Μετο τέλος του ψυχρού πολέμου, πολλοί πίστεψαν πως η γεωοικονομία θα αντικαταστήσει τη γεωπολιτική. Η οικονομική δύναμη, έλεγαν, θα αποτελέσει το κλειδί της επιτυχίας στη παγκόσμια πολιτική, σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται από την Ιαπωνία και την Γερμανία.
Σήμερα, κάποιοι ερμηνεύουν την οικονομική ανάδυση της Κίνας ως μια σημαντική στροφή στη παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψη τη στρατιωτική ισχύ. Όπως λένε, μια μεγάλη οικονομική δύναμη σύντομα μετατρέπεται και σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη, ξεχνώντας πως οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη 70 χρόνια πριν γίνει και στρατιωτική υπερδύναμη.
Οι πολιτικοί αναλυτές διαφωνούν εδώ και χρόνια για το ποιο είναι πιο κρίσιμο, η στρατιωτική ή η οικονομική ισχύς;
Η μαρξιστική παράδοση θέλει την οικονομία ως την υποδομή της ισχύος, και τους πολιτικούς θεσμούς ως την υπερδομή, μια άποψη που κυριαρχεί και που την αποδέχονται ακόμη και οι παλιοί φιλελεύθεροι, θεωρώντας ότι η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ εμπορίου και οικονομίας θα κάνει τον πόλεμο περιττό. Η Γερμανία και η Βρετανία όμως, ήταν σημαντικοί εμπορικοί εταίροι το 1914, και αυτό δεν τις εμπόδισε να πολεμήσουν, αναβάλλοντας έτσι τη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση για μισό περίπου αιώνα.
Η στρατιωτική ισχύς απαιτεί και μια ακμάζουσα οικονομία. Το ποια είναι όμως πιο σημαντική σήμερα, αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας. Το καρότο είναι πιο αποτελεσματικό από το μαστίγιο αν θέλεις να οδηγήσεις το μουλάρι στη πηγή. Ένα πιστόλι είναι όμως πολύ πιο χρήσιμο, αν θέλεις να πάρεις από κάποιον το δικό του μουλάρι. Κάποια βασικά ζητήματα όμως, όπως η οικονομική σταθερότητα, η κλιματική αλλαγή, κλπ. δεν υπόκεινται στη πίεση της στρατιωτικής βίας.
Σήμερα, η Κίνα και η Αμερική αλληλεπιδρούν οικονομικά, αλλά πολλοί αναλυτές παρεξηγούν τις συνέπειες αυτής της αλληλεπίδρασης στη παγκόσμια πολιτική. Σίγουρα η Κίνα μπορεί να γονατίσει τις ΗΠΑ απειλώντας με ξεπούλημα των δολαρίων της. Αυτό όμως θα εξασθενούσε και την ίδια, μειώνοντας την αξία των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, εφόσον εξασθενούσε το δολάριο. Παράλληλα θα κινδύνευαν οι εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, κάτι που θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας, και σε πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της. Με άλλα λόγια, αν η Κίνα αποφασίσει να γονατίσει την Αμερική, το ίδιο θα πάθει κι αυτή. Η σημερινή περίπτωση θυμίζει μια «ισορροπία (οικονομικού) τρόμου», ανάλογη εκείνης που ίσχυε επί ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ.
Τον Φεβρουάριο του 2010, μια ομάδα ανώτατων αξιωματικών της Κίνας, θυμωμένοι που η Αμερική πούλησε όπλα στη Ταϊβάν, απαίτησαν από το Πεκίνο να πουλήσει αμερικανικά ομόλογα ως αντίποινα. Η απαίτησή τους δεν εισακούστηκε.
Οι οικονομικοί πόροι μπορούν να παράγουν συμπεριφορά ήπιας ισχύος αλλά και σκληρή στρατιωτική βία. Ένα πετυχημένο οικονομικό μοντέλο μπορεί όχι μόνο να χρηματοδοτεί τη δική του στρατιωτική δύναμη, αλλά να κάνει κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Η ήπια δύναμη της ΕΕ στο τέλος του ψυχρού πολέμου, όπως και η σημερινή της Κίνας, οφείλουν πολλά στην επιτυχία των οικονομικών τους μοντέλων.
