Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑ
Αντίθετα από ότι θα ανέμενε κανείς η χρονική σύμπτωση προεκλογικών περιόδων σε Ελλάδα και Τουρκία δεν οδήγησε σε κλιμάκωση λεκτικών και μη προκλήσεων αλλά σε σεμνότυφη σιγή.
Η Ελληνική βοήθεια στους Τούρκους σεισμόπληκτους προσφέρει κάποια εξήγηση αλλά όχι απόλυτα πειστική εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι αποκαλούμενοι «εθνικιστές» στη Τουρκία αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος και υπερεκπροσωπούνται και στα πολιτικά κόμματα και στα στρατόπεδα των δύο υποψήφιων Προέδρων
Όμως η επόμενη ημέρα του δεύτερου γύρου των Τουρκικών Εκλογών φέρνει στο προσκήνιο προβλήματα και πολιτικές της γειτονικής μας χώρας σε μια σειρά ζητημάτων πολύ ευρύτερων από τα πεδία της Ελληνο-Τουρκικής αντιπαράθεσης.
Το πλέον άμεσο και κρίσιμο θα είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του Τουρκικού καθεστώτος και η απάντηση στο ερώτημα εάν θα υπάρξει άμεση προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή θα συνεχισθεί η στήριξη του από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τη Ρωσία, χώρες που δεν συνδέουν τη στήριξη τους με επιδόσεις στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Θα ήθελα στο σημείο αυτό να εστιάσω σε δύο ζητήματα που άπτονται το μεν πρώτο με τις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ευρωπαϊκές χώρες και το δεύτερο με τις ΗΠΑ.
Μία από τις πολλές υποθέσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Τουρκικό καθεστώς είναι εκείνη του Τούρκου μεγιστάνα Osman Kavala, η οποία έχει προσλάβει διεθνείς διαστάσεις και οδήγησε τον Οκτώβριο του 2021 σε ένα πρωτοφανές διάβημα διαμαρτυρίας 10 Πρέσβεων Δυτικών χωρών στην Άγκυρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας, που στη συνέχεια απειλήθηκαν από τον Ερντογάν με άμεση απέλαση.
Ας σημειωθεί ότι δύο από τις δέκα αυτές χώρες η Φινλανδία και η Σουηδία, υπέβαλαν, μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ με τη γνωστή Τουρκική αντίδραση: τελική αποδοχή της Φινλανδίας και συνεχιζόμενη άρνηση εισδοχής της Σουηδίας.
Οι δύο αυτές χώρες μαζί με τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν ζητήσει την έναρξη διαδικασίας αποπομπής της Τουρκίας από τον οργανισμό για την συνεχιζόμενη άρνησή της να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Παρά τη καθυστέρηση που παρατηρείται στη διαδικασία,χαρακτηριστική της αμηχανίας που δημιουργει το θέμα σε πολλές Ευρωπαικές πρωτεύουσες, το Συμβούλιο της Ευρώπης μετά την επανεκλογή Τούρκου Προέδρου, πρέπει ή να αυτοκαταργηθεί ή τελικά να προχωρήσει στην αποπομπή της Άγκυρας πραγματοποιόντας ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη και τους θεσμούς της.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά μια συγκεκριμένη πτυχή των Τουρκο-Αμερικανικών στρατιωτικών σχέσεων και «αμυντικών» συμφωνιών. Στις 26 Αυγούστου 2020, σε άρθρο μου με τίτλο «Οι 50 Πυρηνικές Βόμβες στο Ιντσιρλίκ»(1) αναφερόμουν στις 50 πυρηνικές κεφαλές τύπου M61 που είναι αποθηκευμένες στην αεροπορική βάση του ΝΑΤΟ στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας, 400 χιλιόμετρα από τα Τουρκο-Συριακά σύνορα.
Οι βόμβες αυτές μπορούν να μεταφερθούν για ρίψη από ειδικά διασκευασμένα αεροπλάνα F-15 ή F16 -τα οποία δεν διαθέτει η Τουρκία- ενώ εκείνα των Αμερικανών ιδιοκτητών των βομβών αυτών χρειάζονται την άδεια των τουρκικών αρχών για να προσγειωθούν στο Ιντσιρλίκ.
Η αρπαγή και χρησιμοποίηση των πυρηνικών του Ιντσιρλίκ από τους Τούρκους προϋποθέτει πρόσβαση στους ειδικούς κωδικούς που εμποδίζουν τη μη εξουσιοδοτημένη χρήση τους. Ωστόσο, αμερικανικές πηγές θεωρούν ότι σε περίπτωση αρπαγής οι κωδικοί δεν αποκλείουν τη χρησιμοποίηση υλικού των βομβών για την κατασκευή άλλων πυρηνικών όπλων.
Ο κίνδυνος αρπαγής των πυρηνικών αυτών κεφαλών είτε από τον τουρκικό στρατό είτε από παρακρατικές ομάδες, απασχόλησε την αμερικανική πολιτική ηγεσία και τα ΜΜΕ στο τέλος του 2019 στη διάρκεια των τουρκικών επιχειρήσεων εναντίον των Κούρδων σε συριακό έδαφος.
Aπό τα εγκυρότερα σχετικά δημοσιεύματα ήταν εκείνο της Ομοσπονδίας Αμερικανών Επιστημόνων (FAS) με τίτλο «Επείγον: Πάρτε τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα από την Τουρκία» και ημερομηνία 16.10.2019 που εφερε την υπογραφή του Χανς Μ. Κρίστενσεν, διευθυντού του Τμήματος Πυρηνικής Ενέργειας της Ομοσπονδίας.
Καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Οτιδήποτε και εάν σκέφτεται κάποιος για την ανάπτυξη αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη, η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον αποδεκτό τόπο εγκατάστασής τους».
Επίσης ενδιαφέρον είχε η δήλωση, τον Ιανουάριο του 2020 του μετέπειτα Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάϊντεν στη διάρκεια συνέντευξής του στη Συντακτική Επιτροπή των New York Times όταν ερωτήθηκε για τις βόμβες αυτές και εάν ήταν βέβαιος ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν θα πρόχωρούσε σε κινήσεις που θα έπληταν Αμερικανικά συμφέροντα :
«Όποια άσφάλεια και εάν αισθανόμουν τώρα έχει ελαττωθεί σημαντικά» δήλωση που είχε προκαλέσει την οργισμένη αντίδραση του Ιμπραήμ Καλίν τότε εκπροσώπου του Τούρκου Προέδρου σήμερα επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της γειτονικής μας χώρας.Τι έκαναν οι ΗΠΑ με αυτά τα πυρηνικά όπλα στη διάρκεια σχεδόν της τελευταίας τριετίας; Την απάντηση δίνει πάλι ο Χάνς Κρίνστενσεν στο «Πυρηνικό Σημειωματάριο» της Ομοσπονδίας Αμερικανών Επιστημόνων σε κείμενο του με τίτλο «ΗΠΑ Πυρηνικά Όπλα, 2023» που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους:
«O αριθμός των πυρηνικών όπλων στο Ιντσιρλίκ δείχνει να έχει μειωθεί από 50 σε 20 κεφαλές. Εάν οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να τις αποσύρουν θα μπορούσαν πλέον να το κάνουν με μία μόνο πτήση ενός αεροσκάφους C-17». Δηλαδή ενός μεγαλύτερου, τελευταίου τύπου αεροσκάφους.
Με άλλα λόγια οι ΗΠΑ στη διάρκεια μιάς τετραετίας κατά την οποία κατά την οποία οι διμερείς σχέσεις τους με την Αγκυρα δεν εξομαλύνθηκαν επελεξαν τη μη απομακρυνση όλων των πυρηνικών κεφαλών από την ιδιόρρυθμη αυτή χώρα, εταίρος της οποίας στην ενεργειακή αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας είναι ο αντίπαλός της στο ΝΑΤΟ, δηλαδή η Ρωσία, αλλά τη μείωση του αριθμού τους ώστε να μπορεί να επιταχυνθεί η μεταφορά τους σε Αμερικανικό έδαφος.
Δημοσίευση σχολίου