Η ‘Chermany’ μίλησε την περασμένη εβδομάδα και η παγκόσμια κοινότητα την άκουσε. Ο λόγος της είχε συνέπεια; Όχι. Ήταν φαρισαϊκός; Υπερβολικά. Ενέχει κινδύνους; Οπωσδήποτε. Περιμένουμε να πρυτανεύσουν πιο σωστές οπτικές; Είναι πολύ αμφίβολο.
Ίσως έχετε ακούσει τον όρο ‘Chimerica’ - νεολογισμό που εισήγαγαν ο ιστορικός του Χάρβαρντ Νίαλ Φέργκιουσον και ο Μόριτζ Σούλαρικ, του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, για να περιγράψουν την υποτιθέμενη συγχώνευση των οικονομιών της Κίνας και της Αμερικής
.
Ίσως να έχετε επίσης ακούσει τον όρο Chindia, που εισήγαγε ο Ινδός πολιτικός Τζάιραμ Ράμες για να περιγράψει τη σύνθεση του νέου ασιατικού γίγαντα. Τώρα λοιπόν εισάγουμε και τον όρο ‘Chermany’, ως σύνθεση των δύο μεγαλύτερων καθαρών εξαγωγέων του κόσμου: αφενός της Κίνας που φέτος προβλέπεται να έχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους 291 δις δολαρίων και αφετέρου της Γερμανίας με προβλεπόμενο εμπορικό πλεόνασμα 187 δις δολαρίων.
Η Κίνα και η Γερμανία προφανώς διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Παρά τις διαφορές τους όμως, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Αποτελούν τους μεγαλύτερους εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων, με την Κίνα σήμερα να προπορεύεται της Γερμανίας, έχουν κι οι δυο μεγάλα αποταμιευτικά πλεονάσματα και έχουν και μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Και οι δύο πιστεύουν εξάλλου ότι οι αγοραστές των προϊόντων τους πρέπει να συνεχίσουν να τα αγοράζουν αλλά εγκαταλείποντας τον ανεύθυνο δανεισμό. Από τη στιγμή όμως που τα δικά τους πλεονάσματα συνεπάγονται τα ελλείμματα των άλλων, η θέση τους αυτή δεν έχει καμία συνέπεια. Οι πλεονασματικές χώρες πρέπει να χρηματοδοτούν εκείνες που έχουν ελλείμματα. Σε περίπτωση που το ύψος του χρέους μεγαλώσει υπερβολικά, οι χρεώστες μπορεί να καταλήξουν σε χρεοκοπία. Στην περίπτωση αυτή τα περίφημα αποταμιευτικά πλεονάσματα των εν λόγω χωρών θα αποδειχτούν απατηλά: η χρηματοδότηση των αγοραστών καθίσταται στο πλαίσιο αυτό ανοιχτή επιδότηση των εξαγωγών τους.
Είναι πια ένα θέμα το αν η παγκόσμια ανοικτή οικονομία θα καταφέρει να επιβιώσει της παρούσας κρίσης. Και η συνοχή της Ευρωζώνης μπορεί να διατρέχει κινδύνους. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του Κινέζου πρωθυπουργού Βεν Ζιαμπάο και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόφλγκανγκ Σόιμπλε υποδεικνύουν εύγλωττα ποιοι είναι οι κίνδυνοι. Στην καρδιά του επιχειρήματος του κ. Σόιμπλε περί της εισηγούμενης ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου δεν βρίσκεται ο στόχος της μεταβολής ή της απάλυνσης των πιέσεων που απορρέουν από τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες εντός της Ευρωζώνης. Η βασική ιδέα του κ. Σόιμπλε είναι ο συνδυασμός της παροχής έκτακτης βοήθειας προς τις χώρες με δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του επιτρεπόμενου με αυστηρές ποινές, με την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου των κρατών-μελών της Ευρωζώνης με αρνητικές συμπεριφορές και με την εισαγωγή διαδικασιών έξωσης ενός κράτους μέλους από την Ευρωζώνη παράλληλα με την παραμονή του στην Ε.Ε.. Ξαφνικά δηλαδή η Ευρωζώνη έπαψε να είναι κάτι χωρίς επιστροφή. Κι όμως η Γερμανία αυτό έλεγε.
