Μπροστά στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων της τελευταίας διετίας και με αφορμή την επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, σίγουρα θ’ αρχίσουμε ξανά να κάνουμε λόγο για μια (νέα) στρατηγική της ελληνικής πλευράς. Για να σχεδιαστεί, όμως, κάποια στρατηγική, θα πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιοριστεί ο ίδιος ο στρατηγικός στόχος. Στην περίπτωση του Κυπριακού στόχος είναι, προφανώς, μια πολιτική συμφωνία που θα τερματίσει την τουρκική κατοχή και θα άρει τα (περισσότερα τουλάχιστον) αποτελέσματα της συστηματικής εθνικής εκκαθάρισης που επέβαλε τις τελευταίες δεκαετίες η Άγκυρα στην Κύπρο....
Προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας με την τουρκική πλευρά, η ελληνική πλευρά έχει οδηγηθεί, εδώ και μερικές δεκαετίες, στην αποδοχή της («δικοινοτικής-διζωνικής») ομοσπονδίας, ως μορφής μελλοντικής οργάνωσης της κυπριακής πολιτείας. Ο μοναδικός λόγος που έγινε αυτό, δεν είναι διότι αυτή η μορφή πολιτειακής οργάνωσης κρίνεται κατάλληλη ή προσφέρεται για την Κύπρο, αλλά διότι την αξίωσε η τουρκική πλευρά.
Σήμερα, 33 χρόνια μετά την πρώτη κατ’ αρχήν συμφωνία, η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται προκειμένου, υποτίθεται, να καταλήξει σε «δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία». Στο μεταξύ, υπάρχουν, βεβαίως, ισχυρές αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοια πολιτειακή μορφή είναι εφαρμόσιμη στην Κύπρο. Πολύ σοβαρές αμφιβολίες υπάρχουν ακόμη ως προς το κατά πόσο ο πληθυσμός είναι έτοιμος να δεχθεί κάτι τέτοιο.
Αυτές και μόνο οι αμφιβολίες θα μπορούσε να είναι αρκετές για να επανασχεδιαστούν οι ελληνικοί στρατηγικοί στόχοι σε κάποια άλλη βάση. Σήμερα, όμως, ακόμη πιο σοβαρά ερωτήματα θέτει μια άλλη διαπίστωση.
Η τουρκική θέση, όπως εκφέρεται από τη σημερινή θεωρούμενη μάλιστα ως μετριοπαθή τουρκική ηγεσία, είναι καθαρή: η Τουρκία επιθυμεί και επιδιώκει συμφωνία για λύση του Κυπριακού και η λύση θα είναι «ομοσπονδία δυο κρατών». Αυτό ακριβώς λέει διαρκώς ο Τ. Ερντογάν. Αυτή η θέση είναι ταυτόσημη, είτε προέρχεται από τα χείλη του Τουρκοκυπρίου εκπροσώπου και συνομιλητή, είτε ακούγεται από την ηγεσία στην Άγκυρα. Ήταν και παραμένει απαράλλακτη από τα χρόνια του Ρ. Ντενκτάς, μέχρι τις μέρες του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ- και σίγουρα θα είναι και μετά από μελλοντική τυχόν επικράτηση του Ντερβίς Έρογλου.
Μπορεί να είναι ομοσπονδία και να παρουσιάζει δυο κράτη; Βεβαίως όχι. Αυτό όμως δεν εμποδίζει να είναι: (α) Εκείνο που επιδιώκει η τουρκική πλευρά και (β) εκείνο στο οποίο καταλήγουν διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των Η.Ε., όπως ακριβώς συνέβη με το διαβόητο Σχέδιο Ανάν.
Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται με την τουρκική, αλλά την ίδια ώρα αποφεύγουμε να ακούσουμε τι ακριβώς λέει η Τουρκία! Η Τουρκία, η οποία στην πραγματικότητα επέβαλε διά της ισχύος τη συζήτηση ομοσπονδίας, στη συνέχεια ορίζει αυτή την «ομοσπονδία» ως τη συνύπαρξη δυο ουσιαστικά ξεχωριστών κρατών.
Εξάλλου, το ίδιο το ιστορικό του Κυπριακού τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, αν αποδραματοποιηθεί από ευσεβείς πόθους και την καθιερωμένη τυπολατρία, υποβάλλει καθαρά την τουρκική μεθόδευση για κάποια ανέκδοτη μορφή συνομοσπονδίας. Ενώ η τουρκική πλευρά από το 1977 είχε καταφέρει να εκμαιεύσει τη συγκατάθεση της ελληνικής πλευράς για ομοσπονδία, αυτή δεν συμφωνήθηκε τελικά ποτέ. Αντ’ αυτού, μόλις μερικά χρόνια μετά την κατ’ αρχήν συμφωνία, πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει αυθαίρετα και παράνομα «τουρκοκυπριακό κράτος» στα κατεχόμενα. Έτσι, η μορφή της (δήθεν) ομοσπονδίας που επεδίωκε η Άγκυρα ήταν προφανής από το 1983.
