GuidePedia

0
Μπορεί οι Ευρωπαίοι να κατηγορούν τις επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ για τα συμβόλαια παραγώγων που έφεραν την Ελλάδα στο χείλος της ανάγκης για ένα εγχείρημα ‘διάσωσης’. Αλλά μια ματιά στην εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών της χώρας τα τελευταία 10 χρόνια, από τότε δηλαδή που υιοθέτησε το ευρώ, δείχνει πως ο κύριος δημιουργός του παρόντος προβλήματος του ελληνικού χρέους είναι όχι μόνο η ίδια η Ελλάδα, αλλά εξίσου και οι Ευρωπαίοι εταίροι της, που κατ’ επανάληψη αγνόησαν την παραβίαση των κανόνων εκ μέρους της Αθήνας. Και μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα να διερευνούν ένα αμφιλεγόμενο συμβόλαιο ανταλλαγής χρέους του 2001 που έκανε η Goldman Sachs,
αλλά ήταν η ίδια η διαχείριση του ελληνικού προϋπολογισμού από πλευράς της Αθήνας και η ξεκάθαρη παραβίαση των κανόνων της Ε.Ε. που έχουν επιδεινώσει τις επιπτώσεις παρόμοιων συμβολαίων.






Οι δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα – υπερβολικές κρατικές δαπάνες επί σειρά ετών και ανησυχία των επενδυτών για το αν η χώρα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της – υποτίθεται ότι δεν θα έπρεπε να έχουν εμφανιστεί στην Ευρωζώνη. Από πολύ νωρίς οι χώρες του ευρώ συνήψαν ένα συμβόλαιο που στόχευε στην αποτροπή της υπονόμευσης του κοινού νομίσματος μέσα από υψηλές κρατικές δαπάνες. Το συμβόλαιο αυτό απαιτούσε από τα κράτη μέλη που θα υιοθετούσαν το ευρώ να περιορίσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους στο 3% του ΑΕΠ και το συνολικό δημόσιο χρέος τους στο 60% του ΑΕΠ. Αλλά η εξέταση των εκθέσεων για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. δείχνει πως η Ελλάδα δεν πέτυχε ποτέ τον στόχο του ελλείμματος, με εξαίρεση μια χρονιά, το 2006. Και προφανώς ούτε και τον στόχο του δημόσιου χρέους.






Από το 1997 και μετά η Ελλάδα πάντοτε αναθεωρούσε τα νούμερα του προϋπολογισμού της, πάντα προς τα πάνω και πολλές φορές με μεγάλες διαφορές. Σε αρκετές περιπτώσεις ο τελικός αριθμός είχε τετραπλασιαστεί σε σχέση με τον αρχικό. Και στα τέλη του περασμένου χρόνου η ελληνική κυβέρνηση κίνησε τη διαδικασία που μας έφερε στην παρούσα κρίση αυξάνοντας το αρχικά προβλεπόμενο έλλειμμα από 3,7% του ΑΕΠ για το 2009 σε 13%.






Αυτές οι αναθεωρήσεις ξεπερνούν κατά πολύ τον αντίκτυπο των αμφιλεγόμενων συναλλαγών παραγώγων που χρησιμοποίησε η Αθήνα για να περιορίσει το μέγεθος του χρέους και του ελλείμματος της. Το συμβόλαιο ανταλλαγής χρέους της Goldman Sachs του 2001 περιόρισε το ελληνικό έλλειμμα κατά το ένα δέκατο μιας ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ εκείνου του χρόνου. Αρκεί να το δούμε συγκριτικά: την ίδια χρονιά η Ελλάδα δεν κατέγραψε στον προϋπολογισμό της στρατιωτικές δαπάνες ύψους 1,6 δις δολαρίων – 10 φορές παραπάνω από όσα είχε σώσει με το συμβόλαιο – σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία Στατιστικών, τη Γιούροστατ.