Τρία είναι τα βασικά σημεία που μπορούμε να εξάγουμε από αυτό το διάβημα της πιο ισχυρής χώρας της Ευρώπης: Καταρχήν η γερμανική κίνηση θα έχει συντριπτικά αποπληθωριστικό αντίκτυπο, δεύτερον, αυτό που προτείνεται δεν δουλεύει, και τρίτον, η εν λόγω κίνηση μπορεί τελικά να ανοίξει το δρόμο για την έξοδο της Γερμανίας από την Ευρωζώνη.
Αν η Γερμανία καταφέρει να περάσει ό,τι επιδιώκει, θα έχουμε τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου να παίζει αρνητικό ρόλο στην παρούσα συγκυρία που ορίζεται από την ανάγκη εξόδου από την παγκόσμια καθίζηση της συνολικής ζήτησης. Η Ευρωζώνη αυτή τη δύναμη δεν παράγει τη ζήτηση που χρειάζεται η παγκόσμια κοινότητα.
Αντιθέτως εξάγει υπερβάλλουσα προσφορά.Ας φανταστούμε πως οι πιο αδύναμες αγορές της Ευρωζώνης υποχρεώνονται να περιστείλουν δραστικά τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Αυτό θα αποδυναμώσει τη συνολική οικονομία της Ευρωζώνης. Και η επίπτωση θα είναι η δημοσιονομική επιδείνωση και της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Ας υποθέσουμε ότι η Γερμανία επιμένει στις θέσεις της. Θα επιβάλλει και στη Γαλλία να κινηθεί στην ίδια γραμμή; Σε τελική ανάλυση και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Γαλλία θα έχει φέτος δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 9% του ΑΕΠ. Μήπως η Γερμανία θέλει την επιβολή προστίμου στη Γαλλία; Σίγουρα όχι. Και όμως δεν είναι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας που απειλούν τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Τα ελληνικά δημόσια οικονομικά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Η πραγματική απειλή βρίσκεται στα δημόσια οικονομικά των μεγάλων χωρών. Από τη στιγμή που Γερμανία δεν μπορεί να επιβάλλει τις επιθυμητές για εκείνη συμπεριφορές τις μεγάλες χώρες, αλλά ούτε και διώξει από την Ευρωζώνη όποιο μέλος εφαρμόζει πολιτικές που δεν επιδοκιμάζει, θα πρέπει να αφήσει το πράγμα εκεί. Αυτή είναι η λογική των ιδεών του κ. Σόιμπλε.. Το πράγμα θα έπρεπε να είναι προφανές και στον ίδιο.
Η Γερμανία υποτίθεται ότι έχει προσχωρήσει σε μια νομισματική ένωση χωρίς επιστροφή με ορισμένους από τους βασικούς πελάτες της. Και αυτή τη στιγμή επιδιώκει να κλείσει το δρόμο προς την ανάπτυξη σε έναν κόσμο όπου η συνολική ζήτηση είναι εξαιρετικά χαμηλή. Ο Κινέζος πρωθυπουργός έχει την ίδια ιδέα. Αλλά εκείνος ζητά την περιστολή των ελλειμμάτων της αμερικανικής οικονομίας.
Μιλώντας στο κλείσιμο των εργασιών του Εθνικού Κογκρέσου του Λαού, ο κ. Βεν δήλωσε: «Δεν κατανοώ πώς είναι δυνατό να υποτιμά κανείς το νόμισμά του και να ασκεί πιέσεις στους άλλους να υπερτιμήσουν το δικό τους νόμισμα, προκειμένου να αυξήσει ο ίδιος τις εξαγωγές του. Κατά την άποψή μου αυτό είναι προστατευτισμός», είπε. Ο Κινέζος πρωθυπουργός δήλωσε επίσης ότι ανησυχεί για την ασφάλεια των επενδύσεων της Κίνας σε δολάρια.
Τι σήμαινε αυτή η δήλωση του κ. Βεν, πέρα από μια προειδοποίηση ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αφήσουν την Κίνα να καθορίσει την πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών του γουάν μόνη της; Κι αν η αμερικανική επιθυμία για εξασθένιση του δολαρίου αποτελεί προστατευτισμό, κάτι ανάλογο δεν αποτελεί και η βούληση των κινεζικών αρχών να κρατούν σε κάθε περίπτωση το γουάν χαμηλά; Προφανώς και δεν υπάρχει προστατευτισμός στο να ζητάς από μια χώρα με μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών να το περιορίσει σε μια συγκυρία ασθενούς παγκόσμιας ζήτησης.
Όλα αυτά αντανακλούν μια θεμελιώδη διαίρεση. Οι πλεονασματικές χώρες επιμένουν να συνεχίσουν ακριβώς όπως πριν. Αλλά αρνούνται να αποδεχτούν ότι το πρόβλημα των εξαγωγικών τους πλεονασμάτων θα γυρίσει εναντίον τους αν οι καταναλωτές των προϊόντων τους καταρρεύσουν. Εντωμεταξύ οι χώρες που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα στο παρελθόν μπορούν να περιορίσουν δραστικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα που προέκυψαν από την απομόχλευση των ιδιωτικών τομέων τους μετά το σκάσιμο της φούσκας μόνο μέσω μιας μεγάλης αύξησης των καθαρών εξαγωγών τους. Αν οι πλεονασματικές χώρες δεν καταφέρουν να προσαρμοστούν σε αυτή την μετάβαση μέσω της αύξησης της συνολικής ζήτησης, ο κόσμος όλος παγιδεύεται σε έναν εμπορικό πόλεμο, όπου ο καθένας ψάχνει απεγνωσμένα να φορτώσει την υπερβάλλουσα προσφορά του στους εμπορικούς εταίρους του. Κι αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό η αιτία της καταστροφής της δεκαετίας του 1930.
Αυτή τη μάχη οι πλεονασματικές αγορές είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν να κερδίσουν. Η διάλυση της Ευρωζώνης θα ήταν πολύ επώδυνη για τη γερμανική βιομηχανία. Και η προσφυγή των ΗΠΑ στον προστατευτισμό θα ήταν πολύ επώδυνη για την Κίνα. Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απώλεσε. Δεν είναι πολύ αργά να ψάξουμε για λύσεις συνεργασίας. Αλλά όλες οι πλευρές θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, εγκαταλείποντας τις φαρισαϊκές ηθικολογίες.
Ίσως έχετε ακούσει τον όρο ‘Chimerica’ - νεολογισμό που εισήγαγαν ο ιστορικός του Χάρβαρντ Νίαλ Φέργκιουσον και ο Μόριτζ Σούλαρικ, του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, για να περιγράψουν την υποτιθέμενη συγχώνευση των οικονομιών της Κίνας και της Αμερικής
.
Ίσως να έχετε επίσης ακούσει τον όρο Chindia, που εισήγαγε ο Ινδός πολιτικός Τζάιραμ Ράμες για να περιγράψει τη σύνθεση του νέου ασιατικού γίγαντα. Τώρα λοιπόν εισάγουμε και τον όρο ‘Chermany’, ως σύνθεση των δύο μεγαλύτερων καθαρών εξαγωγέων του κόσμου: αφενός της Κίνας που φέτος προβλέπεται να έχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους 291 δις δολαρίων και αφετέρου της Γερμανίας με προβλεπόμενο εμπορικό πλεόνασμα 187 δις δολαρίων.
Η Κίνα και η Γερμανία προφανώς διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Παρά τις διαφορές τους όμως, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Αποτελούν τους μεγαλύτερους εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων, με την Κίνα σήμερα να προπορεύεται της Γερμανίας, έχουν κι οι δυο μεγάλα αποταμιευτικά πλεονάσματα και έχουν και μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Και οι δύο πιστεύουν εξάλλου ότι οι αγοραστές των προϊόντων τους πρέπει να συνεχίσουν να τα αγοράζουν αλλά εγκαταλείποντας τον ανεύθυνο δανεισμό. Από τη στιγμή όμως που τα δικά τους πλεονάσματα συνεπάγονται τα ελλείμματα των άλλων, η θέση τους αυτή δεν έχει καμία συνέπεια. Οι πλεονασματικές χώρες πρέπει να χρηματοδοτούν εκείνες που έχουν ελλείμματα. Σε περίπτωση που το ύψος του χρέους μεγαλώσει υπερβολικά, οι χρεώστες μπορεί να καταλήξουν σε χρεοκοπία. Στην περίπτωση αυτή τα περίφημα αποταμιευτικά πλεονάσματα των εν λόγω χωρών θα αποδειχτούν απατηλά: η χρηματοδότηση των αγοραστών καθίσταται στο πλαίσιο αυτό ανοιχτή επιδότηση των εξαγωγών τους.
Είναι πια ένα θέμα το αν η παγκόσμια ανοικτή οικονομία θα καταφέρει να επιβιώσει της παρούσας κρίσης. Και η συνοχή της Ευρωζώνης μπορεί να διατρέχει κινδύνους. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του Κινέζου πρωθυπουργού Βεν Ζιαμπάο και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόφλγκανγκ Σόιμπλε υποδεικνύουν εύγλωττα ποιοι είναι οι κίνδυνοι. Στην καρδιά του επιχειρήματος του κ. Σόιμπλε περί της εισηγούμενης ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου δεν βρίσκεται ο στόχος της μεταβολής ή της απάλυνσης των πιέσεων που απορρέουν από τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες εντός της Ευρωζώνης. Η βασική ιδέα του κ. Σόιμπλε είναι ο συνδυασμός της παροχής έκτακτης βοήθειας προς τις χώρες με δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του επιτρεπόμενου με αυστηρές ποινές, με την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου των κρατών-μελών της Ευρωζώνης με αρνητικές συμπεριφορές και με την εισαγωγή διαδικασιών έξωσης ενός κράτους μέλους από την Ευρωζώνη παράλληλα με την παραμονή του στην Ε.Ε.. Ξαφνικά δηλαδή η Ευρωζώνη έπαψε να είναι κάτι χωρίς επιστροφή. Κι όμως η Γερμανία αυτό έλεγε.
Τρία είναι τα βασικά σημεία που μπορούμε να εξάγουμε από αυτό το διάβημα της πιο ισχυρής χώρας της Ευρώπης: Καταρχήν η γερμανική κίνηση θα έχει συντριπτικά αποπληθωριστικό αντίκτυπο, δεύτερον, αυτό που προτείνεται δεν δουλεύει, και τρίτον, η εν λόγω κίνηση μπορεί τελικά να ανοίξει το δρόμο για την έξοδο της Γερμανίας από την Ευρωζώνη.
Αν η Γερμανία καταφέρει να περάσει ό,τι επιδιώκει, θα έχουμε τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου να παίζει αρνητικό ρόλο στην παρούσα συγκυρία που ορίζεται από την ανάγκη εξόδου από την παγκόσμια καθίζηση της συνολικής ζήτησης. Η Ευρωζώνη αυτή τη δύναμη δεν παράγει τη ζήτηση που χρειάζεται η παγκόσμια κοινότητα.
Αντιθέτως εξάγει υπερβάλλουσα προσφορά.Ας φανταστούμε πως οι πιο αδύναμες αγορές της Ευρωζώνης υποχρεώνονται να περιστείλουν δραστικά τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Αυτό θα αποδυναμώσει τη συνολική οικονομία της Ευρωζώνης. Και η επίπτωση θα είναι η δημοσιονομική επιδείνωση και της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Ας υποθέσουμε ότι η Γερμανία επιμένει στις θέσεις της. Θα επιβάλλει και στη Γαλλία να κινηθεί στην ίδια γραμμή; Σε τελική ανάλυση και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Γαλλία θα έχει φέτος δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 9% του ΑΕΠ. Μήπως η Γερμανία θέλει την επιβολή προστίμου στη Γαλλία; Σίγουρα όχι. Και όμως δεν είναι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας που απειλούν τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Τα ελληνικά δημόσια οικονομικά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Η πραγματική απειλή βρίσκεται στα δημόσια οικονομικά των μεγάλων χωρών. Από τη στιγμή που Γερμανία δεν μπορεί να επιβάλλει τις επιθυμητές για εκείνη συμπεριφορές τις μεγάλες χώρες, αλλά ούτε και διώξει από την Ευρωζώνη όποιο μέλος εφαρμόζει πολιτικές που δεν επιδοκιμάζει, θα πρέπει να αφήσει το πράγμα εκεί. Αυτή είναι η λογική των ιδεών του κ. Σόιμπλε.. Το πράγμα θα έπρεπε να είναι προφανές και στον ίδιο.
Η Γερμανία υποτίθεται ότι έχει προσχωρήσει σε μια νομισματική ένωση χωρίς επιστροφή με ορισμένους από τους βασικούς πελάτες της. Και αυτή τη στιγμή επιδιώκει να κλείσει το δρόμο προς την ανάπτυξη σε έναν κόσμο όπου η συνολική ζήτηση είναι εξαιρετικά χαμηλή. Ο Κινέζος πρωθυπουργός έχει την ίδια ιδέα. Αλλά εκείνος ζητά την περιστολή των ελλειμμάτων της αμερικανικής οικονομίας.
Μιλώντας στο κλείσιμο των εργασιών του Εθνικού Κογκρέσου του Λαού, ο κ. Βεν δήλωσε: «Δεν κατανοώ πώς είναι δυνατό να υποτιμά κανείς το νόμισμά του και να ασκεί πιέσεις στους άλλους να υπερτιμήσουν το δικό τους νόμισμα, προκειμένου να αυξήσει ο ίδιος τις εξαγωγές του. Κατά την άποψή μου αυτό είναι προστατευτισμός», είπε. Ο Κινέζος πρωθυπουργός δήλωσε επίσης ότι ανησυχεί για την ασφάλεια των επενδύσεων της Κίνας σε δολάρια.
Τι σήμαινε αυτή η δήλωση του κ. Βεν, πέρα από μια προειδοποίηση ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αφήσουν την Κίνα να καθορίσει την πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών του γουάν μόνη της; Κι αν η αμερικανική επιθυμία για εξασθένιση του δολαρίου αποτελεί προστατευτισμό, κάτι ανάλογο δεν αποτελεί και η βούληση των κινεζικών αρχών να κρατούν σε κάθε περίπτωση το γουάν χαμηλά; Προφανώς και δεν υπάρχει προστατευτισμός στο να ζητάς από μια χώρα με μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών να το περιορίσει σε μια συγκυρία ασθενούς παγκόσμιας ζήτησης.
Όλα αυτά αντανακλούν μια θεμελιώδη διαίρεση. Οι πλεονασματικές χώρες επιμένουν να συνεχίσουν ακριβώς όπως πριν. Αλλά αρνούνται να αποδεχτούν ότι το πρόβλημα των εξαγωγικών τους πλεονασμάτων θα γυρίσει εναντίον τους αν οι καταναλωτές των προϊόντων τους καταρρεύσουν. Εντωμεταξύ οι χώρες που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα στο παρελθόν μπορούν να περιορίσουν δραστικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα που προέκυψαν από την απομόχλευση των ιδιωτικών τομέων τους μετά το σκάσιμο της φούσκας μόνο μέσω μιας μεγάλης αύξησης των καθαρών εξαγωγών τους. Αν οι πλεονασματικές χώρες δεν καταφέρουν να προσαρμοστούν σε αυτή την μετάβαση μέσω της αύξησης της συνολικής ζήτησης, ο κόσμος όλος παγιδεύεται σε έναν εμπορικό πόλεμο, όπου ο καθένας ψάχνει απεγνωσμένα να φορτώσει την υπερβάλλουσα προσφορά του στους εμπορικούς εταίρους του. Κι αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό η αιτία της καταστροφής της δεκαετίας του 1930.
Αυτή τη μάχη οι πλεονασματικές αγορές είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν να κερδίσουν. Η διάλυση της Ευρωζώνης θα ήταν πολύ επώδυνη για τη γερμανική βιομηχανία. Και η προσφυγή των ΗΠΑ στον προστατευτισμό θα ήταν πολύ επώδυνη για την Κίνα. Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απώλεσε. Δεν είναι πολύ αργά να ψάξουμε για λύσεις συνεργασίας. Αλλά όλες οι πλευρές θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, εγκαταλείποντας τις φαρισαϊκές ηθικολογίες.
Δημοσίευση σχολίου