Η εφημερίδα “Κόσμος του Επενδυτή”, στο χθεσινό της φύλλο “αποκαλύπτει” ότι οι Αμερικανοί είχαν πείσει τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Σημίτη ότι οι Τούρκοι θα βύθιζαν τον ελληνικό στόλο που βρισκόταν στα Ίμια, με αποτέλεσμα να αποδεχτεί τους όρους της “αποκλιμάκωσης” της κρίσης, που οδήγησε στο γκριζάρισμα του Αιγαίου και στο “ευχαριστώ τους Αμερικανούς”.
Όπως φαίνεται στο δημοσίευμα που επισυνάπτεται, οι Αμερικανοί έπεισαν τον Έλληνα πρωθυπουργό, δείχνοντάς του πληροφορίες για τις θέσεις και την ταυτότητα των ελληνικών πλοίων γύρω από τα Ίμια, πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους οι Τούρκοι, οι οποίοι σημειωτέον δεν διέθεταν κατασκοπευτικό δορυφόρο.
Οι Αμερικανοί, μάλιστα, για να πετύχουν τον εκφοβισμό και την κατατρομοκράτηση του…Έλληνα πρωθυπουργού, του είπαν ότι τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, σε περίπτωση που τα πολεμικά μας πλοία βύθιζαν τα τουρκικά που ήταν στα Ίμια και βρίσκονταν σε σαφώς μειονεκτική θέση από πλευράς αριθμού μονάδων και κατευθυνομένων βλημάτων (η Ελλάδα είχε σαφή υπεροπλία και υπεροχή), ήταν έτοιμα να απογειωθούν από τα τουρκικά αεροδρόμια και να βυθίσουν τον ελληνικό στόλο, απειλώντας μάλιστα με ένα ελληνικό Πέρλ Χάρμπορ.
Τα αμείλικτα ερωτήματα που τίθενται είναι:
1ον. Πως ήξεραν οι Αμερικανοί ότι οι Τούρκοι είχαν τέτοιες πληροφορίες, αφού ήταν γνωστό ακόμα και σε αυτούς που δε ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με τις στρατιωτικές πληροφορίες ότι δεν διέθεταν τότε κατασκοπευτικό δορυφόρο;
2ον. Ακόμα και στην περίπτωση που οι Τούρκοι διέθεταν τέτοιες πληροφορίες, πώς ήταν σίγουροι ότι τα τουρκικά αεροσκάφη θα είχαν τόσο εύκολο έργο, από τη στιγμή που η ελληνική πολεμική αεροπορία ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την τουρκική, ενώ και τα ίδια τα πολεμικά πλοία μας διαθέτουν αξιόλογη αντιαεροπορική προστασία και μάλιστα αμερικανικής κατασκευής;
3ον. Έστω και στην περίπτωση που οι Τούρκοι κατάφερναν να βυθίσουν μερικά ελληνικά πλοία, γιατί δεν αντέτεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός ότι τα ελληνικά βομβαρδιστικά θα βύθιζαν το σύνολο του αποβατικού στόλου, που ήταν συκγκεντρωμένος στη ναυτική βάση της Φώκαιας, προκαλώντας ένα πραγματικό Πέρλ Χάρμπορ στους Τούρκους, οι οποίοι θα έχαναν σε μερικά λεπτά της ώρας περίπου 50 αποβατικά σκάφη, χάνοντας επί δεκαετίες τη δυνατότητα να απειλήσουν με κατάληψη ελληνική νήσο;
4ον. Επίσης, γιατί δεν αντέτεινε ότι η ελληνική πολεμική αεροπορία είχε -και συνεχίζει να διατηρεί- τη δυνατότητα να προκαλέσει σημαντικά πλήγματα που θα κατέστρεφαν την πολεμική μηχανή, αλλά και τις πιο σοβαρές υποδομές του τουρκικού κράτους και της οικονομίας.