Αν κάτι υποδεικνύει το ελληνικό πρόβλημα είναι το ότι οι οικονομικοί θεσμοί της Ε.Ε. δεν διαθέτουν την ισχύ ή και την εμπειρία να χαλιναγωγήσουν τα απείθαρχα κράτη μέλη, επισημαίνει ο Ζαν Πιερ Ζουγιέ, πρόεδρος της εποπτικής αρχής του Χρηματιστηρίου της Γαλλίας και πρώην επικεφαλής προσωπικού του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. «Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία για να διαχειριστούμε αυτές τις ανισορροπίες επειδή ένα συμβόλαιο που δεν συνοδεύεται από κυρώσεις δεν επαρκεί», προσθέτει.






Ο Κ. Παπαδόπουλος, γενικός γραμματέας διεθνών οικονομικών υποθέσεων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, επισημαίνει παρά ταύτα ότι η Ελλάδα εισήλθε νόμιμα στην Ευρωζώνη. «Η ιδέα πως η Ελλάδα ‘πραγματοποίησε απάτη’ προκειμένου να μπει στην Ευρωζώνη έχει κολλήσει στα μυαλά πολλών Ευρωπαίων και είναι πολύ δύσκολο να την ανατρέψεις», παρατηρεί. Ο Κ. Παπαδόπουλος, μέλος του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, λέει πως οι περισσότερες αναθεωρήσεις σημειώθηκαν επειδή το κόμμα της ΝΔ, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2004, αναθεώρησε αναδρομικά τον τρόπο καταγραφής των στρατιωτικών δαπανών. Αυτό, προσθέτει, είχε αντίκτυπο στο καταγεγραμμένο δημοσιονομικό έλλειμμα και για τα προηγούμενα χρόνια της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Αλλά η Γιούροστατ θεωρούσε πως αυτές οι αναθεωρήσεις ήταν απαραίτητες, αφού η Ελλάδα σε γενικές γραμμές υποτιμούσε υπερβολικά τις στρατιωτικές της δαπάνες.


Όμως δεν ήταν η Ελλάδα η μόνη χώρα που παραβίασε τους κανόνες της Ευρωζώνης. Η πλειοψηφία των χωρών-μελών της Ευρωζώνης δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τους στόχους του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους τουλάχιστον μια χρονιά στα τελευταία 10 χρόνια.






Η εισαγωγή του ευρώ που έγινε το 1999 με 11 ιδρυτικά μέλη – ενώ η Ελλάδα προσχώρησε σε αυτό 18 μήνες αργότερα – αποτελούσε μια καλοζυγισμένη πολιτική κίνηση εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών: η συμμετοχή στο νέο νόμισμα θα ήταν όσο πιο ευρεία μπορούσε να γίνει. Έτσι επιτράπηκε η είσοδος στο ευρώ στην Ιταλία και το Βέλγιο ταυτόχρονα με την πρώτη ομάδα χωρών, παρά το γεγονός ότι και τα δύο αυτά κράτη ξεπερνούσαν πολύ το κατώφλι του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους – η απόφαση αυτή προκάλεσε μάλιστα τότε αρκετές διαμάχες.






Η είσοδος και της Ελλάδας στο ευρώ, ως χώρας που αποτέλεσε το αρχαίο 'λίκνο της δημοκρατίας', ήταν σημαντική σε συμβολικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση από τα τέλη του 1990 η Ελλάδα εμφάνιζε στοιχεία σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης και ελάχιστες αντιρρήσεις μπορούσαν να διατυπωθούν.


Η παρούσα κρίση της Ελλάδας – που έχει οδηγήσει στην εξασθένιση του ευρώ και στην αύξηση των ανησυχιών για το ύψος του δημόσιου χρέους αρκετών ακόμη ευρωπαϊκών χωρών – υποδεικνύει πως οι πολιτικές φιλοδοξίες της Ευρώπης για ένα 'διευρυμένο ευρώ' προσέκρουσαν στις οικονομικές πραγματικότητες. Υποδεικνύει επίσης ότι η ελληνική οικονομική ανάπτυξη ήταν εν μέρει αντικατοπτρισμός που παρήχθη εξαιτίας των παραποιημένων στατιστικών.