Μπορεί η οικονομική ισχύς να είναι άκρως σημαντική στον αιώνα μας, αλλά δεν θα πρέπει να ξεγράψουμε και την ανάγκη της στρατιωτικής ισχύος.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος Ομπάμα το 2009, παραλαμβάνοντας το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, «…δεν θα εξαλείψουμε τη βία στη ζωή μας… θα υπάρχουν καιροί όπου τα κράτη, είτε από μόνα τους είτε σε συμμαχίες, θα θεωρούν τη χρήση βίας όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και ηθικά επιβεβλημένη».
Ακόμη και αν η χρήση βίας είναι λιγότερο έντονη σήμερα απ ότι στο παρελθόν, ο φόβος του πολέμου αναγκάζει τα έθνη να προμηθεύονται όπλα. Αν λοιπόν η Κίνα φοβίζει τους γείτονές της, τότε αυτοί θα επιζητήσουν ασφάλεια, και αυτή που θα τους την παράσχει θα είναι μάλλον η Αμερική.
Κάποιοι αναλυτές θεωρούν πως η στρατιωτική ισχύς, με τη περιορισμένη της χρησιμότητα σήμερα, δεν είναι πλέον το παν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχασε την αξία της. Αν και δύσκολη στην εφαρμογή της, η στρατιωτική βία παραμένει πρωταρχική πηγή ισχύος.
Οι αγορές και η οικονομική δύναμη βασίζονται σε πολιτικά πλαίσια, που με τη σειρά τους βασίζονται σε κανόνες, θεσμούς, και σχέσεις. Βασίζονται όμως και στη διαχείριση της ισχύος. Μια ευνομούμενη σύγχρονη κοινωνία έχει το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης βίας, και αυτό είναι που επιτρέπει τη λειτουργία των εσωτερικών αγορών. Διεθνώς, όπου η τάξη είναι πιο ασταθής και υπόκειται σε πιέσεις, η απειλή χρήσης βίας μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα, όπως επίσης και σταθεροποιητική επίδραση.
Μεταφορικά αν το δούμε, η στρατιωτική ισχύς παρέχει ασφάλεια η οποία είναι για τη διατήρηση της τάξης ότι και το οξυγόνο για την αναπνοή. Δεν το προσέχουμε μέχρι να μας λείψει.
Στον 21ο αιώνα, η στρατιωτική ισχύς δεν θα έχει την ίδια σημασία που είχε στους προηγούμενους αιώνες, θα παραμείνει όμως ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Του Joseph S. Nye, Jr. πρώην υφυπουργού Άμυνας των ΗΠΑ
ΠΗΓΗ
Σήμερα, κάποιοι ερμηνεύουν την οικονομική ανάδυση της Κίνας ως μια σημαντική στροφή στη παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψη τη στρατιωτική ισχύ. Όπως λένε, μια μεγάλη οικονομική δύναμη σύντομα μετατρέπεται και σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη, ξεχνώντας πως οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη 70 χρόνια πριν γίνει και στρατιωτική υπερδύναμη.
Οι πολιτικοί αναλυτές διαφωνούν εδώ και χρόνια για το ποιο είναι πιο κρίσιμο, η στρατιωτική ή η οικονομική ισχύς;
Η μαρξιστική παράδοση θέλει την οικονομία ως την υποδομή της ισχύος, και τους πολιτικούς θεσμούς ως την υπερδομή, μια άποψη που κυριαρχεί και που την αποδέχονται ακόμη και οι παλιοί φιλελεύθεροι, θεωρώντας ότι η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ εμπορίου και οικονομίας θα κάνει τον πόλεμο περιττό. Η Γερμανία και η Βρετανία όμως, ήταν σημαντικοί εμπορικοί εταίροι το 1914, και αυτό δεν τις εμπόδισε να πολεμήσουν, αναβάλλοντας έτσι τη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση για μισό περίπου αιώνα.
Η στρατιωτική ισχύς απαιτεί και μια ακμάζουσα οικονομία. Το ποια είναι όμως πιο σημαντική σήμερα, αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας. Το καρότο είναι πιο αποτελεσματικό από το μαστίγιο αν θέλεις να οδηγήσεις το μουλάρι στη πηγή. Ένα πιστόλι είναι όμως πολύ πιο χρήσιμο, αν θέλεις να πάρεις από κάποιον το δικό του μουλάρι. Κάποια βασικά ζητήματα όμως, όπως η οικονομική σταθερότητα, η κλιματική αλλαγή, κλπ. δεν υπόκεινται στη πίεση της στρατιωτικής βίας.
