Του Κώστα Ράπτη
Οι βρετανικής εμπνεύσεως όροι "Εγγύς Ανατολή” και "Μέση Ανατολή” αναφέρονταν παλαιότερα σε διακριτές περιοχές: η πρώτη στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου και η δεύτερη στις ακτές του Περσικού Κόλπου. Και στους δύο αυτούς χώρους πρωταγωνιστούν μέχρι σήμερα δύο ζεύγη χωρών των οποίων ο ανταγωνισμός ή (σπανιότερα) η συνεργασία δίνει τον ρυθμό των εξελίξεων σε όλη την ευρύτερη περιοχή: στην Μέση Ανατολή είναι το δίδυμο Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, ενώ στην Εγγύς Ανατολή το αντίστοιχο Τουρκίας και Αιγύπτου. Ήδη από τον περασμένο Μάρτιο το πρώτο ζεύγος προχώρησε, με κινεζική μεσολάβηση, σε μία αποκατάσταση των σχέσεών του που μπορεί να θεωρηθεί ιστορική. Και η ίδια δυναμική δείχνει να συμπαρασύρει τώρα και τις τουρκο-αιγυπτιακές ισορροπίες.
Με κοινή ανακοίνωση Άγκυρας και Καΐρου, η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες Τρίτη, οι δύο πλευρές προχώρησαν σε εκατέρωθεν διορισμό πρεσβευτών, αποκαθιστώντας τις διπλωματικές τους σχέσεις η οποίες είχαν διαταραχθεί εδώ και μία δεκαετία. Αλλά η εξέλιξη αυτή (την οποία έσπευσαν αμέσως να χαιρετίσουν τρίτα μέρη, όπως λ.χ. τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) προορίζεται να έχει ευρύτερο αντίκτυπο.
Υπενθυμίζεται ότι η κρίση στις τουρκο-αιγυπτιακές σχέσεις ξέσπασε το 2013 όταν ο στρατάρχης Σίσι ανάτρεψε τον προερχόμενο από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα εκλεγμένο πρόεδρο Μοχάμαντ Μόρσι, με ενθάρρυνση από τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Ως οιονεί πάτρωνας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η Τουρκία του Ερντογάν έπαιζε έως τότε το στοίχημα της αξιοποίησης της "Αραβικής Άνοιξης” για την εγκαθίδρυση φίλιων καθεστώτων σε όλη την περιοχή. Αποτελούσε άλλωστε ακόμη ο Ερντογάν το πρότυπο επιτυχημένης σύνθεσης ισλαμισμού, κοινοβουλευτισμού και οικονομίας της αγοράς, το οποίο προέβαλλαν πολλοί στην Ουάσιγκτον.
Η πορεία επαναπροσέγγισης δρομολογήθηκε το 2021, με επαφές σε επίπεδο στελεχών των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Ακολούθησε η (κάθε άλλο παρά τυχαία) χειραψία των ηγετών της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν και της Αιγύπτου, Αμπντελφάταχ ελ Σίσι στην εξέδρα των επισήμων του Μουντιάλ 2022 που διοργανώθηκε στο Κατάρ και κατόπιν ανέλαβε η "διπλωματία των σεισμών”, μετά τη θεομηνία του περασμένου Φεβρουαρίου στη γείτονα, όταν ο Αιγύπτιος υπουργός Εξωτερικών μετέβη στην Τουρκία κομίζοντας ανθρωπιστική βοήθεια και ο Τούρκος ομόλογός του ανταπέδωσε λίγο αργότερα. Το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του Σίσι προς τον Ερντογάν για την επανεκλογή του δεύτερου στις τελευταίες τουρκικές εκλογές επισφράγισε την επαναπροσέγγιση.
Οι οικονομικές σχέσεις άλλωστε είχαν μείνει άθικτες (όπως συνέβη και μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ κατά την περίοδο της δικής τους πολιτικής αποξένωσης). Το 2022 η Τουρκία αποτελούσε τον μεγαλύτερο εισαγωγέα αιγυπτιακών ειδών, συνολικής αξίας 4 δισ. δολαρίων, ενώ φέτος η αιγυπτιακή πλευρά χαλάρωσε τις απαιτήσεις βίζας για τους Τούρκους τουρίστες.
Οι μεσολαβητές δεν έλειψαν. Ένας από αυτούς ήταν η Ιορδανία, τον υπουργό Εξωτερικών της οποίας συνέβη ακριβώς χθες να φιλοξενεί στην Άγκυρα ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών του Ερντογάν και νυν επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Χακάν Φιντάν. Άλλωστε δύο μεγάλα εμπόδια είχαν ήδη παραμεριστεί: το πρώτο ήταν η απομόνωση του Εμιράτου του Κατάρ, στενού συμμάχου της Άγκυρας, από τους γείτονές του, η οποία διήρκεσε από το 2017 έως το 2021, ενώ το δεύτερο ήταν οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, που κορυφώθηκαν λόγω της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Χασόγκι στην Κωνσταντινούπολη. Καίτοι αποκαλείται φυσική ηγέτιδα του αραβικού κόσμου (τον οποία επανέφερε στο προσκήνιο ακριβώς υπονομεύοντας και κατόπιν αποτινάσσοντας την οθωμανική κυριαρχία), η Αίγυπτος βρίσκεται σε θέση απόλυτης οικονομικής εξάρτησης από τη Σαουδική Αραβία και ακολουθεί τα πολιτικά μηνύματά της.
Όλοι οι ενδιαφερόμενοι, την ίδια στιγμή, επιχειρούν να απεμπλακούν από την συριακή τους περιπέτεια και να λάβουν θέσεις για την μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας του (αμετακίνητου, ελέω Ρωσίας και Ιράν) Μπασάρ αλ Άσαντ. Ήδη η Συρία επέστρεψε στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου, ενώ και ο Τουρκία (πιεζόμενη εσωτερικά από την παρουσία Σύρων προσφύγων) συνομιλεί πλέον με τη Δαμασκό, κυρίως στο πλαίσιο της τετραμερούς με τη Ρωσία και το Ιράν.
Τι εξηγεί όλες αυτές τις μετατοπίσεις; Πρωτίστως η διαφορετική αξιολόγηση της ισχύος των ΗΠΑ από τις ενδιαφερόμενες πρωτεύουσες, μετά την άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από την Καμπούλ και το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Επιπλέον, όλες οι πλευρές βρέθηκαν κάποια στιγμή να αισθάνονται εκτεθειμένες: η Τουρκία είδε τη συμμετοχή της στην επιχείρηση "αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό να αναγεννά με ισχυρότερη μορφή τους κουρδικούς εφιάλτες της και οι αραβικές μοναρχίες την απειλή του Ιράν και των συμμάχων του να μένει αναπάντητη. Η συνεννόηση μεταξύ περιφερειακών ανταγωνιστών, προκειμένου να αποφευχθούν περιττά ρίσκα, να εξασφαλισθούν μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας και να αξιοποιηθεί η υπόσχεση ανάπτυξης που συνοδεύει την κινεζική διείσδυση έγινε έτσι πολύ θελκτική.
Δημοσίευση σχολίου