Όπως υποστηρίζουν οικονομολόγοι και ιστορικοί, σήμερα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις μιας αδυναμίας που ενσωματώθηκε στην κατασκευή του ενιαίου νομίσματος από την αρχή: την απουσία μιας συντονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής παράλληλα με τη νομισματική ένωση. Από την πρώτη εισαγωγή του, το ευρώ ήταν γεμάτο με άλυτες εντάσεις, γράφει ο Ντέιβιντ Μαρς, συγγραφέας του βιβλίου “The Euro”, του 2009, που καταγράφει τα της γέννησης του νέου νομίσματος.










Κατά ορισμένους πολιτικούς, η νομισματική ένωση αποτελούσε έναν δρόμο που θα οδηγούσε την Ευρώπη στην πολιτική ένωση. Άλλοι πολιτικοί όμως, και κυρίως οι Γερμανοί, απέδιδαν την έμφαση στην ανάγκη για δημοσιονομική και νομισματική ορθότητα.


Αλλά από τη στιγμή που μια χώρα έχει προσχωρήσει στην Ευρωζώνη, ελάχιστα μπορούν να γίνουν απέναντι της αν απειθαρχεί στους κανόνες, γιατί οι αρχιτέκτονες του ευρώ δεν φρόντισαν να ενσωματώσουν πραγματικούς μηχανισμούς επιβολής. Αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό σε έναν συμβιβασμό που πραγματοποιήθηκε στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Δουβλίνου το 1996, όπου και ελήφθησαν αποφάσεις για το αν θα υπάρχει αυτόματη επιβολή προστίμων στις παρεκλίνουσες κυβερνήσεις ή επιβολή με διαβούλευση του συνόλου των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Η απόφαση που ελήφθη αντιπροσωπεύει μια νίκη του τότε Γάλλου πρωθυπουργού, Ζακ Σιράκ, έναντι του Γερμανού καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, που ήθελε η διαδικασία προστίμων να είναι αυτόματη. Έκτοτε σε καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν επιβλήθηκε πρόστιμο.






Η χαλαρή αντιμετώπιση των δημοσιονομικών κανόνων ξεκίνησε νωρίς. Ανυπομονώντας για την εισαγωγή του ευρώ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν ότι το 1997 θα ήταν το έτος ορόσημο. Αν όλοι μπορούσαν να ανταποκριθούν στους όρους τη συγκεκριμένη χρονιά, θα γίνονταν τότε η εισαγωγή του νέου νομίσματος.


Ο στόχος για ένα δημόσιο χρέος που δεν θα ξεπερνούσε το 60% του ΑΕΠ ήταν απλά ανέφικτος – το δημόσιο χρέος του Βελγίου, για παράδειγμα, έφτανε το 131% του ΑΕΠ του το 1995. Οι χώρες λοιπόν συμφώνησαν να αποδεχτούν την υπέρβαση των ορίων του δημοσίου χρέους υπό την προϋπόθεση ότι θα εμφανίζονταν συρρικνούμενο. Η Ευρωζώνη σαν σύνολο ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στο κριτήριο για ανώτατο ύψος δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ.






Αντιθέτως, η Ευρώπη αποφάσισε να εμμείνει σε ό,τι αφορούσε τους όρους του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτό οδήγησε σε μια χρονιά έντονης δραστηριότητας με στόχο την εφάπαξ πλήρωση των κρατικών ταμείων των χωρών μελών. Οι χώρες πουλούσαν άδειες κινητής κληρονομιάς. Η Γαλλία αποκόμισε κάπου 5 δις ευρώ αναλαμβάνοντας όμως τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της υπό ιδιωτικοποίση France Telecom. Η Γερμανία προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να πετύχει την επανατίμηση των αποθεμάτων χρυσού της.


