Γιώργος Σκαφιδάς
Έως και τα ξημερώματα της 6ης Φεβρουαρίου, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα – της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαιρουμένης, προφανώς – απέναντι στην οποία η τουρκική ηγεσία συνέχιζε να ξιφουλκεί, κρατώντας ψηλά τους (οριακά πολεμικούς, απερίφραστα απειλητικούς, σαφώς αναθεωρητικούς) τόνους μιας αντιπαράθεσης που έδειχνε να αποτελεί στρατηγική επιλογή για την Άγκυρα.
Με όλους τους άλλους στην ευρύτερη γειτονία (το Ισραήλ του Νετανιάχου, την Αίγυπτο του Σίσι, τη Συρία του Άσαντ, τη Σαουδική Αραβία του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τα Εμιράτα), η πλευρά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι θέλει να τα ξαναβρεί. Μόνη εξαίρεση σε αυτήν την τουρκική στροφή των επαναπροσεγγίσεων και της επιχειρούμενης αποκατάστασης των δεσμών: η Ελλάδα, με εκείνο το «Μητσοτάκης γιοκ» και τις τουρκικές απειλές τύπου «θα έρθουμε μια νύχτα».
Τα 7,8 Ρίχτερ της σεισμικής δόνησης που έπληξε τη νοτιοανατολική Τουρκία στις 6 Φεβρουαρίου θα έρχονταν ωστόσο να το αλλάξουν κι αυτό. Μέσα σε λίγες ώρες, σαν έτοιμες από καιρό, οι ηγεσίες σε Ελλάδα και Τουρκία ανέσυραν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας την ανεκπλήρωτη παρακαταθήκη της διπλωματίας των σεισμών.
Ομάδες της ΕΜΑΚ έσπευσαν στην Τουρκία για να συνδράμουν τις επιχειρήσεις διάσωσης, με τον τουρκικό Τύπο να τους πλέκει το εγκώμιο μέσα από πηχυαίους τίτλους και πρωτοσέλιδα.
Απλοί Έλληνες πολίτες έσπευσαν να στηρίξουν, μέσα από αποστολές ανθρωπιστικές βοήθειας, τον δοκιμαζόμενο από τη σαρωτική καταστροφή τουρκικό λαό. Και κάπως έτσι, το τοπίο στις σχέσεις των δύο χωρών άρχισε, ξαφνικά, να αναδιαμορφώνεται, όχι μόνο από κάτω προς τα πάνω αλλά και από πάνω προς τα κάτω, με τις ευλογίες πολιτικών ηγεσιών και μίντια.
Υπουργοί της ελληνικής κυβέρνησης όπως ο Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο Μετανάστευσης Νότης Μηταράκης βρέθηκαν τις περασμένες εβδομάδες στην Τουρκία, όπου είχαν συναντήσεις με τους Τσαβούσογλου, Ακάρ και Σοϊλού αντίστοιχα.
Η εικόνα ενός «διαφορετικού» Σουλεϊμάν Σοϊλού, την περασμένη Τρίτη δίπλα στον Μηταράκη, δεν αρκεί ωστόσο για να σβήσει το πρόσφατο παρελθόν. Μιλάμε, άλλωστε, για τον πολιτικό που ως υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας είχε πρωταγωνιστήσει στην απόπειρα μαζικής παραβίασης των ελληνικών συνόρων στον Έβρο πίσω στις αρχές του 2020.
Το ίδιο ισχύει, βέβαια, για τους κ.κ. Ακάρ και Τσαβούσογλου: Όσα λένε τώρα δεν αρκούν για να ξεχαστούν όσα έλεγαν, αν και επί της ουσίας δεν λένε κάτι πολύ διαφορετικό. Οι Τούρκοι υπουργοί έχουν μεν αποσύρει (προσωρινά;) από το τραπέζι τις απειλές και τις προσβολές, αλλά δεν παραλείπουν να μας υπενθυμίζουν το προφανές: ότι στα ελληνοτουρκικά υπάρχουν προβλήματα και εκκρεμότητες που παραμένουν.
Ο Ερντογάν υποστήριξε, με νόημα, την περασμένη Τετάρτη ότι η βελτίωση του κλίματος με την Ελλάδα θα μπορούσε να «αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για την επίλυση των προβλημάτων».
Εάν κρίνουμε ωστόσο από τη μέχρι τώρα εμπειρία, όταν η Άγκυρα μιλά για «επίλυση», εννοεί προσεγγίσεις τύπου «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου» τις οποίες αμπαλάρει μεν ως καζάν-καζάν ή επωφελείς για όλους ενώ στην πραγματικότητα είναι επωφελείς μόνο για την ίδια.
Ως έχουν διαμορφωθεί πια τα πράγματα, όλα δείχνουν ότι θα πάμε ως τις κάλπες του Μαΐου με «νηνεμία» στο Αιγαίο και χαμηλούς τόνους στα ελληνοτουρκικά. Το πιο πιθανό είναι, δε, ότι η κατάσταση θα κρατηθεί «ήρεμη» και κατά την επερχόμενη καλοκαιρινή περίοδο, στο πλαίσιο ενός άτυπου μορατόριουμ αποχής από μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια, όπως έχει γράψει η «Καθημερινή».
Την ίδια εκτίμηση, περί «νηνεμίας», δείχνουν να συμμερίζονται, πια, πολλοί αναλυτές. Ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης, Μουσταφά Αϊντίν, εκτιμά, μιλώντας στην «Καθημερινή», ότι αυτό το μειωμένης έντασης κλίμα στα ελληνοτουρκικά «θα κρατήσει για ένα διάστημα».
Σε ανάλογο πνεύμα, οι συντάκτες του newsletter «Turkey recap» βλέπουν, επικαλούμενοι τις εκτιμήσεις σειράς αναλυτών, την τρέχουσα επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με «frenemies» όπως είναι η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Συρία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να συνεχίζεται το προσεχές διάστημα.
Από εκεί και πέρα ωστόσο όλα είναι ανοιχτά, με γνώμονα βέβαια και τα αποτελέσματα των επερχόμενων εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία.
Για να μπορέσουν να υπάρξουν νέες μεγάλες συμφωνίες στα ελληνοτουρκικά, όποιες και αν είναι αυτές, το εσωτερικό πολιτικό κλίμα και στις δύο πλευρές του Αιγαίου θα πρέπει να είναι σταθερό, όσο μπορεί να είναι, οι κυβερνήσεις συμπαγείς (ακόμη και αν πρόκειται για κυβερνήσεις συνεργασίας) και οι λαϊκές εντολές σαφείς.
Ασταθείς κυβερνητικοί συνασπισμοί δεν αρκούν για να προχωρήσουν στον «φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων», στον οποίο αναφέρθηκε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, μέσω άρθρου του στην «Καθημερινή», ενώ προβληματισμό αναφορικά με όσα έπονται θα έπρεπε να μας προκαλούν και όσα βλέπουμε πια ως παγιωμένες τάσεις στην άλλη πλευρά του Αιγαίου:
Η συναλλακτική (transactional) διάθεση της τουρκικής ηγεσίας
Η παρουσία σκληρών εθνικιστών όχι μόνο στην ερντογανική Συμμαχία του Λαού (Cumhur Ittifaki) αλλά και στην αντιπολιτευόμενη Συμμαχία του Έθνους (Millet İttifaki)
Η διεύρυνση και σκλήρυνση της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων (διασύνδεση της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, μνημόνιο με Λιβύη, δύο κράτη στην Κύπρο κ.ά.)
Δημοσίευση σχολίου