Όλες οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να ενισχύσουν τον «ομοσπονδιακό χαρακτήρα» της λύσης, σε αντιπαράθεση με τις φυγόκεντρες συνομοσπονδιακές αξιώσεις της τουρκικής πλευράς, είχαν ένα και μόνο αποτέλεσμα. Να κερδίσει η τουρκική πλευρά, μέσω των ατελέσφορων διαπραγματεύσεων, τον εξίσου διαμοιρασμό του κράτους και της εξουσίας. Αυτή μάλιστα η τροπή ομοσπονδίας καθιερώθηκε και στο επίπεδο των Η.Ε. με τους χειρισμούς της προεδρίας Βασιλείου, που συνομολόγησε και τυπικά την «πολιτική ισότητα». Η ελληνική πλευρά, κάνοντας τον «ιστορικό συμβιβασμό» να δεχθεί μετάπτωση της κυπριακής πολιτείας σε ομοσπονδία, δεν κατόρθωσε ποτέ ούτε να «κατοχυρώσει» λύση του Κυπριακού, έστω σε αυτή τη βάση, ούτε, βέβαια, και να αποκομίσει τα αναμενόμενα οφέλη, που θα ήταν ο τερματισμός της κατοχής και η άρση τετελεσμένων. Τουναντίον, παρασύρθηκε στην «κινούμενη άμμο» ατέρμονων διαπραγματεύσεων, που αφού απέδωσαν στην τουρκική πλευρά την «πολιτική ισότητα», σήμερα κατατείνουν σε μια εκδοχή (ανομολόγητης;) συνομοσπονδίας.
Προτού, λοιπόν, γίνει καν λόγος για «ελληνική στρατηγική», είναι απολύτως σκόπιμο η ελληνική πλευρά να αντικρίσει την πραγματικότητα. Απέναντί μας έχουμε μια Τουρκία, η οποία ως μόνη λύση συζητά μια «ομοσπονδία δυο κρατών». Όπως και αν τυχόν συγκαλυφθεί μέσα από διακοσμητική ορολογία και όσες και αν τυχόν είναι οι θεσμικές επινοήσεις τεχνοκρατών, αυτή είναι -δυστυχώς- η ουσία του πράγματος. Ενδιαφέρεται η ελληνική πλευρά να συνεχίσει να μιλά για μια (συγκαλυμμένη) συνομοσπονδία στην Κύπρο;
Έχει τη δυνατότητα και τα μέσα να οδηγήσει (ή να υποχρεώσει) την Τουρκία να εγκαταλείψει την αξίωση «ομοσπονδίας δυο κρατών» και να επιδιώξει πραγματική ομοσπονδία; Έχει τους τρόπους και την πολιτική να διασφαλίσει ότι ακόμα κι αν, κατ’ ευχήν, καταστεί ποτέ δυνατή μια συμφωνία σε τέτοια βάση, θα συνοδευτεί από ταυτόχρονη και «αυτόματη» άρση των κατοχικών δεδομένων;
Προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας με την τουρκική πλευρά, η ελληνική πλευρά έχει οδηγηθεί, εδώ και μερικές δεκαετίες, στην αποδοχή της («δικοινοτικής-διζωνικής») ομοσπονδίας, ως μορφής μελλοντικής οργάνωσης της κυπριακής πολιτείας. Ο μοναδικός λόγος που έγινε αυτό, δεν είναι διότι αυτή η μορφή πολιτειακής οργάνωσης κρίνεται κατάλληλη ή προσφέρεται για την Κύπρο, αλλά διότι την αξίωσε η τουρκική πλευρά.
Σήμερα, 33 χρόνια μετά την πρώτη κατ’ αρχήν συμφωνία, η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται προκειμένου, υποτίθεται, να καταλήξει σε «δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία». Στο μεταξύ, υπάρχουν, βεβαίως, ισχυρές αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοια πολιτειακή μορφή είναι εφαρμόσιμη στην Κύπρο. Πολύ σοβαρές αμφιβολίες υπάρχουν ακόμη ως προς το κατά πόσο ο πληθυσμός είναι έτοιμος να δεχθεί κάτι τέτοιο.
Αυτές και μόνο οι αμφιβολίες θα μπορούσε να είναι αρκετές για να επανασχεδιαστούν οι ελληνικοί στρατηγικοί στόχοι σε κάποια άλλη βάση. Σήμερα, όμως, ακόμη πιο σοβαρά ερωτήματα θέτει μια άλλη διαπίστωση.
Η τουρκική θέση, όπως εκφέρεται από τη σημερινή θεωρούμενη μάλιστα ως μετριοπαθή τουρκική ηγεσία, είναι καθαρή: η Τουρκία επιθυμεί και επιδιώκει συμφωνία για λύση του Κυπριακού και η λύση θα είναι «ομοσπονδία δυο κρατών». Αυτό ακριβώς λέει διαρκώς ο Τ. Ερντογάν. Αυτή η θέση είναι ταυτόσημη, είτε προέρχεται από τα χείλη του Τουρκοκυπρίου εκπροσώπου και συνομιλητή, είτε ακούγεται από την ηγεσία στην Άγκυρα. Ήταν και παραμένει απαράλλακτη από τα χρόνια του Ρ. Ντενκτάς, μέχρι τις μέρες του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ- και σίγουρα θα είναι και μετά από μελλοντική τυχόν επικράτηση του Ντερβίς Έρογλου.