Χάρη σε αυτούς τους χειρισμούς – και βοηθούμενες από την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας – 11 από τις 12 χώρες πέτυχαν τον στόχο του 3% για το 1997. Με πολλές τυμπανοκρουσίες γεννήθηκε το ευρώ καθώς έκλεινε το 1998 και άρχιζε το 1999, αν και τα νέα κέρματα και χαρτονομίσματα άρχισαν να κυκλοφορούν μετά από τρία χρόνια.


Με πολύ λιγότερες τυμπανοκρουσίες, οι χώρες αναθεώρησαν αργότερα τους αριθμούς τους. Από τις 11 χώρες που προσχώρησαν στο ευρώ στο αρχικό στάδιο στη βάση των αριθμών του δημοσιονομικού ελλείμματός τους για το 1997, τρεις – η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία – αναθεώρησαν αργότερα τα νούμερα του ελλείμματος του 1997 ξεπερνώντας το όριο του 3%. Η αναθεώρηση του γαλλικού ελλείμματος σε 3,3% δεν είχε πραγματοποιηθεί ωστόσο ως το 2007.


Η Ελλάδα δεν μπήκε στο ευρώ με το πρώτο κύμα χωρών. Το έλλειμμα 4% του 1997 απείχε πολύ από το όριο. Ακόμη κι έτσι, οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών αμφισβητούσαν τις ελληνικές στατιστικές. Αλλά προς τα τέλη του 1999, η Ευρώπη που ανυπονομούσε για την ανάπτυξη της δυναμικής της Ευρωζώνης, παρέβλεψε αυτές τις ανησυχίες. Τα νούμερα για το 1998 έδειχναν καλύτερα κι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμφώνησαν ότι η Ελλάδα είχε πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους. Στάθηκαν στις περικοπές του προϋπολογισμού της που οδήγησε στην περιστολή του ελλείμματος του 1998 στο 2,5% του ΑΕΠ και στις προβλέψεις για έλλειμμα 1,9% το 1999 και χαιρέτισαν την Αθήνα για την περιστολή του δημόσιου χρέους της. «Το δημοσιονομικό έλλειμμα του 1998 πέρασε κάτω από την αξία αναφοράς και αναμένεται να παραμένει εκεί το 1999 και να μειωθεί κι άλλο μεσοπρόθεσμα”, διακήρυξαν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης το Δεκέμβριο του 1999.






Προφανώς τίποτα από αυτά δεν αποδείχτηκε αληθές. Τον Μάρτιο του 2000 η Γιούροστατ ανακοίνωσε ότι η εφαρμογή των νέων κανόνων λογιστικής απεικόνισης είχαν αυξήσει το ελληνικό έλλειμμα του 1998 σε 3,2%. Στη συνέχεια, σε έκθεσή της του έτους 2004, η Γιούροστατ πρόσθεσε άλλα 2 δις στο αρχικό έλλειμμα του 1998 – κυρίως γιατί η Ελλάδα είχε εγγράψει λάθος τις κρατικές επιδοτήσεις προς κρατικές εταιρείες ως αγορές στοιχείων ενεργητικού – συνταγή που θα χρησιμοποιούσε αργότερα και η Πορτογαλία. Στο τέλος το νούμερο του 1998 είχε καταλήξει στο 4,3%, ήταν δηλαδή πολύ πιο πάνω από ό,τι όριζαν τα κριτήρια εισόδου στην Ευρωζώνη.






Τον Ιούνιο του 2000 ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης πανηγύριζε για την αποδοχή της Ελλάδας στο κλαμπ του ευρώ. Όμως τα πράγματα χειροτέρευαν. Η Γιούροστατ ανακάλυψε πως η Ελλάδα δεν κατέγραφε στον προϋπολογισμό της επί σειρά ετών τις δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό, ότι πάντοτε εμφάνιζε υπερτιμημένα τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα, ότι δεν κατέγραφε τις δαπάνες των νοσοκομείων στο κόστος του ΕΣΥ και ότι υπολόγιζε τις επιδοτήσεις της Ε.Ε. προς ιδιωτικές εταιρείες στην Ελλάδα ως κρατικά έσοδα.






Καθώς όμως και άλλες χώρες άρχισαν να αντιμετωπίζουν το φάσμα της οικονομικής ύφεσης έκαναν ό,τι και η Ελλάδα. Η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν το όριο του 3% για τρεις συνεχόμενες χρονιές, το 2002, το 2003 και το 2004, δίνοντας ένα παράδειγμα ότι ακόμα και οι πιο μεγάλες οικονομικές δυνάμεις της Ευρωζώνης δεν θεωρούσαν υποχρέωσή τους να συμμορφώνονται με τους κανόνες. Η Ολλανδία και η Ιταλία έκαναν το ίδιο το 2003. «Όταν η Γερμανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν υπάρχει μεγάλη αντίδραση από πλευράς Ε.Ε.», σημειώνει ο Ζαν Λικ Ντεάν, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου. Το πράγμα κατέληξε σε μια συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, ώστε “να καταβληθεί προσπάθεια για τη λήψη μιας πολιτικής απόφασης”.


Από τα 12 κράτη-μέλη του ευρώ μόνο τρία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Φιλανδία δεν είχαν παραβιάσει τους κανόνες του ευρώ ούτε μία φορά. Τελικά, υπό την επίδραση των πολιτικών πιέσεων, οι κανόνες χαλάρωσαν το 2005, επιτρέποντας την υπέρβαση του ορίου του δημοσιονομικού ελλείμματος σε συγκυρία οικονομικής κάμψης.






Και αυτό έγινε μετά την κωμικοτραγική ιστορία του ελληνικού ελλείμματος του 2003. Το Μάρτιο του 2004 η Ελλάδα ανέφερε έλλειμμα για το 2003 2,6 δις ευρώ, ή 1,7% του ΑΕΠ. Η Γιούροστατ πρόσθεσε μια υποσημείωση στην οποία αποκαλούσε το νούμερο αυτό 'προσωρινό', αλλά πάντως ήταν πολύ κάτω από το μέσο έλλειμμα της Ευρωζώνης το οποίο εκείνη τη χρονιά έφτανε στο 2,7%.


Οι ελληνικοί πανηγυρισμοί κράτησαν ελάχιστα. Δύο μήνες μετά, υπό την πίεση της Γιούροστατ, η Ελλάδα δημοσίευσε νέα νούμερα. Το έλλειμμα του 2003 είχε ανέλθει σε 3,2% εν μέρει λόγω της υπερτίμησης των φορολογικών εσόδων και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Τέσσερις μήνες αργότερα είχε φτάσει στο 4,6%: η Ελλάδα δεν είχε αποτυπώσει στον προϋπολογισμό της μέρος των στρατιωτικών δαπανών, υπερτιμούσε το πλεόνασμα της κοινωνικής ασφάλισης και υποτιμούσε το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Άλλη μια αναθεώρηση τον Μάρτιο του 2005 έστειλε το έλλειμμα στο 5,2%. Πιο μετά, τον ίδιο χρόνο, το έλλειμμα εξακοντίστηκε στο 5,7%. Ό,τι 18 μήνες πριν αποτελούσε ένα έλλειμμα 2,6 δις ευρώ, είχε φτάσει τώρα στα 8,8 δις.


Με δυο λόγια, παρατηρεί ο Βασίλης Μοναστηριώτης του London School of Economics, η Ελλάδα “δεν μπόρεσε να εσωτερικεύσει τη λογική της Ευρωζώνης – που είναι η δημοσιονομική πειθαρχία”.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top