European Counsil on foreign Relations
Η κατάρρευση του ρουβλίου στο τέλος του 2014 προκλήθηκε προφανώς από την πτώση στην τιμή του πετρελαίου. Ωστόσο, το ρωσικό νόμισμα έχει αποδυναμωθεί σε έναν ισχυρότερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο νόμισμα στον κόσμο, ακόμη και σε σχέση με τα νομίσματα άλλων οικονομιών, εξαρτημένων από το πετρέλαιο. Μόλις σε ένα μήνα, από τις 18 Νοεμβρίου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου, το ρούβλι υποχώρησε 43%. Αυτό προκάλεσε δύο κύματα bank run και οδήγησε σε γενικότερο καταναλωτικό πανικό. Ως εκ τούτου, αυτό που συμβαίνει στην Ρωσία είναι μια πραγματική νομισματική κρίση. Ποιες ήταν οι αιτίες αυτής της κρίσης, και τι θα συμβεί στη συνέχεια;
Η κρίση πραγματοποιήθηκε από τρεις τύπους παραγόντων: από παράγοντες της αγοράς, πολιτικούς παράγοντες και διαρθρωτικούς παράγοντες.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα της ρωσικής οικονομίας ήταν ήδη εμφανή από το 2012. Οι τιμές του πετρελαίου έφθασαν σε ιστορικά υψηλά το 2011 και παρέμειναν κοντά σε αυτά μέχρι το γ΄ τρίμηνο του 2014. Ωστόσο, η αντίδραση της ρωσικής οικονομίας σε αυτή την -οδηγούμενη από τις εξαγωγές- απροσδόκητη ροή χρημάτων, ήταν πολύ πιο διαφορετική από άλλες περιόδους, είτε στην περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ 2004-2008 είτε στην περίοδο της ανάκαμψης μετά από την κρίση, 2010-2011.
Στο δεύτερο μισό του 2011, τα αποθέματα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας σταμάτησαν να αυξάνονται. Αυτό σήμαινε πως δεν υπήρχε επιπλέον ζήτηση για ρούβλια από τους εξαγωγείς ή επενδυτές (μέσω της πώλησης σκληρού νομίσματος). Μεταξύ του 2011-2013, οι καθαρές εκροές κεφαλαίων αντιστοιχούσαν στα 196,2 δισ. δολάρια. Την ίδια στιγμή, οι ρωσικές επιχειρήσεις και τράπεζες συνέχισαν να δανείζονται από το εξωτερικό: το 2012-2013, το ρωσικό εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά 190 δισ. δολάρια, και τον Ιανουάριο του 2014, είχε φτάσει τα 728 δισ. δολάρια. Αυτό εν μέρει αποτυπώνει το τρέχον επιχειρηματικό μοντέλο στη ρωσική οικονομί: οι εταιρείες προτιμούν να κρατούν τα κέρδη τους στο εξωτερικό, ενώ υποστηρίζουν τις λειτουργίες τους στη Ρωσία μέσω δανεισμού. Αυτού του είδους η χρηματοδότηση του χρέους χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει το ρίσκο της απαλλοτρίωσης από το κράτος. Γενικά, αυτή δυναμική εμφάνισε ότι η αγορά δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στο μέλλον της ρωσικής οικονομίας.
Το 2012, όταν οι τιμές του πετρελαίου σταμάτησαν να αυξάνονται και η οικονομία επέστρεψε στα προ-κρίσης επίπεδα, η επενδυτική ανάπτυξη και η οικονομία ως σύνολο, επιβραδύνθηκε απότομα. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης, με μοχλό την αύξηση της κατανάλωσης (χρηματοδοτούμενη από τα αυξημένα έσοδα από τις εξαγωγές), σταμάτησε να έχει αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το 2013 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, στο 1,3%, ήταν σημαντικά χαμηλότερος από εκείνον της παγκόσμιας οικονομίας και τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης των χωρών της CIS.
