Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Επ’ ευκαιρία της 70ής επετείου από την ανακωχή που έληξε τύποις τον πόλεμο της Κορέας, αυξάνονται οι εικασίες ότι η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας θα μπορούσε να καταλήξει με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν λόγοι που εκφράζεται αυτή η εκτίμηση. Οι μάχες στην Κορέα σταμάτησαν όταν δημιουργήθηκε ένα παρατεταμένο στρατιωτικό αδιέξοδο και οι δύο πλευρές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να επικρατήσουν, χωρίς να υποστούν υπερβολικούς κινδύνους. Καθώς το ΝΑΤΟ συνεχίζει τον πόλεμο αντιπροσώπων για να αποδυναμώσει τη Ρωσία, μπορεί να πλέον να τίθεται παρόμοιο δίλημμα.
Ο Σουν Τζου, στο αρχαιότερο πόνημα περί στρατηγικής, αναφέρεται σε κινεζικό απόφθεγμα λέγοντας: «Αν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν χρειάζεται να φοβάσαι το αποτέλεσμα εκατό μαχών. Αν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίσεις θα υποστείς και μια ήττα. Αν δεν ξέρεις ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σου, θα υποκύψεις σε κάθε μάχη».
Η παρατήρηση του Σουν Τζου σχετικά με τη γνώση του εχθρού και του εαυτού έχει καταστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων ακατάβλητη στρατηγική αλήθεια. Εάν κάποιος θέλει να νικήσει έναν αντίπαλο, είναι απαραίτητο να έχει μια ολοκληρωμένη και ενδελεχή κατανόησή του. Η υποτίμηση ή η υπερεκτίμηση του εχθρού, η ελλιπής εικόνα των δυνατοτήτων του οδηγεί στην επιλογή αναποτελεσματικών στρατηγικών. Όσο κι αν φαίνεται απίθανο, στο Ουκρανικό και οι δύο αντίπαλοι εξαρχής έπλεαν σε πελάγη άγνοιας.
Ο Πούτιν σίγουρα δεν υπολόγισε σωστά ούτε τη σοβαρότητα ούτε και τη διάρκεια του πολέμου, σε μεγάλο βαθμό επειδή υποτίμησε την έκταση της στρατιωτικής υποστήριξης που θα παρείχε το ΝΑΤΟ στο Κίεβο. Ωστόσο, οι ελπίδες των δυτικών μετά τις αρχικές αποτυχίες του ρωσικού στρατού ότι μπορούσε να επέλθει ένας αποφασιστικός θρίαμβος της Ουκρανίας αποδείχτηκαν φρούδες.
Έτσι, ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε ένα τέλμα, με τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ρωσίας, τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη και τις τεράστιες ποσότητες όπλων να διαβρώνουν τις πρώτες επιτυχίες της Ουκρανίας. Η τρέχουσα, παραπαίουσα επίθεση του Κιέβου είναι η πιο πρόσφατη απόδειξη ότι οι ελπίδες της Δύσης για μια νίκη του Κιέβου με την εκδίωξη των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία ήταν αυταπάτες.
Ο πόλεμος στο τέλμα
Η Δύση έδωσε στην Ουκρανία τον χρόνο, τον εξοπλισμό και τα πυρομαχικά για να έχει τουλάχιστον μια ευκαιρία να πολεμήσει για να ανακτήσει έδαφος με την τρέχουσα επίθεση. Μετά από σχεδόν δύο μήνες από την έναρξή της, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν ακόμη κατακτήσει έστω και κάποιο μέτριο στόχο. Τα στοιχεία, μάλιστα, δείχνουν ότι έχουν λίγη εναπομείνασα δύναμη κρούσης. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο, δεδομένης της πολεμικής πραγματικότητας, το Κίεβο και οι δυτικοί υποστηρικτές του να αρχίσουν να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης της σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένης μιας διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Όπως προαναφέρθηκε, οι μάχες στην Κορέα σταμάτησαν όταν οι δύο πλευρές έφτασαν σε ένα παρατεταμένο στρατιωτικό αδιέξοδο. Έτσι και σήμερα, είναι πιθανό να αυξηθεί η πίεση για κατάπαυση του πυρός. Εάν οι μάχες συνεχιστούν, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι μια ρωσική νίκη, αν και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος σε αίμα και πόρους. Βέβαια, δεν αποκλείεται το ΝΑΤΟ να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ανεκτή η ήττα της Ουκρανίας και να αποφασίσει να επέμβει. Μια τέτοια κίνηση, όμως, θα αύξανε πολύ τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα πυρηνικό με όλες τις φρικτές συνέπειές του. Είναι αυτό που απομακρύνει αυτό το ενδεχόμενο παρότι θεωρητικά δεν αποκλείεται, δεδομένου ότι η Δύση έχει φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων της για να κρατάει όρθια την Ουκρανία σ’ αυτή τη σύρραξη.
