορεί το κράτος μετά το 1922 να ήταν πιο εσωστρεφές, τουλάχιστον σε ζητήματα ιθαγένειας και ετερότητας, αλλά κατανοούσε ή προνοούσε ότι είναι κομμάτι της κοινότητας αυτοί που γεννήθηκαν και κατοικούν στη χώρα. Δεν δίστασε μάλιστα, έστω για ένα βραχύ διάστημα, να τους αποδίδει την ιθαγένεια αναδρομικά από τη γέννηση. Σήμερα, η συμπερίληψη μιας τέτοιας διάταξης στον Κώδικα Ιθαγένειας προσκρούει στην άρνηση σημαντικού τμήματος του πολιτικού κόσμου και της διοικητικής μηχανής.
Ένας Κώδικας αγκιστρωμένος στο δίκαιο του αίματος
Το δίκαιο ιθαγένειας που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν δίκαιο του αίματος: ιθαγένεια, αυτό που λέμε αλλιώς υπηκοότητα, αποκτούσε το τέκνο του Έλληνα ανεξάρτητα με το πού κατοικούσε. Αντίθετα, αυτός που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, και μάλιστα ακόμη και αν οι πρόγονοί του είχαν γεννηθεί στη χώρα και δήλωνε τη σχετική βούλησή του, δεν αποκτούσε ιθαγένεια. Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τη νομοθεσία, και --ειδικά από τη δεκαετία του 1920-- τέτοια ήταν επίσης η διοικητική πρακτική.
Υπάρχουν σχηματικά δύο κομβικά σημεία που σηματοδοτούν μια γενική στροφή σε πιο εσωστρεφή πολιτική ιθαγένειας: Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας που ακολουθείται από την πρώτη μεγάλη "απαλλαγή" από μειονότητες μέσω των ανταλλαγών πληθυσμών και των μεταναστεύσεων, και το τέλος του Εμφυλίου με τη δεύτερη "απαλλαγή" από μειονοτικούς πληθυσμούς και την εντέλει πολύ πιο στενή οριοθέτηση του έθνους. Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας είναι προϊόν αυτής της περιόδου: αν εξαιρεθούν οι "εξισωτικές" διατάξεις για τις γυναίκες της δεκαετίας του 1980 και οι αντίστοιχες διορθωτικές για τα τέκνα τους το 2001, ο Κώδικας παραμένει ίδιος με αυτόν που ίσχυσε από το 1955, παρόλο που φέρει τη χρονολογία 2004. Σήμερα, αποτελεί τον πιο αγκιστρωμένο στο δίκαιο του αίματος Κώδικα Ιθαγένειας στη Δυτική Ευρώπη.
"Ομογενείς", "αλλογενείς" και σκηνές καθημερινής παράνοιας
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του δικαίου ιθαγένειας στην Ελλάδα αφορά την περίφημη έννοια του ομογενούς, αρχικά του ορθοδόξου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ασχέτως γλώσσας βέβαια, που αποδεχόταν την εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ελληνόγλωσση εκπαίδευση. Η πραγματικότητα όμως της εθνικής ολοκλήρωσης του 19ου αιώνα, στην οποία διαμορφώθηκε αυτή η έννοια, έχει πλήρως μεταβληθεί. Μετά το 1922, και ιδιαίτερα μετά το 1950, ο ομογενειακός πληθυσμός, είτε των "εστιών του ελληνισμού" είτε της διασποράς, αποτέλεσε ένα εργαλείο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής ή στην "απόδειξη" μερικών τόπων της εθνικής ταυτότητας.
Για παράδειγμα, στον βωμό του Ψυχρού Πολέμου και των μειονοτικών διεκδικήσεων, κανένας ομογενής από την Αλβανία, ακόμη και αν οι παππούδες του είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1920, δεν πολιτογραφούνταν. Μετά το 1990, κανείς από τους νεοαφιχθέντες ομογενείς από την Αλβανία δεν πολιτογραφούνταν, με την έωλη και μετά το 1998 ψευδή δικαιολογία --λόγω συνταγματικής πρόβλεψης-- ότι θα τους αφαιρούνταν η αλβανική ιθαγένεια.