Μπορεί να είναι ομοσπονδία και να παρουσιάζει δυο κράτη; Βεβαίως όχι. Αυτό όμως δεν εμποδίζει να είναι: (α) Εκείνο που επιδιώκει η τουρκική πλευρά και (β) εκείνο στο οποίο καταλήγουν διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των Η.Ε., όπως ακριβώς συνέβη με το διαβόητο Σχέδιο Ανάν.
Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται με την τουρκική, αλλά την ίδια ώρα αποφεύγουμε να ακούσουμε τι ακριβώς λέει η Τουρκία! Η Τουρκία, η οποία στην πραγματικότητα επέβαλε διά της ισχύος τη συζήτηση ομοσπονδίας, στη συνέχεια ορίζει αυτή την «ομοσπονδία» ως τη συνύπαρξη δυο ουσιαστικά ξεχωριστών κρατών.
Εξάλλου, το ίδιο το ιστορικό του Κυπριακού τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, αν αποδραματοποιηθεί από ευσεβείς πόθους και την καθιερωμένη τυπολατρία, υποβάλλει καθαρά την τουρκική μεθόδευση για κάποια ανέκδοτη μορφή συνομοσπονδίας. Ενώ η τουρκική πλευρά από το 1977 είχε καταφέρει να εκμαιεύσει τη συγκατάθεση της ελληνικής πλευράς για ομοσπονδία, αυτή δεν συμφωνήθηκε τελικά ποτέ. Αντ’ αυτού, μόλις μερικά χρόνια μετά την κατ’ αρχήν συμφωνία, πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει αυθαίρετα και παράνομα «τουρκοκυπριακό κράτος» στα κατεχόμενα. Έτσι, η μορφή της (δήθεν) ομοσπονδίας που επεδίωκε η Άγκυρα ήταν προφανής από το 1983.
Όλες οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να ενισχύσουν τον «ομοσπονδιακό χαρακτήρα» της λύσης, σε αντιπαράθεση με τις φυγόκεντρες συνομοσπονδιακές αξιώσεις της τουρκικής πλευράς, είχαν ένα και μόνο αποτέλεσμα. Να κερδίσει η τουρκική πλευρά, μέσω των ατελέσφορων διαπραγματεύσεων, τον εξίσου διαμοιρασμό του κράτους και της εξουσίας. Αυτή μάλιστα η τροπή ομοσπονδίας καθιερώθηκε και στο επίπεδο των Η.Ε. με τους χειρισμούς της προεδρίας Βασιλείου, που συνομολόγησε και τυπικά την «πολιτική ισότητα». Η ελληνική πλευρά, κάνοντας τον «ιστορικό συμβιβασμό» να δεχθεί μετάπτωση της κυπριακής πολιτείας σε ομοσπονδία, δεν κατόρθωσε ποτέ ούτε να «κατοχυρώσει» λύση του Κυπριακού, έστω σε αυτή τη βάση, ούτε, βέβαια, και να αποκομίσει τα αναμενόμενα οφέλη, που θα ήταν ο τερματισμός της κατοχής και η άρση τετελεσμένων. Τουναντίον, παρασύρθηκε στην «κινούμενη άμμο» ατέρμονων διαπραγματεύσεων, που αφού απέδωσαν στην τουρκική πλευρά την «πολιτική ισότητα», σήμερα κατατείνουν σε μια εκδοχή (ανομολόγητης;) συνομοσπονδίας.
Προτού, λοιπόν, γίνει καν λόγος για «ελληνική στρατηγική», είναι απολύτως σκόπιμο η ελληνική πλευρά να αντικρίσει την πραγματικότητα. Απέναντί μας έχουμε μια Τουρκία, η οποία ως μόνη λύση συζητά μια «ομοσπονδία δυο κρατών». Όπως και αν τυχόν συγκαλυφθεί μέσα από διακοσμητική ορολογία και όσες και αν τυχόν είναι οι θεσμικές επινοήσεις τεχνοκρατών, αυτή είναι -δυστυχώς- η ουσία του πράγματος. Ενδιαφέρεται η ελληνική πλευρά να συνεχίσει να μιλά για μια (συγκαλυμμένη) συνομοσπονδία στην Κύπρο;
Έχει τη δυνατότητα και τα μέσα να οδηγήσει (ή να υποχρεώσει) την Τουρκία να εγκαταλείψει την αξίωση «ομοσπονδίας δυο κρατών» και να επιδιώξει πραγματική ομοσπονδία; Έχει τους τρόπους και την πολιτική να διασφαλίσει ότι ακόμα κι αν, κατ’ ευχήν, καταστεί ποτέ δυνατή μια συμφωνία σε τέτοια βάση, θα συνοδευτεί από ταυτόχρονη και «αυτόματη» άρση των κατοχικών δεδομένων;
Δημοσίευση σχολίου