Το 2013 η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε ότι προχωράει σε μια πολιτική με στόχο στον πληθωρισμό. Αυτό βασικά σήμαινε ότι η τράπεζα σκόπευε να παρεμβαίνει λιγότερο στην διαμόρφωση της ισοτιμίας, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στον στόχο του πληθωρισμού. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη υπό συνθήκες σταθερών εξαγωγών και αυξημένης εκροής καθαρών κεφαλαίων, οδήγησε στην συνολική υποβάθμιση του ρουβλίου. Ωστόσο, η υποτίμηση βοήθησε την οικονομία: ενώ το 2013 η βιομηχανική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σε χαμηλότερα του 1% μέχρι το πρώτο μισό του 2014 είχε επανέλθει στο 2,5%, τροφοδοτούμενη σχεδόν αποκλειστικά από τη δυναμική του μεταποιητικού κλάδου.
Αλλά οι πολιτικές εντάσεις που προκλήθηκαν από την σύγκρουση στην Ουκρανία και η απότομη επιδείνωση στις σχέσεις με την Δύση, έχουν ενισχύσει τον σκεπτικισμό των αγορών για το μέλλον της ρωσικής οικονομίας. Η προσάρτηση της Κριμαίας και η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία, οδήγησαν σε πτώση το χρηματιστήριο και σε αυξημένες πιέσεις για το ρούβλι. Η Κεντρική Τράπεζα υποχρεώθηκε να στηρίξει το ρούβλι και διέθεσε 45 δισ. δολάρια για την υποστήριξη του νομίσματος μεταξύ Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2014.
Το σημείο καμπής ήταν η επιβολή του τρίτου γύρου των δυτικών κυρώσεων, που απέκοψε τις ρωσικές επιχειρήσεις από τις χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμίως. Μαζί με την πτώση των τιμών του πετρελαίου (βασικός παράγοντας της αγοράς), αυτό προκάλεσε τους παίκτες της αγοράς να επαναξιολογήσουν τους κινδύνους. Πριν από την επιβολή των κυρώσεων, η αναλογία του εξωτερικού χρέους ως προς τα ξένα συναλλαγματικά αποθέματα (στο 1,4), δεν ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Αλλά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν πλέον να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους στις εξωτερικές αγορές, κατέστησε αναγκαία την επανεξέταση του θέματος. Έγινε σαφές ότι με τα έσοδα από τις εξαγωγές να υποχωρούν εξαιτίας των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου, οι επιχειρήσεις θα συσσώρευαν υπερβολικά νομίσματα στους λογαριασμούς τους. Η προσφορά νομισμάτων στην αγορά από τους εξαγωγείς (πολλοί από τους οποίους είχαν επίσης μεγάλα χρέη) υποχώρησε κατακόρυφα, ενώ η ζήτηση από τις οφειλέτριες εταιρείες αυξήθηκε.
Τον Οκτώβριο του 2014 η κεντρική τράπεζα υποχρεώθηκε να δαπανήσει άλλα 26 δισ. δολάρια για να υποστηρίξει το ρούβλι. Μετά από αυτό, έγινε προτεραιότητα η διατήρηση των αποθεματικών της χώρας. Έτσι το Νοέμβριο, η παρέμβαση της τράπεζας υποχώρησε στα 10 δισ. δολάρια. Επομένως όλοι οι παράγοντες υπήρχαν για μια νομισματική κρίση και για αυτό ο Ρώσος υπουργός Οικονομίας την χαρακτήρισε “την τέλεια καταιγίδα”. Η καταιγίδα σταμάτησε μόνο μετά από μια εγάλη αύξηση του επιτοκίου πό την κεντρική τράπεζα και από άτυπες πιέσεις στις εταιρείες, που είχε ως αποτέλεσμα μια ταχεία μείωση των συναλλαγών σε ξένο νόμισμα.
Οι μελλοντικές εξελίξεις στην αγορά ξένου συναλλάγματος θα εξαρτηθούν από την τιμή του πετρελαίου. Εάν οι τιμές του πετρελαίου συνεχίσουν να υποχωρούν, η ένταση στην αγορά θα αυξηθεί ξανά. Ωστόσο, οι εβδομάδες πριν και μετά τις διακοπές για το Νέο Έτος, θα αξιοποιηθούν για να αποτρέψουν μια διαφαινόμενη τραπεζική κρίση, που προκλήθηκε από την αύξηση των επιτοκίων στο 17%. Σε ό,τι αφορά την οικονομία γενικότερα, η κρίσης θα εξαπλωθεί μέσω μιας απότομης αύξησης στην τιμή των εισαγωγών σε ρούβλια και του απότομου σοκ τιμών για τους καταναλωτές.
Ο ρωσικός ετήσιος όγκος εισαγωγής αγαθών διαμορφώνεται σε περίπου 340 δισ. δολάρια, ενώ το μέγεθος όλης της ρωσικής αγοράς λιανικής διαμορφώνεται στα περίπου 750 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με την ρωσική στατιστική υπηρεσία, το 40% των αγαθών είναι για κατανάλωση, το 40% είναι ενδιάμεσα αγαθά και το υπόλοιπο είναι μηχανές και εξοπλισμός. Το μερίδιο των εισαγωγών στην καταναλωτική αγορά είναι περίπου 30%-40%. Έναν πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα ενδιάμεσα αγαθά (συστατικά και πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην εγχώρια παραγωγή), επομένως η αύξησή τους στην τιμή του ρουβλίου θα επηρεάσει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων. Επιπλέον, ενώ τα δάνεια γίνονται λιγότερο προσβάσιμα, οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να περάσουν το αυξημένο κόστος της παραγωγής στους καταναλωτές.
Επομένως η διπλή υποτίμηση του ρουβλίου θα γίνει αισθητή στην αύξηση των τιμών και στην συρρίκνωση της κατανάλωσης. Σύμφωνα με το Gaidar Insitute for Economic Policy, αυτό θα προσθέσει τουλάχιστον 10-12 ποσοστιαίες μονάδες στον κανονικό πληθωρισμό, ο οποίος θα φθάσει το 15%-20%. Οι επιλογές υποκατάστασης των εισαγωγών είναι σχετικά περιορισμένες: μεγάλης κλίμακας υποκατάσταση των εισαγωγών θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και για την ώρα, οι πόροι για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν. Και μια πτώση της κατανάλωσης (ως αποτέλεσμα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών) θα προκαλέσει πτώση της παραγωγής.
Σύμφωνα με την πρβλεψη της κεντρικής τράπεζας για τον Οκτώβριο, το ΑΕΠ του 2015 θα υποχωρήσει 4,5%-4,8%. Αυτό είναι που αποκαλούν οι τράπεζες stress scenario, και προϋποθέτει ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει στα 60 δολάρια το βαρέλι και ότι οι δυτικές κυρώσεις θα παραμείνουν. Στην πραγματικόητα, αυτό το σενάριο φαίνεται να είναι το πιο ρεαλιστικό. Οποιοδήποτε άλλο σενάριο θα περιελάμβανε είτε την άρση των κυρώσεων είτε μια άνοδο της τιμής του πετρελαίου στα 80-100 δολάρια το βαρέλι.
Η ρωσική κυβέρνηση ήταν ξεκάθαρα απροετοίμαστη για μια τέτοια απότομη πτώση στην τιμή του πετρελαίου και για το χάος στις αγορές συναλλάγματος. Μόλις τώρα αρχίζει να σκέφτεται για μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτό έγινε πολύ σαφές από την ετήσια συνέντευξη Τύπου του Putin, στις 18 Δεκεμβρίου. Ο πρόεδρος εξέφρασε σχεδόν την πεποίθησή του ότι οι τιμές του πετρελαίου θα αρχίσουν να αυξάνονται ξανά σε δύο χρόνια, ενισχύοντας την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι έτοιμος να συζητήσεις τις επιλογές μιας μεγάλης προσαρμογής του δικού του μοντέλου κρατικού καπιταλισμού.
Στην αρχή του 2015, η κυβέρνηση θα πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της επιθυμίας να τονώσει την κατανάλωση και του κινδύνου του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κρίση -η οποία σε κάποιο βαθμό είναι συνέχεια και ολοκλήρωση της προηγούμενης κρίσης του 2008-2009- θα επιφέρει μια οδυνηρή μείωση του εισοδήματος των πολιτών.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου