Oι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την πολιτική λύση του Κουρδικού, η απαγόρευση του «Κόμματος Δημοκρατικής Κοινωνίας», η ενισχυμένη θέση της Τουρκίας στο διεθνές διπλωματικό στερέωμα και τα ανοίγματά της στη Μέση Ανατολή και την Αρμενία κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου την περασμένη χρονιά....... Εξίσου σημαντικός, ωστόσο, είναι ο αγώνας που συνεχίζεται στο εσωτερικό της χώρας ενάντια στο παρακράτος και τα σχέδια «εμμέσου πραξικοπήματος» που υφαίνουν ομάδες ομάδες στρατιωτικών. Πολλοί, τόσο στην Τουρκία, όσο και στο εξωτερικό, παρουσιάζουν τις ένοπλες δυνάμεις ως έναν μονολιθικό οργανισμό. Το πόσο απλουστευτική είναι αυτή η απεικόνιση κατέδειξε η προσπάθεια της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης να εκκαθαρίσει το στράτευμα από τους επίδοξους πραξικοπηματίες. Ο αγώνας για την εκκαθάριση αυτή, επίμονο αίτημα των οπαδών της κυβέρνησης αλλά και της φιλελεύθερης διανόησης, κατέστησε σαφέστερες από ποτέ τις ιδεολογικές διαιρέσεις μεταξύ των ενστόλων. Το 2010 θα σημαδευθεί, όπως και οι δύο προηγούμενες χρονιές, από την αντιπαράθεση μεταξύ της εκλεγμένης κυβέρνησης και όσων άλλων εκπροσωπούν τη δημοκρατική νομιμότητα και των θιασωτών της ανατροπής της.
Το εθνικό κράτος της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτέλεσε τον καρπό εκσυγχρονιστικών προσπαθειών μίας ομάδας στρατιωτικών. Οι προσπάθειες αυτές ξεκίνησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αίτημα των Νεοτούρκων, τα ηγετικά στελέχη των οποίων ήταν στρατιωτικοί, ήταν η συνταγματική διακυβέρνηση και παράλληλος στόχος τους η εθνική εκκαθάριση της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ώστε να αποτελέσει κοιτίδα και καταφύγιο για τους Τούρκους των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Ο ιδρυτής του έθνους – κράτους Κεμάλ Ατατούρκ ήταν στρατιωτικός ο ίδιος, και είχε ξεπηδήσει από το ιδεολογικό αυτό περιβάλλον των Νεοτούρκων. Ακόμη και μετά τη λήξη, το 1950, της περιόδου μονοκομματικής διακυβέρνησης, από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα που είχε ιδρύσει ο Ατατούρκ, η Τουρκική Δημοκρατία παρέμεινε δημοκρατία υπό στρατιωτική κηδεμονία.
Το στράτευμα έβλεπε τον εαυτό του ως εγγυητή της συνέχειας του ιδεολογικού οικοδομήματος του Ατατούρκ. Για το λαμπρό ρόλο με τον οποίο είχε επιφορτίσει τον εαυτό του, το στράτευμα κατόρθωσε να πείσει και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Δεν ήταν δύσκολο, καθώς στην τουρκική λαϊκή συνείδηση έχει περάσει ανεξίτηλα η πεποίθηση ότι «κάθε Τούρκος γεννιέται στρατιώτης» και ότι το μεγαλείο των Οθωμανών κτίσθηκε στη στρατιωτική ισχύ. Οι σημερινοί αναλυτές του φιλελεύθερου χώρου χαρακτηρίζουν το διάστημα μεταξύ 1950 και 2002 ως «δημοκρατία υπό στρατιωτική κηδεμονία». Κατά το μισό αυτό αιώνα που μεσολάβησε από το τέλος του μονοκομματισμού ως την άνοδο του ισλαμικών καταβολών Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία, οι ένοπλες δυνάμεις προέβησαν σε δύο πραξικοπήματα, το 1960 και το 1980, ένα «πραξικόπημα δια υπομνήματος» το 1971 και ένα «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα το 1997. Ακόμη και στις δύο περιπτώσεις που τα τανκς δεν πήραν τους δρόμους, το αποτέλεσμα της παρέμβασης των ενστόλων ήταν η απομάκρυνση της κυβέρνησης.
Τα πενήντα αυτά χρόνια δημιουργήθηκε η πολύ ισχυρή πεποίθηση εντός του στρατεύματος ότι η παρέμβασή του προκειμένου να επαναφέρει την πολιτική ζωή στο δρόμο της Κεμαλικής ιδεολογικής καθαρότητας ήταν και θεμιτή, και επιβεβλημένη και αναμενόμενη από τον πληθυσμό. Παράλληλα, ωστόσο, κύκλοι εντός του στρατεύματος, κυρίως μεταξύ των στρατιωτικών που ανήκαν στις ομάδες ειδικού πολέμου και τις μυστικές υπηρεσίες, ξεκίνησαν μία σκοτεινή συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα και τις φασιστικής ιδεολογίας οργανώσεις της ακροδεξιάς. Στην Τουρκία η έννοια «βαθύ κράτος» χρησιμοποιείται για να αποδώσει τη διαπλοκή ομάδων των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών με την ακροδεξιά, κοινούς εγκληματίες και κυβερνητικά στελέχη.
Δρώντας παρασκηνιακά και προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, οι δυνάμεις του τουρκικού παρακράτους σημάδεψαν τις δεκαετίες του 1980 και ιδίως του 1990 με αμέτρητες δολοφονίες δημοσιογράφων, διανοουμένων, αντιφρονούντων και επιχειρηματιών. Ιδίως τα χρόνια της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλλέρ έμειναν γνωστά ως η εποχή που το παρακράτος κυβερνούσε τη χώρα. Ποτέ στην Τουρκία δεν είχαν σημειωθεί τόσες ανεξιχνίαστες δολοφονίες και εξαφανίσεις. Το 1996 ένα τροχαίο αποκάλυπτε την έκταση της παρακρατικής διαπλοκής (σκάνδαλο Σουσουρλούκ): από τα συντρίμμια του ίδιου αυτοκινήτου ανασύρονταν νεκροί ο νούμερο ένα πληρωμένος εκτελεστής του υποκόσμου (Αμπντουλλάχ Τσατλί), μία call girl και διεθυντής αστυνομικής ακαδημίας της Πόλης, και τραυματισμένος ένας βουλευτής του κόμματος της Τσιλλέρ.
Η άνοδος του ΑΚΡ και του Ταγίπ Έρντογαν στην εξουσία το 2002 αποτέλεσε την Τουρκική μεταπολίτευση. Ποτέ, από τη δεκαετία του 1950, κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει τόσο υψηλά ποσοστά λαϊκής αποδοχής. Ενθαρρυμένη από τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις της χώρας, που με ενθουσιασμό στήριξε η κυβέρνηση Έρντογαν, η φιλελεύθερη διανόηση ξεκίνησε μία ολομέτωπη επίθεση κατά του πολιτικού ρόλου του στρατεύματος και της ύπαρξης και δράσης του παρακράτους. Σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως εκείνη που αντικατέστησε τη στρατιωτική πλειοψηφία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας με πολιτική πλειοψηφία και το μετέτρεψε από εκτελεστικό σε συμβουλευτικό όργανο, έδωσαν τέλος στη θεσμική δυνατότητα του στρατεύματος να ρυθμίζει τη δημόσια ζωή. Παράλληλα, σειρά μέτρων – κυρίως αφορώντων στην κυβερνητική έγκριση στρατιωτικών δαπανών – καθιστούσαν σαφές στους ενστόλους ότι εφεξής αυτοί δίνουν λόγο στους εκλεγμένους εκπροσώπους του έθνους και όχι το αντίθετο.
Τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στις σχέσεις πολιτικών – στρατεύματος που έλαβαν χώρα κατά τη διακυβέρνηση Έρντογαν βοήθησε πολύ η διεθνής συγκυρία. Παρά τις ανησυχίες που προκάλεσε αρχικά στη Δύση η άνοδος στην εξουσία κόμματος με ισλαμικές καταβολές, το ΑΚΡ απεδείχθη ένα μετριοπαθές κεντρώο κόμμα. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για εκτεταμένες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την προσαρμογή στο κοινοτικό κεκτημένο, τον εκδημοκρατισμό της χώρας και το άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας στον έξω κόσμο κέρδισε για το ΑΚΡ όχι μόνο την εσωτερική, αλλά και τη διεθνή στήριξη.
Παράλληλα, η Τουρκία μετεβλήθη από μία ασθμαίνουσα οικονομία σε μία χώρα – παράδεισο για τους ξένους επενδυτές, και σε μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες παγκοσμίως. Μεγάλα στρώματα του πληθυσμού γνώρισαν για πρώτη φορά την ευμάρεια, και μετά από δεκαετίες η χώρα ολόκληρη συνήθισε την οικονομική σταθερότητα. Πολλά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων παρέμεναν ορκισμένοι εχθροί της κυβέρνησης, είτε για λόγους ιδεολογικούς (τους ενοχλεί η ισλαμική βάση του ιδεολογικού οικοδομήματος του ΑΚΡ), είτε για τον πολύ πιο πρακτικό λόγο ότι η κυβέρνηση Έρντογαν έγδυσε την τάξη των ενστόλων από πολλά προνόμιά της. Οι ορκισμένοι αυτοί εχθροί συνειδητοποίησαν, ωστόσο, ότι η παρούσα συγκυρία δε θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν σε ένα κλασσικό πραξικόπημα, βγάζοντας τα άρματα μάχης στους δρόμους. Αφενός, μία ανατροπή της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της χώρας θα οδηγούσε στην πολιτική απομόνωση της Τουρκίας και στην οργή της ΕΕ και των ΗΠΑ (ο Ψυχρός Πόλεμος και τα ελαφρυντικά που παρείχε στους «δικούς μας» δικτατορίσκους εξέλιπε προ πολλού). Αφετέρου, η το στράτευμα, που εξακολουθεί να χαίρει τυφλού και παράλογου σεβασμού σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, θα χρεωνόταν την οικονομική κατάρρευση στην οποία θα οδηγούσε, κατά πάσα πιθανότητα, ένα πραξικόπημα.
Το γεγονός ότι έχει παρέλθει, ως φαίνεται, η εποχή των κλασσικών πραξικοπημάτων, σημαίνει πως τα στελέχη των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων μετετράπησαν σε νομοταγείς δημοκράτες; Το 2007, ένα θρυλικό πια δημοσίευμα του περιοδικού Νοκτά πληροφορούσε μία έκπληκτη χώρα ότι οι αρχηγοί των τεσσάρων όπλων είχαν καταστρώσει δύο σχέδια «εμμέσου» πραξικοπήματος το 2004. Τα σχέδια δεν προχώρησαν, καθώς παρενέβη ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χιλμί Οζκιόκ να σβήσει τη φωτιά προτού εξαπλωθεί. Μέσα από τις πενήντα σελίδες του αφιερώματος εκείνου, όπου το Νοκτά δημοσίευε αποσπάσματα του ημερολογίου του τότε αρχηγού του ναυτικού και συνωμότη στα σχέδια πραξικοπήματος Οζντέν Ορνέκ, οι Τούρκοι πληροφορούνταν την έννοια του «εμμέσου πραξικοπήματος».
Η ιδέα είναι απλή. Προκειμένου οι ένοπλες δυνάμεις να «απομακρύνουν» την κυβέρνηση από την εξουσία, δε χρειάζεται να κινηθούν οι ίδιες εναντίον της. Αντ’ αυτού, μπορούν να εξεγείρουν τους πολίτες κατά της νόμιμης κυβέρνησης και να οικοδομήσουν μία ατμόσφαιρα χάους και κοινωνικής αναταραχής. Στο «έμμεσο πραξικόπημα» οι ένοπλες δυνάμεις συντονίζουν τη δράση σειράς οργανώσεων που είτε υπάγονται στους κρατικούς θεσμούς είτε στην κοινωνία των πολιτών, και είναι συνεννοημένοι και συντονισμένοι ώστε να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: την έκρηξη κοινωνικού χάους τέτοιας έντασης, που θα επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις μία «περιορισμένη» και «δικαιολογημένη» παρέμβαση για την αποκατάσταση της τάξης.
Το δημοσίευμα του Νοκτά παρουσίαζε τα σχέδια των αρχηγών των όπλων με εξαντλητική λεπτομέρεια. Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες είχαν καταστρώσει σχέδιο δράσης, σύμφωνα με το οποίο το Γενικό Επιτελείο θα προσέγγιζε «όλες τις οργανώσεις που έχουν την ίδια με μας οπτική και ιδεολογία». Φοιτητικές οργανώσεις κεμαλικής έμπνευσης, η Ένωση Ατατουρκικής Σκέψης, πανεπιστημιακοί πρυτάνεις, εργατικά συνδικάτα θα συντονίζονταν ώστε «να βγάλουν τον κόσμο στους δρόμους» και να τον «εξεγείρουν κατά της κυβέρνησης των προδοτών και θρησκολήπτων».
Κατά τη διάρκεια του 2009, μετά από επίμονη καμπάνια των φιλελεύθερων διανοουμένων, δύο από τους πρωταγωνιστές των πραξικοπηματικών σχεδίων του 2004, οι Σενέρ Έρουιγκουρ και Χουρσίτ Τολόν, δικάζονται για εσχάτη προδοσία και απόπειρα βίαιης αλλαγής της συνταγματικής τάξης της χώρας. Η εκδίκασή τους γίνεται στα πλαίσια της εξάρθρωσης της τρομοκρατικής ακροδεξιάς ομάδας κρούσης «Εργκένεκον», ενός πανθέου της Τουρκικής ακροδεξιάς και απόστρατων αξιωματικών. Την ύπαρξή της η κοινή γνώμη πληροφορείτο το 2007, ενώ η αποστολή της ήταν να προκαλέσει – μέσω δολοφονιών επιφανών προσώπων και ενέργειες προβοκάτσιας – το επιθυμητό «κοινωνικό χάος» που οι συνωμότες του 2004 θεωρούσαν απαραίτητο για την ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν και την αντικατάστασή της από μία «φιλικότερη προς το στράτευμα» κυβέρνηση.
Η εξάρθρωση της Εργκένεκον – ενός μόνο από τα πλοκάμια του «βαθέος κράτους» - και η παραπομπή των υψηλόβαθμων στρατιωτικών σε δίκη χαιρετίσθηκαν ως θρίαμβος από την τουρκική φιλελεύθερη διανόηση. Η τελευταία δεν μπορεί να συγχωρήσει σε όλες τις μέχρι σήμερα εκλεγμένες κυβερνήσεις ότι άφησαν ατιμώρητους τους πραξικοπηματίες του 1980, που αποτέλεσε την πιο άγρια επέμβαση του στρατού με χιλιάδες νεκρούς, εξαφανισθέντες, φυλακισμένους και θύματα βασανιστηρίων. Η φιλελεύθερη διανόηση της Τουρκίας, που δεν συντάσσεται με το κεμαλικό ιδεολογικό οικοδόμημα ενώ τηρεί αποστάσεις και από τη θρησκεία, είναι ορκισμένος εχθρός των επίδοξων πραξικοπηματιών. Η χούντα που κυβέρνησε τη χώρα μεταξύ 1980 και 1983, εξάλλου, προσπάθησε να την εξαφανίσει, στρέφοντας τη σύνολη κοινωνία προς τη δεξιά και τον ισλαμισμό.
Οι αποκαλύψεις του Νοκτά, το οποίο το στράτευμα κατόρθωσε να κλείσει ασκώντας αφόρητες πιέσεις, δεν αποτέλεσαν δυστυχώς ούτε την πρώτη ούτε την τελευταία είδηση για κέντρα εντός του στρατεύματος που απεργάζονται την ανατροπή. Η σκηνοθετημένη από τις ειδικές δυνάμεις του στρατού βομβιστική επίθεση κατά Κουρδικού βιβλιοπωλείου στην πόλη Σεμντίνλι, το 2006, με σκοπό να αποδοθεί αυτή στο ΡΚΚ, έδειξε ξεκάθαρα πως οι ομάδες ειδικού πολέμου είναι αποφασισμένες να καταφύγουν στην τακτική της προβοκάτσιας. Τα τελευταία δύο χρόνια βομβαρδιζόμαστε με νέες αποκαλύψεις για σχέδια βίαιης κυβερνητικής ανατροπής και πρόκλησης χάους. Σε αυτά πρωτοστατούν κατά κανόνα στρατιωτικοί που εκπαιδεύθηκαν στην περίφημη «Υπηρεσία Ειδικού Πολέμου». Η υπηρεσία, γνωστή και ως «Τουρκική Gladio», δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 με στόχο την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Αργότερα διεξήγαγε τον «βρώμικο πόλεμο» κατά των Κούρδων, ενώ ενεπλάκη σε σκάνδαλα συνεργασίας με τους λαθρεμπόρους ναρκωτικών και τους πληρωμένους εκτελεστές του υποκόσμου. Οι απόφοιτοί της σήμερα έχουν επικεντρωθεί στο στόχο «καθαίρεσης του Έρντογαν και των ισλαμιστών» από την εξουσία.
Η εφημερίδα Ταράφ, όργανο της φιλελεύθερης διανόησης στο οποίο μετακόμισε όλη η συντακτική ομάδα του Νοκτά, συνεχίζει με απαράμιλλη τόλμη τις αποκαλύψεις των εντός του στρατεύματος συνομωσιών. Από τα κείμενα του Νοκτά μάθαμε πως πρωταρχικός στόχος των θιασωτών του «εμμέσου πραξικοπήματος» ήταν ο προσεταιρισμός της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, ώστε οι δύο αυτοί πόλοι εξουσίας να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα για να κτυπούν την κυβέρνηση. Η προσπάθεια δικαστικής απαγόρευσης του κυβερνώντος κόμματος το 2007-8, κατόπιν προσφυγής του εισαγγελέα Αμπντουρραχμάν Γιαλτσίνκαγια στο Συνταγματικό Δικαστήριο, δικαίως χαρακτηρίσθηκε από τους φιλελεύθερους αναλυτές ως «δικαστικό πραξικόπημα». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια «νομότυπης» καθαίρεσης της κυβέρνησης, στα πλαίσια που είχε χαράξει η συνωμοσία του 2004.