Ένα δεύτερο παράδειγμα του τρόπου που αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα τα πράγματα συντελείται στις μέρες μας: Όταν η ελληνική πολιτική ήθελε να παρουσιάσει μια τεράστια μειονότητα στην Αλβανία, τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, παραχώρησε, μεταξύ άλλων, την ομογενειακή ιδιότητα σε μεγάλο τμήμα των βλαχόφωνων (ή πρώην βλαχόφωνων και νυν αλβανόφωνων) της Αλβανίας. Όταν, στα τέλη του 2006, η πολιτική της απόλυτης μη πολιτογράφησης των ομογενών μεταβλήθηκε σε πολιτική της πολιτογράφησης όλων --ασχέτως της ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία-- ομάδες Βλάχων δεν θεωρήθηκαν αρκετά "ομογενείς" ώστε να λάβουν την ιθαγένεια.
Φτάνουμε σήμερα στο παράδοξο ένας εικοσάχρονος που ήρθε στην Ελλάδα το 1993, τελείωσε το σχολείο στη χώρα και σήμερα είναι φοιτητής εδώ, αν μεν έχει θεωρηθεί ομογενής να λάβει με εξαιρετικά συνοπτικές διαδικασίες την ιθαγένεια, αν θεωρηθεί όμως αλλογενής, επειδή μάλιστα είναι Αλβανός πολίτης, σύμφωνα με τη λεγόμενη "προφορική εντολή", δεν θα πάρει "ποτέ" την ελληνική ιθαγένεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η κρίση περί ομογενειακής ιδιότητας του υποθετικού φοιτητή μπορεί να βασίζεται στο αν είχε καταφέρει πριν χρόνια να οδηγήσει στο ελληνικό προξενείο κάποιον συγγενή που να γνώριζε τη βλαχική γλώσσα.
Αντιλαμβανόμαστε, έτσι, την παράνοια που συνδυάζει η νομοθεσία και η διοικητική πρακτική της ελληνικής ιθαγένειας: ένας παππούς που ξέρει ελληνικά ή βλάχικα σε κάνει Έλληνα πολίτη. Το ότι γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Ελλάδα δεν σε κάνει Έλληνα "ποτέ".
Τα βήματα που έκαναν αυτά τα τρία στιγμιότυπα που παραθέσαμε ακυρώθηκαν από άλλες πολιτικές που υπερίσχυσαν νομοθετικά και πρακτικά. Μένει όμως το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες είχαν αντιληφθεί ή, εν τέλει, αποδέχονταν την εισροή στο έθνος "αλλογενών" πολλά χρόνια πριν. Σήμερα που οι ανάγκες αλλαγών στον Κώδικα ιθαγένειας είναι παραπάνω από προφανείς, ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστούν πολλά ακόμη χρόνια για να επαναφέρουμε, εν τέλει, μια ρύθμιση του 1926.
1832-1835. Παρόλο που ο όρκος για την ελληνική ιθαγένεια δίνεται μέσα στην εκκλησία, οι ελάχιστοι, αλλά υπαρκτοί, μουσουλμάνοι του ελληνικού κράτους που δεν είχαν εξαναγκαστεί να βαπτιστούν, ορκίζονται έλληνες πολίτες. Ο Καποδίστριας, οι βαυαροί αντιβασιλείς και υπουργοί, παρά τις αντιδράσεις των "βουλευτών", στέλνουν σειρά διαταγών για το σεβασμό τους και τη θρησκευτική ελευθερία.
1835. Άρθρο 2 του νόμου περί ελληνικής ιθαγένειας: Όποιος γεννιέται στην Ελλάδα "υπό ξένων γονέων", όταν ενηλικιωθεί μπορεί "ν' απαιτήση το δικαίωμα της ιθαγενείας", αν κατοικεί στη χώρα και δηλώσει ότι θα συνεχίσει να κατοικεί σε αυτήν. Ακόμη όμως και αν δεν διαμένει στη χώρα, μεταφέρει την κατοικία του, και μετά από ένα έτος γίνεται Έλληνας πολίτης.
1926-1927 (Ν.Δ. 13.09.1926 το οποίο κυρώθηκε με το Π.Δ. 12.08.1927, άρ. 1): Ο γεννημένος στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς, ένας εκ των οποίων έχει γεννηθεί ή κατοικεί στη χώρα τουλάχιστον πέντε έτη προς της γεννήσεως του τέκνου, κατοικεί δε και αυτός στην Ελλάδα, όταν ενηλικιωθεί καθίσταται Έλληνας από τη γέννησή του, εκτός αν δηλώσει αντίθετη βούληση.
Μπορεί το πρώτο ελληνικό κράτος και συνταγματικά να ήταν το κράτος των ορθόδοξων χριστιανών, όμως κατάφερε ή προνόησε να δώσει πολιτικά δικαιώματα στους "Τούρκους". Διακόσια χρόνια μετά, οι μουσουλμάνοι που πολιτογραφούνται έλληνες πολίτες --παρ' όλες τις βελτιώσεις των τελευταίων ετών-- είναι μετρημένοι στα δάκτυλα. Οι πολιτικές ηγεσίες και η διοίκηση θεωρούν ότι οι μουσουλμάνοι, ακόμη και αν οι ίδιοι είναι θρησκευτικά αδιάφοροι ή άθεοι, συνιστούν απειλή, η δε νομοθεσία επιτρέπει στη διοίκηση να αναπτύσσει πρακτικές εξέτασης του θρησκεύματος.
Μπορεί το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή να φρόντισε τους "ομογενείς" του, αλλά θεωρούσε και τους "ξένους" που γεννήθηκαν και ζούσαν στην Ελλάδα συστατικό του μέρος. Σήμερα, τόσο η σχετική νομοθεσία όσο και η διοικητική πρακτική αφήνουν χωρίς ιθαγένεια όχι μόνο αυτούς που έχουν γεννηθεί και ενηλικιωθεί στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και αυτούς των οποίων οι προπαππούδες γεννήθηκαν στη χώρα, όπως για παράδειγμα πολλούς από τους "αδελφούς" Αρμένιους που ήρθαν το 1922.
Μπορεί το κράτος μετά το 1922 να ήταν πιο εσωστρεφές, τουλάχιστον σε ζητήματα ιθαγένειας και ετερότητας, αλλά κατανοούσε ή προνοούσε ότι είναι κομμάτι της κοινότητας αυτοί που γεννήθηκαν και κατοικούν στη χώρα. Δεν δίστασε μάλιστα, έστω για ένα βραχύ διάστημα, να τους αποδίδει την ιθαγένεια αναδρομικά από τη γέννηση. Σήμερα, η συμπερίληψη μιας τέτοιας διάταξης στον Κώδικα Ιθαγένειας προσκρούει στην άρνηση σημαντικού τμήματος του πολιτικού κόσμου και της διοικητικής μηχανής.
Ένας Κώδικας αγκιστρωμένος στο δίκαιο του αίματος
Το δίκαιο ιθαγένειας που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν δίκαιο του αίματος: ιθαγένεια, αυτό που λέμε αλλιώς υπηκοότητα, αποκτούσε το τέκνο του Έλληνα ανεξάρτητα με το πού κατοικούσε. Αντίθετα, αυτός που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, και μάλιστα ακόμη και αν οι πρόγονοί του είχαν γεννηθεί στη χώρα και δήλωνε τη σχετική βούλησή του, δεν αποκτούσε ιθαγένεια. Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τη νομοθεσία, και --ειδικά από τη δεκαετία του 1920-- τέτοια ήταν επίσης η διοικητική πρακτική.
Υπάρχουν σχηματικά δύο κομβικά σημεία που σηματοδοτούν μια γενική στροφή σε πιο εσωστρεφή πολιτική ιθαγένειας: Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας που ακολουθείται από την πρώτη μεγάλη "απαλλαγή" από μειονότητες μέσω των ανταλλαγών πληθυσμών και των μεταναστεύσεων, και το τέλος του Εμφυλίου με τη δεύτερη "απαλλαγή" από μειονοτικούς πληθυσμούς και την εντέλει πολύ πιο στενή οριοθέτηση του έθνους. Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας είναι προϊόν αυτής της περιόδου: αν εξαιρεθούν οι "εξισωτικές" διατάξεις για τις γυναίκες της δεκαετίας του 1980 και οι αντίστοιχες διορθωτικές για τα τέκνα τους το 2001, ο Κώδικας παραμένει ίδιος με αυτόν που ίσχυσε από το 1955, παρόλο που φέρει τη χρονολογία 2004. Σήμερα, αποτελεί τον πιο αγκιστρωμένο στο δίκαιο του αίματος Κώδικα Ιθαγένειας στη Δυτική Ευρώπη.
"Ομογενείς", "αλλογενείς" και σκηνές καθημερινής παράνοιας
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του δικαίου ιθαγένειας στην Ελλάδα αφορά την περίφημη έννοια του ομογενούς, αρχικά του ορθοδόξου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ασχέτως γλώσσας βέβαια, που αποδεχόταν την εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ελληνόγλωσση εκπαίδευση. Η πραγματικότητα όμως της εθνικής ολοκλήρωσης του 19ου αιώνα, στην οποία διαμορφώθηκε αυτή η έννοια, έχει πλήρως μεταβληθεί. Μετά το 1922, και ιδιαίτερα μετά το 1950, ο ομογενειακός πληθυσμός, είτε των "εστιών του ελληνισμού" είτε της διασποράς, αποτέλεσε ένα εργαλείο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής ή στην "απόδειξη" μερικών τόπων της εθνικής ταυτότητας.
Για παράδειγμα, στον βωμό του Ψυχρού Πολέμου και των μειονοτικών διεκδικήσεων, κανένας ομογενής από την Αλβανία, ακόμη και αν οι παππούδες του είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1920, δεν πολιτογραφούνταν. Μετά το 1990, κανείς από τους νεοαφιχθέντες ομογενείς από την Αλβανία δεν πολιτογραφούνταν, με την έωλη και μετά το 1998 ψευδή δικαιολογία --λόγω συνταγματικής πρόβλεψης-- ότι θα τους αφαιρούνταν η αλβανική ιθαγένεια.
Ένα δεύτερο παράδειγμα του τρόπου που αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα τα πράγματα συντελείται στις μέρες μας: Όταν η ελληνική πολιτική ήθελε να παρουσιάσει μια τεράστια μειονότητα στην Αλβανία, τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, παραχώρησε, μεταξύ άλλων, την ομογενειακή ιδιότητα σε μεγάλο τμήμα των βλαχόφωνων (ή πρώην βλαχόφωνων και νυν αλβανόφωνων) της Αλβανίας. Όταν, στα τέλη του 2006, η πολιτική της απόλυτης μη πολιτογράφησης των ομογενών μεταβλήθηκε σε πολιτική της πολιτογράφησης όλων --ασχέτως της ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία-- ομάδες Βλάχων δεν θεωρήθηκαν αρκετά "ομογενείς" ώστε να λάβουν την ιθαγένεια.
Φτάνουμε σήμερα στο παράδοξο ένας εικοσάχρονος που ήρθε στην Ελλάδα το 1993, τελείωσε το σχολείο στη χώρα και σήμερα είναι φοιτητής εδώ, αν μεν έχει θεωρηθεί ομογενής να λάβει με εξαιρετικά συνοπτικές διαδικασίες την ιθαγένεια, αν θεωρηθεί όμως αλλογενής, επειδή μάλιστα είναι Αλβανός πολίτης, σύμφωνα με τη λεγόμενη "προφορική εντολή", δεν θα πάρει "ποτέ" την ελληνική ιθαγένεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η κρίση περί ομογενειακής ιδιότητας του υποθετικού φοιτητή μπορεί να βασίζεται στο αν είχε καταφέρει πριν χρόνια να οδηγήσει στο ελληνικό προξενείο κάποιον συγγενή που να γνώριζε τη βλαχική γλώσσα.
Αντιλαμβανόμαστε, έτσι, την παράνοια που συνδυάζει η νομοθεσία και η διοικητική πρακτική της ελληνικής ιθαγένειας: ένας παππούς που ξέρει ελληνικά ή βλάχικα σε κάνει Έλληνα πολίτη. Το ότι γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Ελλάδα δεν σε κάνει Έλληνα "ποτέ".
Τα βήματα που έκαναν αυτά τα τρία στιγμιότυπα που παραθέσαμε ακυρώθηκαν από άλλες πολιτικές που υπερίσχυσαν νομοθετικά και πρακτικά. Μένει όμως το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες είχαν αντιληφθεί ή, εν τέλει, αποδέχονταν την εισροή στο έθνος "αλλογενών" πολλά χρόνια πριν. Σήμερα που οι ανάγκες αλλαγών στον Κώδικα ιθαγένειας είναι παραπάνω από προφανείς, ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστούν πολλά ακόμη χρόνια για να επαναφέρουμε, εν τέλει, μια ρύθμιση του 1926.
Δημοσίευση σχολίου