Μια ανακωχή θα μείωνε σημαντικά τέτοιους κινδύνους, όπως ακριβώς η ανακωχή της Κορέας απέτρεψε τον κίνδυνο να εξελιχθεί εκείνη η σύγκρουση σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι περιορισμοί και τα μειονεκτήματα αυτής της λύσης έχουν καταστεί προφανή τα τελευταία 70 χρόνια. Η Κορεατική Χερσόνησος παρέμενε ένα επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το δεύτερο μετά το Βερολίνο. Δυστυχώς, παραμένει έτσι.
Ο Πούτιν σίγουρα δεν υπολόγισε σωστά ούτε τη σοβαρότητα ούτε και τη διάρκεια του πολέμου, σε μεγάλο βαθμό επειδή υποτίμησε την έκταση της στρατιωτικής υποστήριξης που θα παρείχε το ΝΑΤΟ στο Κίεβο. Ωστόσο, οι ελπίδες των δυτικών μετά τις αρχικές αποτυχίες του ρωσικού στρατού ότι μπορούσε να επέλθει ένας αποφασιστικός θρίαμβος της Ουκρανίας αποδείχτηκαν φρούδες.
Έτσι, ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε ένα τέλμα, με τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ρωσίας, τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη και τις τεράστιες ποσότητες όπλων να διαβρώνουν τις πρώτες επιτυχίες της Ουκρανίας. Η τρέχουσα, παραπαίουσα επίθεση του Κιέβου είναι η πιο πρόσφατη απόδειξη ότι οι ελπίδες της Δύσης για μια νίκη του Κιέβου με την εκδίωξη των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία ήταν αυταπάτες.
Ο πόλεμος στο τέλμα
Η Δύση έδωσε στην Ουκρανία τον χρόνο, τον εξοπλισμό και τα πυρομαχικά για να έχει τουλάχιστον μια ευκαιρία να πολεμήσει για να ανακτήσει έδαφος με την τρέχουσα επίθεση. Μετά από σχεδόν δύο μήνες από την έναρξή της, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν ακόμη κατακτήσει έστω και κάποιο μέτριο στόχο. Τα στοιχεία, μάλιστα, δείχνουν ότι έχουν λίγη εναπομείνασα δύναμη κρούσης. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο, δεδομένης της πολεμικής πραγματικότητας, το Κίεβο και οι δυτικοί υποστηρικτές του να αρχίσουν να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης της σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένης μιας διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Όπως προαναφέρθηκε, οι μάχες στην Κορέα σταμάτησαν όταν οι δύο πλευρές έφτασαν σε ένα παρατεταμένο στρατιωτικό αδιέξοδο. Έτσι και σήμερα, είναι πιθανό να αυξηθεί η πίεση για κατάπαυση του πυρός. Εάν οι μάχες συνεχιστούν, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι μια ρωσική νίκη, αν και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος σε αίμα και πόρους. Βέβαια, δεν αποκλείεται το ΝΑΤΟ να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ανεκτή η ήττα της Ουκρανίας και να αποφασίσει να επέμβει. Μια τέτοια κίνηση, όμως, θα αύξανε πολύ τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα πυρηνικό με όλες τις φρικτές συνέπειές του. Είναι αυτό που απομακρύνει αυτό το ενδεχόμενο παρότι θεωρητικά δεν αποκλείεται, δεδομένου ότι η Δύση έχει φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων της για να κρατάει όρθια την Ουκρανία σ’ αυτή τη σύρραξη.
Μια ανακωχή θα μείωνε σημαντικά τέτοιους κινδύνους, όπως ακριβώς η ανακωχή της Κορέας απέτρεψε τον κίνδυνο να εξελιχθεί εκείνη η σύγκρουση σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι περιορισμοί και τα μειονεκτήματα αυτής της λύσης έχουν καταστεί προφανή τα τελευταία 70 χρόνια. Η Κορεατική Χερσόνησος παρέμενε ένα επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το δεύτερο μετά το Βερολίνο. Δυστυχώς, παραμένει έτσι.
Η ανακωχή ως διέξοδος
Ο κίνδυνος γίνεται πιο έντονος, καθώς η Βόρεια Κορέα αυξάνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο και ένα όλο και πιο εξελιγμένο οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων. Οικογένειες Κορεατών παραμένουν χωρισμένες και το ένα τρίτο του κορεατικού λαού ζει κάτω από το πιο καταπιεστικό καθεστώς στον κόσμο. Η ανακωχή εκεί σταμάτησε μια αιματηρή σύγκρουση, αλλά δεν ήταν πανάκεια.
Εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει με μια ανακωχή, τα ρωσικά και ουκρανικά στρατεύματα θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο κατά μήκος μιας τεράστιας σε μήκος γραμμής αντιπαράθεσης, πολύ μεγαλύτερη από την Αποστρατικοποιημένη Ζώνη που χωρίζει τις δύο Κορέες. Αυτή η κατάσταση θα παρέμενε πυριτιδαποθήκη στο διηνεκές. Θα ήταν ακόμη πιο τεταμένη εάν μια διεθνής ειρηνευτική δύναμη, συμπεριλαμβανομένων και νατοϊκών δυνάμεων, αναλάμβανε την αστυνόμευση της ουδέτερης ζώνης.
Μια τέτοια ανακωχή, όμως, αναδεικνύεται πιθανή εναλλακτική λύση σε έναν παρατεταμένο πόλεμο που μπορεί να τελειώσει με μια πολύ δαπανηρή ρωσική νίκη, την οποία το ΝΑΤΟ και η Ουκρανία θέλουν απεγνωσμένα να αποφύγουν. Οι ηγέτες της Δύσης, όμως, ειδικά των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δεν έχουν παρά μόνο τους εαυτούς τους να κατηγορήσουν για την κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει.
Η Δύση κλωτσάει ευκαιρίες
Σύμφωνα με άρθρο των Φιόνα Χιλ και Άντζελα Στεντ στο Foreign Affairs (2022), «Οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί διαπραγματευτές φάνηκαν να έχουν συμφωνήσει προσωρινά στα περίγραμμα μιας ενδιάμεσης διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων». Βάσει αυτής της συμφωνίας, «η Ρωσία θα αποσυρόταν στις θέσεις που κατείχε στις 23 Φεβρουαρίου 2022, όταν έλεγχε μέρος της περιοχής του Ντονμπάς και ολόκληρη την Κριμαία, και σε αντάλλαγμα, η Ουκρανία θα υποσχόταν να μην επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και αντ’ αυτού να λάβει εγγυήσεις ασφαλείας από διάφορες χώρες».
Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Νεφτάλι Μπένετ, ο οποίος ενεργούσε ως μεσολαβητής, είπε ότι Βρετανοί και Αμερικανοί ηγέτες αποθάρρυναν, ή ακόμη και εμπόδισαν εντελώς τέτοιες ειρηνευτικές προσπάθειες. Κάτω από την έντονη πίεση της Δύσης, ο Μπένετ στη συνέχεια άμβλυνε αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά είναι πιθανό ότι η αρχική εκδοχή των όσων είπε ήταν πιο ειλικρινής και ακριβής.
Αν αληθεύει, η πράξη της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου είναι κοντόφθαλμη και καταδικαστέα. Δεν πρέπει να επαναληφθεί εάν τυχόν παρουσιαστεί ξανά η ευκαιρία για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, όσο ατελής κι αν είναι. Η επιμονή σε ανακωχή αντί για οριστική διευθέτηση θα οδηγούσε την Ουκρανία σε επικίνδυνο στρατηγικό κενό, κάτι που οι Κορεάτες υπομένουν επί επτά δεκαετίες. Η απροθυμία της Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει και να έχει μια έστω και τυπική σχέση με τη Βόρεια Κορέα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην διαιώνιση της μη ικανοποιητικής κατάστασης στην κορεατική χερσόνησο.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα αυτή τη φορά και να αποφύγουν μια τέτοια πολιτική ακαμψία. Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ πρέπει να διευκολύνουν ενεργά τη διαπραγμάτευση μιας συνθήκης που θα φέρει ειρήνη, όχι απλώς μια κατάπαυση των εχθροπραξιών, στην Ουκρανία. Εάν στον Λευκό Οίκο βρεθεί Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος πιθανώς θα εντείνει την πίεση να τελειώνει ο πόλεμος όπως-όπως, με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε μια κατάσταση που θα θυμίζει Κορέα.
Σύμφωνα με άρθρο των Φιόνα Χιλ και Άντζελα Στεντ στο Foreign Affairs (2022), «Οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί διαπραγματευτές φάνηκαν να έχουν συμφωνήσει προσωρινά στα περίγραμμα μιας ενδιάμεσης διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων». Βάσει αυτής της συμφωνίας, «η Ρωσία θα αποσυρόταν στις θέσεις που κατείχε στις 23 Φεβρουαρίου 2022, όταν έλεγχε μέρος της περιοχής του Ντονμπάς και ολόκληρη την Κριμαία, και σε αντάλλαγμα, η Ουκρανία θα υποσχόταν να μην επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και αντ’ αυτού να λάβει εγγυήσεις ασφαλείας από διάφορες χώρες».
Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Νεφτάλι Μπένετ, ο οποίος ενεργούσε ως μεσολαβητής, είπε ότι Βρετανοί και Αμερικανοί ηγέτες αποθάρρυναν, ή ακόμη και εμπόδισαν εντελώς τέτοιες ειρηνευτικές προσπάθειες. Κάτω από την έντονη πίεση της Δύσης, ο Μπένετ στη συνέχεια άμβλυνε αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά είναι πιθανό ότι η αρχική εκδοχή των όσων είπε ήταν πιο ειλικρινής και ακριβής.
Αν αληθεύει, η πράξη της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου είναι κοντόφθαλμη και καταδικαστέα. Δεν πρέπει να επαναληφθεί εάν τυχόν παρουσιαστεί ξανά η ευκαιρία για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, όσο ατελής κι αν είναι. Η επιμονή σε ανακωχή αντί για οριστική διευθέτηση θα οδηγούσε την Ουκρανία σε επικίνδυνο στρατηγικό κενό, κάτι που οι Κορεάτες υπομένουν επί επτά δεκαετίες. Η απροθυμία της Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει και να έχει μια έστω και τυπική σχέση με τη Βόρεια Κορέα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην διαιώνιση της μη ικανοποιητικής κατάστασης στην κορεατική χερσόνησο.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα αυτή τη φορά και να αποφύγουν μια τέτοια πολιτική ακαμψία. Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ πρέπει να διευκολύνουν ενεργά τη διαπραγμάτευση μιας συνθήκης που θα φέρει ειρήνη, όχι απλώς μια κατάπαυση των εχθροπραξιών, στην Ουκρανία. Εάν στον Λευκό Οίκο βρεθεί Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος πιθανώς θα εντείνει την πίεση να τελειώνει ο πόλεμος όπως-όπως, με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε μια κατάσταση που θα θυμίζει Κορέα.
Δημοσίευση σχολίου