Από τις σελίδες της Ταράφ η τουρκική κοινή γνώμη πληροφορείται αλλεπάλληλα σχέδια που εξακολουθούν να κυοφορούνται στο χώρο των στρατιωτικών. Είναι προφανές πως μεγάλη μερίδα των ενστόλων δεν μπόρεσε να καταπιεί το πικρό φαρμάκι του τέλους των πολιτικών της προνομίων. Εξίσου προφανές, όμως, είναι ότι μεγάλο μέρος του στρατεύματος δεν επικροτεί τα σχέδια ανατροπής της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, και σπεύδει να τα προλάβει ειδοποιώντας τον τύπο. Στρατιωτικός παρέδοσε το ημερολόγιο του Ορνέκ στο Νοκτά, όπως στρατιωτικοί παραδίδουν απόρρητα έγγραφα του Γενικού Επιτελείου στην Ταράφ προκειμένου να προληφθούν αντιδημοκρατικές ενέργειες. Αν μία μερίδα του στρατεύματος παραμένει προσηλωμένη στις πρακτικές του παρελθόντος, μία άλλη έχει ενστερνισθεί τις δημοκρατικές αρχές και τις υπερασπίζεται αψηφώντας ενίοτε τη στρατιωτική ιεραρχία και τους κανόνες της. Για πρώτη ίσως φορά στη μεταοθωμανική εποχή, οι ένοπλες δυνάμεις είναι διαιρεμένες σε ιδεολογικά στρατόπεδα που χωρίζουν βαθύτατες διαφωνίες ως προς την αποστολή τους.
Φωτιές άναψε δημοσίευση από την Ταράφ απόρρητου εγγράφου του Γενικού Επιτελείου, όπου καταγράφονταν λεπτομερή μέτρα που αυτό σκόπευε να λάβει προκειμένου να «προσηλυτίσει» τον τύπο και τις οργανώσεις των πολιτών στη δική του ιδεολογική γραμμή, αλλά και να περάσει τη θέση ότι το Κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση και πρέπει να απαγορευθεί. Στρατιωτικός έστειλε αργοτερα στην Ταράφ και έγγραφο, στο οποίο καταστρωνόταν «Σχέδιο δράσης για την εξάρθρωση του ΑΚΡ και του κινήματος Γκιουλέν». Ο εξόριστος στις ΗΠΑ Φετουλλάχ Γκιουλέν ηγείται θρησκευτικού τάγματος, το οποίο στοχεύει στον ειρηνικό εξισλαμισμό του δημοσίου βίου. Το οπισθοδρομικό θρησκευτικό τάγμα προωθεί μια δήθεν προοδευτική εικόνα του ισλάμ και διατηρεί εκτεταμένο δίκτυο σχολείων σε ολόκληρο τον κόσμο (με έμφαση στην Ασία και στην Αφρική). Στα σχολεία αυτά προωθούνται η τουρκική εκδοχή του ισλάμ και ο τουρκικός εθνικισμός. Οι επικριτές του, κεμαλιστές αλλά και πολλοί φιλελεύθεροι, τονίζουν ότι το κίνημα του Γκιουλέν λειτουργεί ως κλειστό συνωμοτικό κίνημα, που προωθεί τα στελέχη του σε υψηλές σχέσεις της διοίκησης και προσπαθεί να βάλει χέρι στο κράτος. Τελικός στόχος, η κατάργηση των κοσμικών θεμελίων του πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο. το έγγραφο αποτελεί άλλο ένα σχέδιο δράσης για να κτυπηθεί η εκλεγμένη κυβέρνηση και να προκληθεί κοινωνικό χάος, επαναλαμβάνοντας την τακτική του «έμμεσου πραξικοπήματος».
Ντ. Μπαϊκάλ - Μπουλέντ Αρίντς - Τ. Ερντογάν (Άγκυρα, Απρίλιος 2007) Ντ. Μπαϊκάλ - Μπουλέντ Αρίντς - Τ. Ερντογάν (Άγκυρα, Απρίλιος 2007)
Το φθινόπωρο δημοσιοποιήθηκε σχέδιο ομάδας που δρούσε εντός του ναυτικού, με το κωδικό όνομα «Κλουβί». Η ομάδα ετοίμαζε δολοφονικές επιθέσεις και άλλες δολιοφθορές κατά των μη Μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Στόχος, να αποδοθούν αυτές σε ακραίους Ισλαμιστές ώστε να γίνει λόγος για κίνδυνο «ταλιμπανοποίησης» της χώρας. Το Δεκέμβριο, συνελήφθησαν δύο αξιωματικοί του στρατού μπροστά στο σπίτι του γνωστού για τις ακραίες ενίοτε ισλαμικές πεποιθήσεις του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Μπουλέντ Αρίντς. Οι δύο αξιωματικοί παρακολουθούσαν τον Αρίντς ως τμήμα σχεδίου δολοφονίας του, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του τύπου. Κανείς δεν εξεπλάγη όταν πληροφορήθηκε πως ο συνταγματάρχης και ταγματάρχης που συνελήφθησαν είναι στελέχη των ειδικών δυνάμεων... Σε έρευνες που δεξήχθησαν στα σπίτια τους βρέθηκαν φάκελλοι σχετικοί με πολλά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.
Η λίστα των σχεδίων δολιοφθοράς και κυβερνητικής ανατροπής ενδέχεται να μακρύνει τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, η Τουρκία σήμερα δεν είναι η Τουρκία της δεκαετίας του 1990, κάτι που αδυνατούν να χωνέψουν οι επίδοξοι πραξικοπηματίες. Η κυβέρνηση δε συνδιαλέγεται, πόσο μάλλον συνεργάζεται, με το παρακράτος, όπως στα χρόνια της Τσιλλέρ, αλλά είναι αποφασισμένη να το συντρίψει. Ο τύπος και η διανόηση δε φοβούνται να τα βάλουν με τους θιασώτες της στρατοκρατίας και της «κοινωνικής μηχανικής», ενώ οι δημοκρατικές δυνάμεις έχουν βρει αξιόλογους συμμάχους μέσα στο ίδιο το στράτευμα.
Το 2010 θα είναι έτος καθοριστικό για την οριστική συντριβή του βαθέος κράτους. Πρώην αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων σε συνέντευξή του προειδοποιεί ότι η Ομάδα Ειδικού Πολέμου μπορεί να επιχειρήσει την πρόκληση τεχνητής εθνοτικής έντασης μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, πάντα με το σκοπό της πρόκλησης χάους. Όσο αποφασισμένοι όμως είναι κάποιοι στρατιωτικοί και κομάντο να διεξάγουν «πόλεμο σε όλα τα μέτωπα και με όλα τα μέσα» κατά της κυβέρνησης, τόσο ατσάλινη φαίνεται πως είναι η θέληση κάποιων συναδέλφων τους να τους σταματήσουν. Ο υπέρ της νομιμότητας αγώνας των διανοουμένων και του μεγαλύτερου μέρους του τύπου είναι δεδομένος. Αυτό που οι τελευταίοι εύχονται, είναι το 2010 να αποτελέσει το έτος κάθαρσης των ενόπλων δυνάμεων, με την απομάκρυνση και την παραδειγματική τιμωρία των στελεχών τους που συμμετέχουν σε σχέδια συνταγματικής ανατροπής. Ελπίζουν δε το τέλος του παρακράτους να είναι αναίμακτο, και η η Τουρκική κοινωνία να μη χρειασθεί να θρηνήσει και άλλα θύματα.
Το εθνικό κράτος της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτέλεσε τον καρπό εκσυγχρονιστικών προσπαθειών μίας ομάδας στρατιωτικών. Οι προσπάθειες αυτές ξεκίνησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αίτημα των Νεοτούρκων, τα ηγετικά στελέχη των οποίων ήταν στρατιωτικοί, ήταν η συνταγματική διακυβέρνηση και παράλληλος στόχος τους η εθνική εκκαθάριση της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ώστε να αποτελέσει κοιτίδα και καταφύγιο για τους Τούρκους των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Ο ιδρυτής του έθνους – κράτους Κεμάλ Ατατούρκ ήταν στρατιωτικός ο ίδιος, και είχε ξεπηδήσει από το ιδεολογικό αυτό περιβάλλον των Νεοτούρκων. Ακόμη και μετά τη λήξη, το 1950, της περιόδου μονοκομματικής διακυβέρνησης, από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα που είχε ιδρύσει ο Ατατούρκ, η Τουρκική Δημοκρατία παρέμεινε δημοκρατία υπό στρατιωτική κηδεμονία.
Το στράτευμα έβλεπε τον εαυτό του ως εγγυητή της συνέχειας του ιδεολογικού οικοδομήματος του Ατατούρκ. Για το λαμπρό ρόλο με τον οποίο είχε επιφορτίσει τον εαυτό του, το στράτευμα κατόρθωσε να πείσει και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Δεν ήταν δύσκολο, καθώς στην τουρκική λαϊκή συνείδηση έχει περάσει ανεξίτηλα η πεποίθηση ότι «κάθε Τούρκος γεννιέται στρατιώτης» και ότι το μεγαλείο των Οθωμανών κτίσθηκε στη στρατιωτική ισχύ. Οι σημερινοί αναλυτές του φιλελεύθερου χώρου χαρακτηρίζουν το διάστημα μεταξύ 1950 και 2002 ως «δημοκρατία υπό στρατιωτική κηδεμονία». Κατά το μισό αυτό αιώνα που μεσολάβησε από το τέλος του μονοκομματισμού ως την άνοδο του ισλαμικών καταβολών Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία, οι ένοπλες δυνάμεις προέβησαν σε δύο πραξικοπήματα, το 1960 και το 1980, ένα «πραξικόπημα δια υπομνήματος» το 1971 και ένα «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα το 1997. Ακόμη και στις δύο περιπτώσεις που τα τανκς δεν πήραν τους δρόμους, το αποτέλεσμα της παρέμβασης των ενστόλων ήταν η απομάκρυνση της κυβέρνησης.
Τα πενήντα αυτά χρόνια δημιουργήθηκε η πολύ ισχυρή πεποίθηση εντός του στρατεύματος ότι η παρέμβασή του προκειμένου να επαναφέρει την πολιτική ζωή στο δρόμο της Κεμαλικής ιδεολογικής καθαρότητας ήταν και θεμιτή, και επιβεβλημένη και αναμενόμενη από τον πληθυσμό. Παράλληλα, ωστόσο, κύκλοι εντός του στρατεύματος, κυρίως μεταξύ των στρατιωτικών που ανήκαν στις ομάδες ειδικού πολέμου και τις μυστικές υπηρεσίες, ξεκίνησαν μία σκοτεινή συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα και τις φασιστικής ιδεολογίας οργανώσεις της ακροδεξιάς. Στην Τουρκία η έννοια «βαθύ κράτος» χρησιμοποιείται για να αποδώσει τη διαπλοκή ομάδων των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών με την ακροδεξιά, κοινούς εγκληματίες και κυβερνητικά στελέχη.
Δρώντας παρασκηνιακά και προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, οι δυνάμεις του τουρκικού παρακράτους σημάδεψαν τις δεκαετίες του 1980 και ιδίως του 1990 με αμέτρητες δολοφονίες δημοσιογράφων, διανοουμένων, αντιφρονούντων και επιχειρηματιών. Ιδίως τα χρόνια της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλλέρ έμειναν γνωστά ως η εποχή που το παρακράτος κυβερνούσε τη χώρα. Ποτέ στην Τουρκία δεν είχαν σημειωθεί τόσες ανεξιχνίαστες δολοφονίες και εξαφανίσεις. Το 1996 ένα τροχαίο αποκάλυπτε την έκταση της παρακρατικής διαπλοκής (σκάνδαλο Σουσουρλούκ): από τα συντρίμμια του ίδιου αυτοκινήτου ανασύρονταν νεκροί ο νούμερο ένα πληρωμένος εκτελεστής του υποκόσμου (Αμπντουλλάχ Τσατλί), μία call girl και διεθυντής αστυνομικής ακαδημίας της Πόλης, και τραυματισμένος ένας βουλευτής του κόμματος της Τσιλλέρ.
Η άνοδος του ΑΚΡ και του Ταγίπ Έρντογαν στην εξουσία το 2002 αποτέλεσε την Τουρκική μεταπολίτευση. Ποτέ, από τη δεκαετία του 1950, κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει τόσο υψηλά ποσοστά λαϊκής αποδοχής. Ενθαρρυμένη από τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις της χώρας, που με ενθουσιασμό στήριξε η κυβέρνηση Έρντογαν, η φιλελεύθερη διανόηση ξεκίνησε μία ολομέτωπη επίθεση κατά του πολιτικού ρόλου του στρατεύματος και της ύπαρξης και δράσης του παρακράτους. Σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως εκείνη που αντικατέστησε τη στρατιωτική πλειοψηφία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας με πολιτική πλειοψηφία και το μετέτρεψε από εκτελεστικό σε συμβουλευτικό όργανο, έδωσαν τέλος στη θεσμική δυνατότητα του στρατεύματος να ρυθμίζει τη δημόσια ζωή. Παράλληλα, σειρά μέτρων – κυρίως αφορώντων στην κυβερνητική έγκριση στρατιωτικών δαπανών – καθιστούσαν σαφές στους ενστόλους ότι εφεξής αυτοί δίνουν λόγο στους εκλεγμένους εκπροσώπους του έθνους και όχι το αντίθετο.
Τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στις σχέσεις πολιτικών – στρατεύματος που έλαβαν χώρα κατά τη διακυβέρνηση Έρντογαν βοήθησε πολύ η διεθνής συγκυρία. Παρά τις ανησυχίες που προκάλεσε αρχικά στη Δύση η άνοδος στην εξουσία κόμματος με ισλαμικές καταβολές, το ΑΚΡ απεδείχθη ένα μετριοπαθές κεντρώο κόμμα. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για εκτεταμένες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την προσαρμογή στο κοινοτικό κεκτημένο, τον εκδημοκρατισμό της χώρας και το άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας στον έξω κόσμο κέρδισε για το ΑΚΡ όχι μόνο την εσωτερική, αλλά και τη διεθνή στήριξη.
Παράλληλα, η Τουρκία μετεβλήθη από μία ασθμαίνουσα οικονομία σε μία χώρα – παράδεισο για τους ξένους επενδυτές, και σε μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες παγκοσμίως. Μεγάλα στρώματα του πληθυσμού γνώρισαν για πρώτη φορά την ευμάρεια, και μετά από δεκαετίες η χώρα ολόκληρη συνήθισε την οικονομική σταθερότητα. Πολλά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων παρέμεναν ορκισμένοι εχθροί της κυβέρνησης, είτε για λόγους ιδεολογικούς (τους ενοχλεί η ισλαμική βάση του ιδεολογικού οικοδομήματος του ΑΚΡ), είτε για τον πολύ πιο πρακτικό λόγο ότι η κυβέρνηση Έρντογαν έγδυσε την τάξη των ενστόλων από πολλά προνόμιά της. Οι ορκισμένοι αυτοί εχθροί συνειδητοποίησαν, ωστόσο, ότι η παρούσα συγκυρία δε θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν σε ένα κλασσικό πραξικόπημα, βγάζοντας τα άρματα μάχης στους δρόμους. Αφενός, μία ανατροπή της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της χώρας θα οδηγούσε στην πολιτική απομόνωση της Τουρκίας και στην οργή της ΕΕ και των ΗΠΑ (ο Ψυχρός Πόλεμος και τα ελαφρυντικά που παρείχε στους «δικούς μας» δικτατορίσκους εξέλιπε προ πολλού). Αφετέρου, η το στράτευμα, που εξακολουθεί να χαίρει τυφλού και παράλογου σεβασμού σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, θα χρεωνόταν την οικονομική κατάρρευση στην οποία θα οδηγούσε, κατά πάσα πιθανότητα, ένα πραξικόπημα.
Το γεγονός ότι έχει παρέλθει, ως φαίνεται, η εποχή των κλασσικών πραξικοπημάτων, σημαίνει πως τα στελέχη των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων μετετράπησαν σε νομοταγείς δημοκράτες; Το 2007, ένα θρυλικό πια δημοσίευμα του περιοδικού Νοκτά πληροφορούσε μία έκπληκτη χώρα ότι οι αρχηγοί των τεσσάρων όπλων είχαν καταστρώσει δύο σχέδια «εμμέσου» πραξικοπήματος το 2004. Τα σχέδια δεν προχώρησαν, καθώς παρενέβη ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χιλμί Οζκιόκ να σβήσει τη φωτιά προτού εξαπλωθεί. Μέσα από τις πενήντα σελίδες του αφιερώματος εκείνου, όπου το Νοκτά δημοσίευε αποσπάσματα του ημερολογίου του τότε αρχηγού του ναυτικού και συνωμότη στα σχέδια πραξικοπήματος Οζντέν Ορνέκ, οι Τούρκοι πληροφορούνταν την έννοια του «εμμέσου πραξικοπήματος».
Η ιδέα είναι απλή. Προκειμένου οι ένοπλες δυνάμεις να «απομακρύνουν» την κυβέρνηση από την εξουσία, δε χρειάζεται να κινηθούν οι ίδιες εναντίον της. Αντ’ αυτού, μπορούν να εξεγείρουν τους πολίτες κατά της νόμιμης κυβέρνησης και να οικοδομήσουν μία ατμόσφαιρα χάους και κοινωνικής αναταραχής. Στο «έμμεσο πραξικόπημα» οι ένοπλες δυνάμεις συντονίζουν τη δράση σειράς οργανώσεων που είτε υπάγονται στους κρατικούς θεσμούς είτε στην κοινωνία των πολιτών, και είναι συνεννοημένοι και συντονισμένοι ώστε να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: την έκρηξη κοινωνικού χάους τέτοιας έντασης, που θα επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις μία «περιορισμένη» και «δικαιολογημένη» παρέμβαση για την αποκατάσταση της τάξης.
Το δημοσίευμα του Νοκτά παρουσίαζε τα σχέδια των αρχηγών των όπλων με εξαντλητική λεπτομέρεια. Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες είχαν καταστρώσει σχέδιο δράσης, σύμφωνα με το οποίο το Γενικό Επιτελείο θα προσέγγιζε «όλες τις οργανώσεις που έχουν την ίδια με μας οπτική και ιδεολογία». Φοιτητικές οργανώσεις κεμαλικής έμπνευσης, η Ένωση Ατατουρκικής Σκέψης, πανεπιστημιακοί πρυτάνεις, εργατικά συνδικάτα θα συντονίζονταν ώστε «να βγάλουν τον κόσμο στους δρόμους» και να τον «εξεγείρουν κατά της κυβέρνησης των προδοτών και θρησκολήπτων».
Κατά τη διάρκεια του 2009, μετά από επίμονη καμπάνια των φιλελεύθερων διανοουμένων, δύο από τους πρωταγωνιστές των πραξικοπηματικών σχεδίων του 2004, οι Σενέρ Έρουιγκουρ και Χουρσίτ Τολόν, δικάζονται για εσχάτη προδοσία και απόπειρα βίαιης αλλαγής της συνταγματικής τάξης της χώρας. Η εκδίκασή τους γίνεται στα πλαίσια της εξάρθρωσης της τρομοκρατικής ακροδεξιάς ομάδας κρούσης «Εργκένεκον», ενός πανθέου της Τουρκικής ακροδεξιάς και απόστρατων αξιωματικών. Την ύπαρξή της η κοινή γνώμη πληροφορείτο το 2007, ενώ η αποστολή της ήταν να προκαλέσει – μέσω δολοφονιών επιφανών προσώπων και ενέργειες προβοκάτσιας – το επιθυμητό «κοινωνικό χάος» που οι συνωμότες του 2004 θεωρούσαν απαραίτητο για την ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν και την αντικατάστασή της από μία «φιλικότερη προς το στράτευμα» κυβέρνηση.
Η εξάρθρωση της Εργκένεκον – ενός μόνο από τα πλοκάμια του «βαθέος κράτους» - και η παραπομπή των υψηλόβαθμων στρατιωτικών σε δίκη χαιρετίσθηκαν ως θρίαμβος από την τουρκική φιλελεύθερη διανόηση. Η τελευταία δεν μπορεί να συγχωρήσει σε όλες τις μέχρι σήμερα εκλεγμένες κυβερνήσεις ότι άφησαν ατιμώρητους τους πραξικοπηματίες του 1980, που αποτέλεσε την πιο άγρια επέμβαση του στρατού με χιλιάδες νεκρούς, εξαφανισθέντες, φυλακισμένους και θύματα βασανιστηρίων. Η φιλελεύθερη διανόηση της Τουρκίας, που δεν συντάσσεται με το κεμαλικό ιδεολογικό οικοδόμημα ενώ τηρεί αποστάσεις και από τη θρησκεία, είναι ορκισμένος εχθρός των επίδοξων πραξικοπηματιών. Η χούντα που κυβέρνησε τη χώρα μεταξύ 1980 και 1983, εξάλλου, προσπάθησε να την εξαφανίσει, στρέφοντας τη σύνολη κοινωνία προς τη δεξιά και τον ισλαμισμό.
Οι αποκαλύψεις του Νοκτά, το οποίο το στράτευμα κατόρθωσε να κλείσει ασκώντας αφόρητες πιέσεις, δεν αποτέλεσαν δυστυχώς ούτε την πρώτη ούτε την τελευταία είδηση για κέντρα εντός του στρατεύματος που απεργάζονται την ανατροπή. Η σκηνοθετημένη από τις ειδικές δυνάμεις του στρατού βομβιστική επίθεση κατά Κουρδικού βιβλιοπωλείου στην πόλη Σεμντίνλι, το 2006, με σκοπό να αποδοθεί αυτή στο ΡΚΚ, έδειξε ξεκάθαρα πως οι ομάδες ειδικού πολέμου είναι αποφασισμένες να καταφύγουν στην τακτική της προβοκάτσιας. Τα τελευταία δύο χρόνια βομβαρδιζόμαστε με νέες αποκαλύψεις για σχέδια βίαιης κυβερνητικής ανατροπής και πρόκλησης χάους. Σε αυτά πρωτοστατούν κατά κανόνα στρατιωτικοί που εκπαιδεύθηκαν στην περίφημη «Υπηρεσία Ειδικού Πολέμου». Η υπηρεσία, γνωστή και ως «Τουρκική Gladio», δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 με στόχο την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Αργότερα διεξήγαγε τον «βρώμικο πόλεμο» κατά των Κούρδων, ενώ ενεπλάκη σε σκάνδαλα συνεργασίας με τους λαθρεμπόρους ναρκωτικών και τους πληρωμένους εκτελεστές του υποκόσμου. Οι απόφοιτοί της σήμερα έχουν επικεντρωθεί στο στόχο «καθαίρεσης του Έρντογαν και των ισλαμιστών» από την εξουσία.
Η εφημερίδα Ταράφ, όργανο της φιλελεύθερης διανόησης στο οποίο μετακόμισε όλη η συντακτική ομάδα του Νοκτά, συνεχίζει με απαράμιλλη τόλμη τις αποκαλύψεις των εντός του στρατεύματος συνομωσιών. Από τα κείμενα του Νοκτά μάθαμε πως πρωταρχικός στόχος των θιασωτών του «εμμέσου πραξικοπήματος» ήταν ο προσεταιρισμός της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, ώστε οι δύο αυτοί πόλοι εξουσίας να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα για να κτυπούν την κυβέρνηση. Η προσπάθεια δικαστικής απαγόρευσης του κυβερνώντος κόμματος το 2007-8, κατόπιν προσφυγής του εισαγγελέα Αμπντουρραχμάν Γιαλτσίνκαγια στο Συνταγματικό Δικαστήριο, δικαίως χαρακτηρίσθηκε από τους φιλελεύθερους αναλυτές ως «δικαστικό πραξικόπημα». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια «νομότυπης» καθαίρεσης της κυβέρνησης, στα πλαίσια που είχε χαράξει η συνωμοσία του 2004.
Από τις σελίδες της Ταράφ η τουρκική κοινή γνώμη πληροφορείται αλλεπάλληλα σχέδια που εξακολουθούν να κυοφορούνται στο χώρο των στρατιωτικών. Είναι προφανές πως μεγάλη μερίδα των ενστόλων δεν μπόρεσε να καταπιεί το πικρό φαρμάκι του τέλους των πολιτικών της προνομίων. Εξίσου προφανές, όμως, είναι ότι μεγάλο μέρος του στρατεύματος δεν επικροτεί τα σχέδια ανατροπής της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, και σπεύδει να τα προλάβει ειδοποιώντας τον τύπο. Στρατιωτικός παρέδοσε το ημερολόγιο του Ορνέκ στο Νοκτά, όπως στρατιωτικοί παραδίδουν απόρρητα έγγραφα του Γενικού Επιτελείου στην Ταράφ προκειμένου να προληφθούν αντιδημοκρατικές ενέργειες. Αν μία μερίδα του στρατεύματος παραμένει προσηλωμένη στις πρακτικές του παρελθόντος, μία άλλη έχει ενστερνισθεί τις δημοκρατικές αρχές και τις υπερασπίζεται αψηφώντας ενίοτε τη στρατιωτική ιεραρχία και τους κανόνες της. Για πρώτη ίσως φορά στη μεταοθωμανική εποχή, οι ένοπλες δυνάμεις είναι διαιρεμένες σε ιδεολογικά στρατόπεδα που χωρίζουν βαθύτατες διαφωνίες ως προς την αποστολή τους.
Φωτιές άναψε δημοσίευση από την Ταράφ απόρρητου εγγράφου του Γενικού Επιτελείου, όπου καταγράφονταν λεπτομερή μέτρα που αυτό σκόπευε να λάβει προκειμένου να «προσηλυτίσει» τον τύπο και τις οργανώσεις των πολιτών στη δική του ιδεολογική γραμμή, αλλά και να περάσει τη θέση ότι το Κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση και πρέπει να απαγορευθεί. Στρατιωτικός έστειλε αργοτερα στην Ταράφ και έγγραφο, στο οποίο καταστρωνόταν «Σχέδιο δράσης για την εξάρθρωση του ΑΚΡ και του κινήματος Γκιουλέν». Ο εξόριστος στις ΗΠΑ Φετουλλάχ Γκιουλέν ηγείται θρησκευτικού τάγματος, το οποίο στοχεύει στον ειρηνικό εξισλαμισμό του δημοσίου βίου. Το οπισθοδρομικό θρησκευτικό τάγμα προωθεί μια δήθεν προοδευτική εικόνα του ισλάμ και διατηρεί εκτεταμένο δίκτυο σχολείων σε ολόκληρο τον κόσμο (με έμφαση στην Ασία και στην Αφρική). Στα σχολεία αυτά προωθούνται η τουρκική εκδοχή του ισλάμ και ο τουρκικός εθνικισμός. Οι επικριτές του, κεμαλιστές αλλά και πολλοί φιλελεύθεροι, τονίζουν ότι το κίνημα του Γκιουλέν λειτουργεί ως κλειστό συνωμοτικό κίνημα, που προωθεί τα στελέχη του σε υψηλές σχέσεις της διοίκησης και προσπαθεί να βάλει χέρι στο κράτος. Τελικός στόχος, η κατάργηση των κοσμικών θεμελίων του πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο. το έγγραφο αποτελεί άλλο ένα σχέδιο δράσης για να κτυπηθεί η εκλεγμένη κυβέρνηση και να προκληθεί κοινωνικό χάος, επαναλαμβάνοντας την τακτική του «έμμεσου πραξικοπήματος».
Ντ. Μπαϊκάλ - Μπουλέντ Αρίντς - Τ. Ερντογάν (Άγκυρα, Απρίλιος 2007) Ντ. Μπαϊκάλ - Μπουλέντ Αρίντς - Τ. Ερντογάν (Άγκυρα, Απρίλιος 2007)
Το φθινόπωρο δημοσιοποιήθηκε σχέδιο ομάδας που δρούσε εντός του ναυτικού, με το κωδικό όνομα «Κλουβί». Η ομάδα ετοίμαζε δολοφονικές επιθέσεις και άλλες δολιοφθορές κατά των μη Μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Στόχος, να αποδοθούν αυτές σε ακραίους Ισλαμιστές ώστε να γίνει λόγος για κίνδυνο «ταλιμπανοποίησης» της χώρας. Το Δεκέμβριο, συνελήφθησαν δύο αξιωματικοί του στρατού μπροστά στο σπίτι του γνωστού για τις ακραίες ενίοτε ισλαμικές πεποιθήσεις του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Μπουλέντ Αρίντς. Οι δύο αξιωματικοί παρακολουθούσαν τον Αρίντς ως τμήμα σχεδίου δολοφονίας του, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του τύπου. Κανείς δεν εξεπλάγη όταν πληροφορήθηκε πως ο συνταγματάρχης και ταγματάρχης που συνελήφθησαν είναι στελέχη των ειδικών δυνάμεων... Σε έρευνες που δεξήχθησαν στα σπίτια τους βρέθηκαν φάκελλοι σχετικοί με πολλά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.
Η λίστα των σχεδίων δολιοφθοράς και κυβερνητικής ανατροπής ενδέχεται να μακρύνει τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, η Τουρκία σήμερα δεν είναι η Τουρκία της δεκαετίας του 1990, κάτι που αδυνατούν να χωνέψουν οι επίδοξοι πραξικοπηματίες. Η κυβέρνηση δε συνδιαλέγεται, πόσο μάλλον συνεργάζεται, με το παρακράτος, όπως στα χρόνια της Τσιλλέρ, αλλά είναι αποφασισμένη να το συντρίψει. Ο τύπος και η διανόηση δε φοβούνται να τα βάλουν με τους θιασώτες της στρατοκρατίας και της «κοινωνικής μηχανικής», ενώ οι δημοκρατικές δυνάμεις έχουν βρει αξιόλογους συμμάχους μέσα στο ίδιο το στράτευμα.
Το 2010 θα είναι έτος καθοριστικό για την οριστική συντριβή του βαθέος κράτους. Πρώην αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων σε συνέντευξή του προειδοποιεί ότι η Ομάδα Ειδικού Πολέμου μπορεί να επιχειρήσει την πρόκληση τεχνητής εθνοτικής έντασης μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, πάντα με το σκοπό της πρόκλησης χάους. Όσο αποφασισμένοι όμως είναι κάποιοι στρατιωτικοί και κομάντο να διεξάγουν «πόλεμο σε όλα τα μέτωπα και με όλα τα μέσα» κατά της κυβέρνησης, τόσο ατσάλινη φαίνεται πως είναι η θέληση κάποιων συναδέλφων τους να τους σταματήσουν. Ο υπέρ της νομιμότητας αγώνας των διανοουμένων και του μεγαλύτερου μέρους του τύπου είναι δεδομένος. Αυτό που οι τελευταίοι εύχονται, είναι το 2010 να αποτελέσει το έτος κάθαρσης των ενόπλων δυνάμεων, με την απομάκρυνση και την παραδειγματική τιμωρία των στελεχών τους που συμμετέχουν σε σχέδια συνταγματικής ανατροπής. Ελπίζουν δε το τέλος του παρακράτους να είναι αναίμακτο, και η η Τουρκική κοινωνία να μη χρειασθεί να θρηνήσει και άλλα θύματα.
Δημοσίευση σχολίου