5ον. Μοιράστηκε ο κ. Σημίτης με εκείνους που γνωρίζουν από πόλεμο την κρίσιμη “πληροφορία” των Αμερικανών, μια πληροφορία που τον υποχρέωσε να τηρήσει τη συγκεκριμένη εθνικά επιζήμια στάση, που θα τον εξευτέλιζε για πάντα, αφού καταγράφηκε στην ιστορία ως ο πρωθυπουργός που απώλεσε εθνικό έδαφος; Και αν την έθεσε ποιές ήταν οι εισηγήσεις τους;
Τέλος, εντύπωση προκαλεί η διαρροή μιας τόσο σοβαρής είδησης και η παρουσίασή της με αυτόν τον τρόπο, που στην ουσία δεν δικαιώνει τον Σημίτη, αλλά τους Τούρκους, ανοίγοντας το “δρόμο” σε άλλες υποχωρήσεις και αντεθνικές ενέργειες σε παρόμοιες περιπτώσεις, που θεωρείται νομοτελειακό ότι θα μας τις προκαλέσουν εκείνοι που προκάλεσαν τα Ίμια, σε μια εφημερίδα με μακρά παράδοση στην αξιοπιστία και την υπεύθυνη παρουσίαση θεμάτων που αφορούν την εθνική άμυνα και τα εθνικά συμφέροντα.
Το ιστορικό της κρίσης.
1995, η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει πρόγραμμα αξιοποίησης ενός αριθμού ακατοίκητων ελληνικών νησιών. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου τουρκικό πλοίο προσαράζει στα αβαθή των Ιμίων. Ο πλοίαρχος αρνείται να δεχτεί την ελληνική βοήθεια και επιδίδει διακοίνωση προς την ελληνική πρεσβεία σύμφωνα με την οποία “τα Ίμια αποτελούν τμήμα του τουρκικού εδάφους”. Τον Ιανουάριο του 1996 ο δήμαρχος της Καλύμνου υψώνει στα Ίμια την ελληνική σημαία. Τούρκοι δημοσιογράφοι αποβιβάζονται στο νησί, υποστέλουν την ελληνική και υψώνουν την τουρκική σημαία. Άγημα του ελληνικού Ναυτικού την επαναφέρει και παραμένει στο νησί για τη φύλαξή της. Τα μεσάνυχτα της 30ής προς την 31η Ιανουαρίου, ένα τέταρτο μετά τη μία το πρωί, μια ομάδα αποτελούμενη από Τούρκους κομάντος διαφεύγουν της προσοχής του Πολεμικού Ναυτικού, αποβιβάζονται στη μικρή Ίμια και υψώνουν την τουρκική σημαία, παραμένοντας στο σημείο για εφτά περίπου ώρες.
Ύστερα από αλλεπάλληλες αμερικανικές παρεμβάσεις, το στρατιωτικό άγημα που είχε μεταβεί σταΊμια αποχωρεί τα χαράματα. Είχε προηγηθεί η πτώση -ή κατάρριψη- ενός ελληνικού ελικοπτέρου και η συμφωνία -ή ο συμβιβασμός- “Όχι πλοία, στρατιώτες και σημαίες στο νησί και την ευρύτερη περιοχή.” Όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν της κρίσης των Ιμίων, θυμίζουν με αφορμή τη συμπλήρωση 14 χρόνων αύριο στα Επίκαιρα η Άννα Δόλλαρη και ο Ανδρέας Αθανασίου.
“Όλο το παρασκήνιο της γκρίζας νύχτας”.
“Η εκτέλεση του τουρκικού σχεδίου ξεκίνησε έναν περίπου μήνα νωρίτερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1995, όταν το τουρκικό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια. Ο Τούρκος πλοίαρχος ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε τουρκικά ύδατα και αρνείται κάθε βοήθεια από την ελληνική πλευρά, δηλώνοντας ότι θα αποκολλήσει το πλοίο με ίδια μέσα.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 29 Δεκεμβρίου, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εκδίδει ρηματική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία τα Ίμια χαρακτηρίζονται ως τουρκικό έδαφος. Στις 10 Ιανουαρίου 1996, η Ελλάδα απορρίπτει τους παραπάνω ισχυρισμούς και παραπέμπει την Τουρκία στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, με την οποία οι βραχονησίδες Ίμια παραχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα κατά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Ακολουθούν σωρεία καθοριστικών γεγονότων.
Στις 14 Ιανουαρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, σε επιστολή του σε Ελληνοαμερικανό γερουσιαστή, αναφέρει:
«Φοβάμαι θερμό επεισόδιο». Στις 19 Ιανουαρίου, εκλέγεται πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 25 Ιανουαρίου, ο δήμαρχος Καλύμνου, Δ. Διακομιχάλης, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή της Καλύμνου, Γ. Ριόλα, υψώνουν την ελληνική σημαία στα Ίμια.
Η μάχη της σημαίας.
Στις 28 Ιανουαρίου μία ομάδα Τούρκων δημοσιογράφων της εφημερίδας Χουριέτ προσεγγίζει τα Ίμια με ελικόπτερο, υποστέλλει την ελληνική σημαία και υψώνει την τουρκική. Εν συνεχεία, ο αρχηγός ΓΕΝ δίνει εντολή στον πλοίαρχο του περιπολικού «Αντωνίου» να σπεύσει στα Ίμια, να αφαιρέσει την τουρκική σημαία και να υψώσει την ελληνική. Ο αρχηγός ΓΕΝ επικοινωνεί με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Λυμπέρη, τον οποίο ενημερώνει για τα γεγονότα. Ο κ. Λυμπέρης εκφράζει την απόλυτα σύμφωνη γνώμη του με την πρωτοβουλία του αρχηγού ΓΕΝ και αμέσως ενημερώνει τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Γεράσιμο Αρσένη.
Στις 30 Ιανουαρίου 1996 δημοσιεύεται σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι Τούρκοι διεκδικούν το σύνολο των βραχονησίδων, οι οποίες βρίσκονται κοντά στα τουρκικά παράλια. Από νωρίς το πρωί στην περιοχή επικρατεί μεγάλη ένταση και αναβρασμός. Το απόγευμα, ελληνικά και τουρκικά πλοία είναι ήδη στην περιοχή των Ιμίων σε θέση μάχης, ενώ άντρες των ΟΥΚ αποβιβάζονται στα Ανατολικά Ίμια και δυνάμεις Ειδικών Δυνάμεων στην Καλόλιμνο. Στις 23:00 διατάσσεται επιστράτευση στις στρατιωτικές δυνάμεις ‘Εβρου και στα νησιά του Αιγαίου. Από εκείνο το χρονικό σημείο και για περισσότερες από 12 ώρες γύρω από τα Ίμια θα στηθεί στην κυριολεξία σκηνικό πολέμου. Στην περιοχή έχει συγκεντρωθεί τεράστια δύναμη πυρός. Το σύνολο σχεδόν του τουρκικού και ελληνικού στόλου βρίσκεται μέσα σε μία πολύ μικρή θαλάσσια περιοχή, με τα πυροβόλα αποδεσμευμένα, έτοιμα να ρίξουν μόλις λάμβαναν σχετική εντολή. Σε ανάλογη ετοιμότητα βρίσκονται τόσο οι χερσαίες, όσο και οι αεροπορικές δυνάμεις των δύο χωρών.
Η πτώση του ελικοπτέρου.
Ο κύβος θα ριφθεί μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 30ής προς την 31η Ιανουαρίου, όταν και γίνεται γνωστό στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία πως Τούρκοι κομάντος ίσως είναι σε μία από τις δύο βραχονησίδες που αποτελούν τα Ίμια. Το γεγονός διαπιστώνεται από το περιπολικό «Αντωνίου» και επιβεβαιώνεται από το ελικόπτερο ΑΒ-212 ΑSW της φρεγάτας «Ναυαρίνο». Το ελικόπτερο θα απονηωθεί έχοντας τρία άτομα ως πλήρωμα, προκειμένου να καταγράψει τον ακριβή αριθμό των Τούρκων κομάντος που βρίσκονται πάνω στη βραχονησίδα. Στις 5:30 περίπου και ενώ ίπταται σε μικρό ύψος σαρώνοντας με τον προβολέα του το έδαφος των Ιμίων, το ελικόπτερο, για αδιευκρίνιστους λόγους, καταπέφτει στη θάλασσα. (…) Ο Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο Έκτορας Γιαλοψός και ο Παναγιώτης Βλαχάκος θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή υπερασπιζόμενοι το ελληνικό έδαφος.
Τα πώς και τα γιατί της απώλειας τους δεν θα τα μάθει ποτέ κανείς. Τα όσα ακούστηκαν τότε και τα όσα γράφτηκαν μέχρι και σήμερα μικρή σημασία θα έχουν, αφού ακόμη και 14 χρόνια μετά το γεγονός ουδείς είναι σε θέση να πει με ακρίβεια τι έφταιξε και έπεσε το ελικόπτερο. (…) Ο τότε υπουργός κ. Γεράσιμος Αρσένης θα βγει την επόμενη ημέρα και θα δηλώσει ότι το αεροσκάφος έπεσε λόγω vertigo (ζάλης) του κυβερνήτη του ελικοπτέρου, ο οποίος έχασε τον έλεγχο. Πριν καν ολοκληρώσει τη δήλωση του, δημοσιογράφοι και μη ρωτούν εάν εξ αρχής θα έπρεπε να δοθεί άδεια απογείωσης στις 5:30 το πρωί, αφού ο συγκεκριμένος τύπος αεροσκάφους «δεν ενδείκνυται για νυχτερινές πτήσεις».
Στην πορεία, βοούν οι φωνές και τα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία η πτώση οφειλόταν σε δολιοφθορά. Κάποιοι κάνουν λόγο για ηλεκτρονική παρεμβολή, αφού μετά το άνοιγμα του μαύρου κουτιού διαπιστώθηκε ότι στο κοντρόλ του αεροσκάφους υπήρξε η ένδειξη του master caution, που σημαίνει ότι βασικά όργανα μπλοκαρίστηκαν. Σύμφωνα με πιλότους, η ένδειξη master caution εμφανίζεται όταν υπάρξει παρεμβολή ή μηχανική βλάβη. Παρ’ όλα αυτά όμως, η κυρίαρχη αντίληψη για την πτώση του ελικοπτέρου ήταν άλλη και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν αυτό ανασύρθηκε από το βυθό της θάλασσας. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αντίληψη, εκείνοι που ευθύνονταν για την πτώση του ελικοπτέρου και το θάνατο του πληρώματος του ήταν οι Τούρκοι κομάντος που άνοιξαν πυρ εναντίον του. Μια σειρά από οπές στο κυρίως σώμα του αεροσκάφους ενίσχυσε τη συγκεκριμένη αντίληψη, κάνοντας τότε τον κ. Δημήτρη Καλλέργη, διοικητή των ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού, να πει για το τραγικό συμβάν: «Υπάρχουν ευρήματα του ελικοπτέρου που δεν ανασύρθηκαν ποτέ. Κατά τη γνώμη μου τον πόλεμο δεν πρέπει να τον αφήνουμε στα χέρια των πολιτικών. Σύμφωνα με όσα γνωρίζω, έγινε διαρροή του τηλεφώνου του επικεφαλής της ομάδας αξιωματικών στην Κάλυμνο που ανέφερε ότι το ελικόπτερο είχε βληθεί από τουρκικά πυρά. Η εντολή προς όλους εμάς ήταν η εξής: “Χαμηλώστε τους τόνους και μην λέτε πολλά”».
Πολιτικές και στρατιωτικές ευθύνες.
Η κρίση των Ιμίων δεν είχε όμως μόνο στρατιωτικό αλλά και πολιτικό σκέλος. Κι αν στον επιχειρησιακό τομέα ο εχθρός ήταν ξεκάθαρος και βρισκόταν ακριβώς απέναντι, σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα ήταν εξαιρετικά συγκεχυμένα. Ο ρόλος των πολιτικών προσώπων που ενεπλάκησαν στην όλη διαχείριση της κρίσης προκάλεσε αμφισβήτηση, ερωτηματικά και παρ’ ολίγον διπλωματικά επεισόδια στο τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Ουάσιγκτον. Στην πορεία δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατηγόρησαν τους πρωτεργάτες της πολιτικής σκηνής όσον αφορά στους χειρισμούς της κρίσης, τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Γεράσιμο Αρσένη για εθνική μειοδοσία. Οι πιο σκληροπυρηνικοί, όπως ο Μιλτιάδης Έβερτ και ο Αντώνης Σαμαράς, έκαναν λόγο για εθνική προδοσία και πρωτοφανή εθνική ήττα.
Ο κ. Σημίτης, έχοντας μόλις προ δεκαημέρου αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας, ευθύς εξαρχής επιδιώκει να μην διαρρεύσει τίποτα στα Μέσα Ενημέρωσης. Ταυτόχρονα, επιλέγει να αντικαταστήσει τον έμπειρο υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια με τον Θόδωρο Πάγκαλο. Ο τελευταίος όμως θα είναι και αυτός που θα αναδείξει το θέμα, δίνοντας σχετική συνέντευξη σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι, παραδεχόμενος ότι έχουν ήδη γίνει διαβουλεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων για τα Ίμια και τις αξιώσεις των γειτόνων μας. Σύμφωνα με τα αμερικανικά έγγραφα, ο υπουργός Εξωτερικών αναφερόμενος στο συμβάν των Ιμίων θα πει προς τους Αμερικανούς ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποσυρθούν από τη βραχονησίδα, η ελληνική σημαία θα παραμείνει, οι άνεμοι όμως θα την καταστρέψουν. Ταυτόχρονα, ελληνικά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για εκβιασμούς προς τον Έλληνα πρωθυπουργό από την πλευρά των Αμερικανών με το εξής περιεχόμενο: «Εάν δεν υποχωρήσετε, δεν θα εμποδίσουμε τον πόλεμο που είναι έτοιμη να σας κηρύξει η Τουρκία».
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που θα χαρακτηρίσει τις ώρες πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης των Ιμίων θα είναι η πλήρης ασυνεννοησία μεταξύ της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Με τη δεξιά να μην γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά, τουτέστιν με τους στρατιωτικούς, από τη μια, να μην έχουν ξεκάθαρη εικόνα για το ποια ακριβώς είναι τα σχέδια της πολιτικής ηγεσίας και την πολιτική ηγεσία, από την άλλη, να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από λάθη και παραλείψεις σε επιχειρησιακό επίπεδο. Σύμφωνα με δηλώσεις στα «Επίκαιρα» του επίτιμου αρχηγού ΓΕΕΘΑ αντιπτέραρχου Νίκου Κουρή, «ανεξάρτητα από το μέγεθος της κρίσης, τελικά υπεύθυνη για το χειρισμό της είναι η πολιτική ηγεσία. Βεβαίως, αν πρόκειται για κρίση με χαρακτηριστικά θερμής αναμέτρησης, η στρατιωτική ηγεσία έχει βαρύνουσα γνώμη, όχι όμως τον τελευταίο λόγο.
Στην κρίση των Ιμίων παρατηρήθηκε διάσπαση της ομάδας του ΚΥΣΕΑ, τα μέλη του οποίου λειτουργούσαν από διάφορες θέσεις εκτός ΕΟΚΕΠΙΚ. Αποτέλεσμα ήταν να μην έχουν όλα τα μέλη του ΚΥΣΕΑ τις ίδιες πληροφορίες ή και να μην διαθέτουν πρόσφατη εικόνα της κατάστασης. Οι αποφάσεις του προέδρου της κυβέρνησης και οι διαταγές του Α/ΓΕΕΘΑ δεν ήταν γνωστές σε όλους». Ο κ. Κουρής δεν παραλείπει, επίσης, να αναφερθεί ιδιαίτερα και στις ευθύνες του ίδιου του τότε πρωθυπουργού, σημειώνοντας ότι αγνοούσε την τακτική χειρισμού κρίσεων και των σχετικών σχεδίων. «Έχοντας, όπως απεδείχθη, μια ανεξήγητη αντιπάθεια στους στρατιωτικούς, δεν εμπιστευόταν την ηγεσία τους, προς την οποία είχε διαφορές στρατηγικής αντίληψης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι φυσικό να υπάρχει σύγχυση, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια πολιτική ήττα που πλήγωσε το έθνος μας», καταλήγει ο Κ. Κουρής.
Η επιφυλλίδα της κρίσης των Ιμίων θα γραφεί με μελανά γράμματα στις 31 Ιανουαρίου του 1996, όταν ο Κώστας Σημίτης ευχαριστεί από το βήμα της Βουλής τις ΗΠΑ για τη βοήθειά τους στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Οι δηλώσεις του προκαλούν θύελλα αντιδράσεων από όλες τις πτέρυγες της αντιπολίτευσης. Οι αντίπαλοι του μιλούν για άθλιο πολιτικό κατεστημένο και για δικαίωση νεποτισμού. Λίγο αργότερα, ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χρήστος Λυμπέρης θα πει δημοσίως: «Δεν μου είπαν τίποτε για διαπραγματεύσεις. Μου είπε ο πρωθυπουργός, “Αρχηγέ, αν βγάλουμε τη σημαία είναι σοβαρό;” Του λέω, “Μπορεί να πέσει η κυβέρνηση”. Μου απαντάει: “Είστε συναισθηματικός”».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά την κρίση των Ιμίων, οι ΗΠΑ, με τη διαμεσολάβηση του Χόλμπρουκ, προσπαθούσαν εκπληρώνοντας το «χατίρι» της Άγκυρας να πιέσουν την Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου για να διαπραγματευτεί με την Τουρκία όλα τα θέματα του Αιγαίου. Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η Αθήνα το είχε αποδεχτεί αυτό μέσα στο «πακέτο» για τον τερματισμό της κρίσης στα Ίμια. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θόδωρος Πάγκαλος, όμως, αρνήθηκε να οδηγηθούμε σε διάλογο, αφού τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα είναι αδιαπραγμάτευτα.
Στο βιβλίο Ίμια: Τα απόρρητα τηλεγραφήματα των Αμερικανών, των δημοσιογράφων Μιχάλη Ιγνατίου και Αθανάσιου Έλλις, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά τόσο ανάγλυφα η αποτίμηση της κατάστασης και των χειρισμών που έγιναν τότε. Σε σχετικό έγγραφο, ο Στρόουμπ Τάλμποτ, βοηθός υπουργός Εξωτερικών, ούτε λίγο ούτε πολύ, διατυπώνει κυνικά την άποψη ότι ο διπλωματικός συμβιβασμός που επέβαλε ο Χόλμπρουκ ήταν ήττα για την Ελλάδα. Στο ίδιο έγγραφο, ο Τάλμποτ θεωρεί ότι το όλο επεισόδιο με τη σημαία δεν είχε την έγκριση του τότε υπουργού Άμυνας Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος, κατά την εκτίμηση του Αμερικανού επισήμου, μαζί με τη στρατιωτική ηγεσία, «φαίνονται καταδικασμένοι να πληρώσουν τις συνέπειες της πανωλεθρίας στα Ίμια χάνοντας ενδεχομένως τη θέση τους». Ο Πάγκαλος πιστεύει πως ο Σημίτης αυτό δεν το έκανε από εντιμότητα και καλά αισθήματα. Ποτέ δεν ευγνωμονεί, δεν ευχαριστεί κανέναν, γιατί «δεν έχει καλά αισθήματα», λέει ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου συμπληρώνοντας ότι ο Σημίτης το είδε σαν μια ευκαιρία να πει στους Αμερικανούς πως «εδώ είμαι εγώ», διασφαλίζοντας έτσι το πολιτικό του μέλλον.
Οι συγγραφείς του βιβλίου στην τελευταία ενότητα, που ουσιαστικά αποτελεί και τα συμπεράσματά τους, καταγράφουν την κρίση στα Ίμια ως την πόρτα που οδήγησε στη Συμφωνία της Μαδρίτης, με την οποία όχι μόνο αναγνωρίζονταν «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας και «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, αλλά και ο ρόλος του επιδιαιτητή και διαμεσολαβητή για τις ΗΠΑ. Πρωταγωνιστές από την ελληνική πλευρά πάλι οι ίδιοι: Σημίτης και Πάγκαλος. Και είναι αξιοπερίεργη η διατύπωση των σημείων του σκεπτικού της περιβόητης συμφωνίας, γιατί συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με αυτό που υπάρχει στο πρακτικό που συντάχθηκε για τη συνάντηση Κλίντον – Σημίτη στην Ουάσιγκτον στις 10 Απριλίου του 1996. Στο σχετικό έγγραφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται ρητά ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δέχτηκε τα σημεία αυτά ως βάση επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Με άλλα λόγια, επισημαίνεται με ακρίβεια ο χρόνος και ο τόπος της εκκίνησης της «βήμα προς βήμα» τακτικής για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.”
“Ίμια 1996: Η κρίση που «γέννησε» εδαφικές διεκδικήσεις”.
“Το γεγονός ότι οι Τούρκοι, από το 1973, εφαρμόζουν διεκδικητική στρατηγική, με στόχο την αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο, είναι σε όλους γνωστό. Με τετελεσμένα και απειλές πολέμου, αξιώνουν: Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πέρα από όσα προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, εγκατάλειψη του δικαιώματος επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, περιορισμό του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, είσοδο των πολεμικών αεροσκαφών τους στο FIR Αθηνών, χωρίς να υποβάλλουν σχέδια πτήσης, ανάληψη της ευθύνης επιχειρησιακού ελέγχου σημαντικού μέρους του Αιγαίου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Σαν να μην έφταναν όμως όλα αυτά, προσέθεσαν από το 1996, και τους ισχυρισμούς για δήθεν «γκρίζες ζώνες». Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι μεγάλος αριθμός νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο δεν έχει σαφώς προσδιορισμένο καθεστώς και απαιτούν διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της κυριότητάς τους. Η πρώτη απόπειρα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε νησίδες του Αιγαίου εκδηλώθηκε τον Ιούνιο του 1991. Ο ναύαρχος Ιλφάν Τινάζ, σε δηλώσεις του στην Άγκυρα, υποστήριξε τότε: «Οι Έλληνες προχώρησαν τόσο πολύ, που έφτασαν στο σημείο να ισχυρίζονται πως είναι δικά τους ακόμη και ακατοίκητα βράχια στα διεθνή ύδατα». Μιλούσε, βέβαια, μόνο για ακατοίκητες νησίδες, αλλά υπογράμμιζε πως «τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτό» από τη χώρα του. Η τουρκική απόπειρα, τότε, αντιμετωπίστηκε με ψυχραιμία και οι Τούρκοι γρήγορα έβαλαν το σπαθί τους στο θηκάρι. Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε ότι «οι δηλώσεις του ναυάρχου αποδόθηκαν λανθασμένα» και το θέμα μπήκε στο συρτάρι. Η αρχή, όμως, είχε γίνει και η ιστορική εμπειρία δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολιών για τη συνέχεια.(…)
Δύο ημέρες μετά τα Ίμια, ήρθε με τον πιο επίσημο τρόπο, η πραγματική διάσταση της νέας τουρκικής διεκδίκησης. Η πρωθυπουργός Τσιλέρ, αφού επαναλάμβανε ότι «ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, θα αποτελέσει αιτία πολέμου», αποκάλυπτε την έκταση της νέας διεκδίκησης. Συγκεκριμένα, ισχυριζόταν πως «υπάρχουν πάνω από 1.000 νησίδες στο Αιγαίο που αποτελούν τουρκικό έδαφος». Αμφισβητούσε ευθέως την ελληνική κυριότητά τους και ζητούσε την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη διευκρίνιση του καθεστώτος τους. Έθετε ζήτημα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Διεκδικούσε ευθέως ελληνικά εδάφη. Χωρίς να ξέρει ούτε πόσα ούτε και ποια είναι αυτά.
Στο τραπέζι και οι ισχυρισμοί για «γκρίζες ζώνες».
Από τη στιγμή εκείνη, η Αθήνα άρχισε να αντιδρά ως συνήθως. Στην αρχή είπε πως δεν πρόκειται ούτε διάλογο να ξεκινήσει με την Τουρκία ούτε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της να ανεχτεί, παρά μόνο εάν εγκατέλειπε άμεσα και οριστικά τη διεκδίκηση ελληνικών εδαφών. Στη συνέχεια, ζήτησε από την Τουρκία, εάν αμφισβητεί το καθεστώς των Ιμίων, να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε πως «δεν επιμένει ούτε σε αυτό» και ότι θα της αρκούσε απλά και μόνο «να δηλώσει η Τουρκία ότι θα προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο και ας μην το κάνει». Δεν θα έμενε όμως ούτε σε αυτό.
Τον Ιούλιο του 1997, ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος πρόεδρος, ακολουθώντας αμερικανικές μεθοδεύσεις, προχώρησαν στην κοινή δήλωση της Μαδρίτης, που αναγνώριζε «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δύο χρόνια αργότερα, στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, η ελληνική κυβέρνηση έκανε το επόμενο, στρατηγικής σημασίας, βήμα. Άνοιξε το δρόμο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. «Τα υποψήφια κράτη», ανέφερε το κείμενο των συμπερασμάτων, «οφείλουν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος».
Από εκεί και πέρα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου και ο Τούρκος ομόλογος του Ισμαήλ Τζεμ ξεκίνησαν εντατική προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Αρχικά πέτυχαν μια σειρά διμερών συμφωνιών σε εμπορικά, τουριστικά, επενδυτικά, μεταναστευτικά και άλλα ζητήματα. Λίγο αργότερα, όμως, στις αρχές του 2002 δρομολόγησαν και επίσημα τις διερευνητικές επαφές για τα ζητήματα που εγείρονταν από την Τουρκία στο Αιγαίο.
Ο νέος ελληνοτουρκικός διάλογος άρχισε με ρητή διαβεβαίωση της ελληνικής κυβέρνησης ότι αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και δεν πρόκειται να συζητηθούν θέματα κυριαρχίας. Υπογραμμιζόταν, μάλιστα, ότι θα σταματούσε κάθε συζήτηση, εάν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βάλουν στο τραπέζι ζήτημα «γκρίζων ζωνών.»
«Δεν μπορούμε», έλεγε τότε ως υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου, «να βάλουμε στο τραπέζι κυριαρχικά δικαιώματα και να τα διαπραγματευτούμε σαν να τα αμφισβητούμε οι ίδιοι… Αν έρθει η τουρκική πλευρά και πει: “Ξέρετε, υπάρχουν «γκρίζες ζώνες», υπάρχουν νησιά στα οποία αμφισβητούμε τη δική σας κυριαρχία”, το ευκολότερο που έχει να κάνει η ελληνική πλευρά είναι να πει: “Δεν τα συζητώ, τελείωσε η συζήτηση”…»
Κοινή παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Κι όμως! Λίγους μήνες αργότερα, προτού προχωρήσουν καλά – καλά οι διαβουλεύσεις για την υφαλοκρηπίδα, η τουρκική πλευρά είχε βάλει στο τραπέζι όλες τις μονομερείς διεκδικήσεις της. Ακόμη και τις πιο αυθαίρετες αξιώσεις, που είχε προβάλει κατά την κρίση στα Ίμια. Τους ισχυρισμούς της, δηλαδή, για «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο. «Ένα άλλο ζήτημα που αποτελεί μείζον ζήτημα των διερευνητικών επαφών», θα έγραφε αργότερα ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, «είναι το θέμα των “γκρίζων ζωνών”.
Στα τέλη του 2003, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τους ισχυρισμούς της για “γκρίζες ζώνες”. Καθώς, μάλιστα, οι διερευνητικές επαφές είχαν φτάσει σε ακτίνα συμφωνίας, αναδεικνύονταν δύο ενδεχόμενα: το πρώτο αφορούσε στις δυνατότητες αντιμετώπισης του θέματος στις διερευνητικές επαφές. Γι’ αυτό όμως, χρειαζόταν πολιτική και όχι τεχνοκρατική διαπραγμάτευση. Το δεύτερο αφορούσε στο ενδεχόμενο αποδοχής της αξίωσης των Τούρκων για από κοινού παραπομπή και αυτού του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Υποστηριζόταν, άλλωστε, από τους Τούρκους ότι η παραπομπή αυτή ήταν αναγκαία, καθώς η κυριότητα των βραχονησίδων συνδέεται άμεσα με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η Αθήνα, βέβαια, δεν είχε καμιά αντίρρηση στο ενδεχόμενο παραπομπής και αυτού του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο. Αντιθέτως. Είχε απαιτήσει, και μάλιστα επιτακτικά, την προσφυγή της Άγκυρας αμέσως μετά την κρίση στα Ίμια. Η Τουρκία, όμως, έβαζε και αυτή τη διεκδίκησή της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ήθελε είτε να πάρει κάποια σοβαρά ανταλλάγματα είτε να γίνει κοινή προσφυγή. Υπολόγιζε πως, εάν η Ελλάδα συνυπέγραφε μια τέτοια προσφυγή, θα αναγνώριζε την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της και θα υπονόμευε τη θέση της”.
Τέλος, μετά από όλα αυτά και αφού έχουν περάσει 14 ολόκληρα χρόνια, απορία προκαλεί το γεγονός πως ο κύριος Σημίτης δεν προσπαθεί καν να υπερασπισθεί τον εαυτό του για όλα όσα του καταλογίζονται… Αδυναμία υπεράσπισης ή πιστεύει πως κάποια στιγμή όλα αυτά θα ξεχαστούν; Στην περίπτωση που ισχύει η δεύτερη εκδοχή, πόσο εύκολα μπορεί η λήθη να σκεπάσει έναν πρωθυπουργό ο οποίος θεωρείται ως ο κύριος και ίσως ο μοναδικός υπεύθυνος απώλειας εθνικού εδάφους, αφού στην ουσία των εξελίξεων τα Ίμια αποτελούν μία “ζώνη” η οποία καταγράφεται ως ελληνική περιοχή, αλλά δεν είναι δυνατόν να την επισκεφθεί ο οποιοσδήποτε έλληνας… ακόμη ίσως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Δημοσίευση σχολίου