Σήμερα, η Κίνα και η Αμερική αλληλεπιδρούν οικονομικά, αλλά πολλοί αναλυτές παρεξηγούν τις συνέπειες αυτής της αλληλεπίδρασης στη παγκόσμια πολιτική. Σίγουρα η Κίνα μπορεί να γονατίσει τις ΗΠΑ απειλώντας με ξεπούλημα των δολαρίων της. Αυτό όμως θα εξασθενούσε και την ίδια, μειώνοντας την αξία των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, εφόσον εξασθενούσε το δολάριο. Παράλληλα θα κινδύνευαν οι εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, κάτι που θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας, και σε πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της. Με άλλα λόγια, αν η Κίνα αποφασίσει να γονατίσει την Αμερική, το ίδιο θα πάθει κι αυτή. Η σημερινή περίπτωση θυμίζει μια «ισορροπία (οικονομικού) τρόμου», ανάλογη εκείνης που ίσχυε επί ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ.
Τον Φεβρουάριο του 2010, μια ομάδα ανώτατων αξιωματικών της Κίνας, θυμωμένοι που η Αμερική πούλησε όπλα στη Ταϊβάν, απαίτησαν από το Πεκίνο να πουλήσει αμερικανικά ομόλογα ως αντίποινα. Η απαίτησή τους δεν εισακούστηκε.
Οι οικονομικοί πόροι μπορούν να παράγουν συμπεριφορά ήπιας ισχύος αλλά και σκληρή στρατιωτική βία. Ένα πετυχημένο οικονομικό μοντέλο μπορεί όχι μόνο να χρηματοδοτεί τη δική του στρατιωτική δύναμη, αλλά να κάνει κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Η ήπια δύναμη της ΕΕ στο τέλος του ψυχρού πολέμου, όπως και η σημερινή της Κίνας, οφείλουν πολλά στην επιτυχία των οικονομικών τους μοντέλων.
Μπορεί η οικονομική ισχύς να είναι άκρως σημαντική στον αιώνα μας, αλλά δεν θα πρέπει να ξεγράψουμε και την ανάγκη της στρατιωτικής ισχύος.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος Ομπάμα το 2009, παραλαμβάνοντας το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, «…δεν θα εξαλείψουμε τη βία στη ζωή μας… θα υπάρχουν καιροί όπου τα κράτη, είτε από μόνα τους είτε σε συμμαχίες, θα θεωρούν τη χρήση βίας όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και ηθικά επιβεβλημένη».
Ακόμη και αν η χρήση βίας είναι λιγότερο έντονη σήμερα απ ότι στο παρελθόν, ο φόβος του πολέμου αναγκάζει τα έθνη να προμηθεύονται όπλα. Αν λοιπόν η Κίνα φοβίζει τους γείτονές της, τότε αυτοί θα επιζητήσουν ασφάλεια, και αυτή που θα τους την παράσχει θα είναι μάλλον η Αμερική.
Κάποιοι αναλυτές θεωρούν πως η στρατιωτική ισχύς, με τη περιορισμένη της χρησιμότητα σήμερα, δεν είναι πλέον το παν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχασε την αξία της. Αν και δύσκολη στην εφαρμογή της, η στρατιωτική βία παραμένει πρωταρχική πηγή ισχύος.
Οι αγορές και η οικονομική δύναμη βασίζονται σε πολιτικά πλαίσια, που με τη σειρά τους βασίζονται σε κανόνες, θεσμούς, και σχέσεις. Βασίζονται όμως και στη διαχείριση της ισχύος. Μια ευνομούμενη σύγχρονη κοινωνία έχει το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης βίας, και αυτό είναι που επιτρέπει τη λειτουργία των εσωτερικών αγορών. Διεθνώς, όπου η τάξη είναι πιο ασταθής και υπόκειται σε πιέσεις, η απειλή χρήσης βίας μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα, όπως επίσης και σταθεροποιητική επίδραση.
Μεταφορικά αν το δούμε, η στρατιωτική ισχύς παρέχει ασφάλεια η οποία είναι για τη διατήρηση της τάξης ότι και το οξυγόνο για την αναπνοή. Δεν το προσέχουμε μέχρι να μας λείψει.
Στον 21ο αιώνα, η στρατιωτική ισχύς δεν θα έχει την ίδια σημασία που είχε στους προηγούμενους αιώνες, θα παραμείνει όμως ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Του Joseph S. Nye, Jr. πρώην υφυπουργού Άμυνας των ΗΠΑ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου