Όταν ο Σύριος ηγέτης, Μπασάρ αλ Άσαντ, ανελάμβανε την εξουσία το 2000, μετά το θάνατο του πατέρα του, Χάφεζ αλ Άσαντ, είχε να αντιμετωπίσει δυο στρατηγικής σημασίας θέματα για το μέλλον του. Το πρώτο ήταν η ποιοτική βελτίωση και ενίσχυση του καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας του, λόγω της κόπωσης και της φθοράς που επέφερε η τριακονταετής δικτατορική διακυβέρνηση του πατρός του. Δεύτερον, ήταν η αλλαγή της εικόνας της Συρίας στο εξωτερικό λόγω της απομόνωσης στην οποία περιήλθε η χώρα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η αρχική πρόθεση του Άσαντ ήταν να προωθήσει περιορισμένης κλίμακας πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αρχικά σκόπευε να προτείνει αλλαγές που θα μετασχημάτιζαν σταδιακά τη συριακή οικονομία σε οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Αυτό ήταν άμεση ανάγκη λόγω το ότι ο συριακός λαός είχε εξαντληθεί από τη φτώχεια. Οι οικονομικές αλλαγές, όμως, ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και, ως εκ τούτου, προκαλούσαν επώδυνα διλήμματα για την ηγετική ομάδα του καθεστώτος.
Το πρώτο δίλημμα τέθηκε όταν έγινε λόγος για τροποποίηση του συντάγματος της χώρας, ώστε το Μπάαθ να μην αναφέρεται πλέον ως «ο πυλώνας της κοινωνίας». Tα σκληροπυρηνικά μέλη του κόμματος είχαν τότε υποστηρίξει ότι μια τέτοια αλλαγή θα αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για το κόμμα, ενώ οι μεταρρυθμιστές είχαν εκφράσει την άποψη ο Άσαντ να παραιτηθεί από μέλος του κόμματος, δίδοντας έμπρακτες αποδείξεις ότι ανατέλλει νέα εποχή.
O ίδιος ο πρόεδρος, στην πορεία, προτίμησε τη μέση οδό: μερική αποδυνάμωση του Μπάαθ. Παρά το ότι, επικοινωνιακά τουλάχιστον, έδειχνε προς τα έξω ότι το Μπάαθ είχε μερικώς αποδυναμωθεί εντούτοις, στην ουσία ο Σύριος πρόεδρος δεν προχώρησε σε μία καθοριστικής σημασίας πράξη που ήταν η ελευθερία για σχηματισμό πολιτικών κομμάτων, τουλάχιστον όσων είχαν πρόγραμμα αμιγώς εθνικού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να αποδυναμώσει την προοπτική σχηματισμού θρησκευτικών κομμάτων και σήμερα, εν μέσω της κρίσης, δεν θα παρουσιάζετο η μουσουλμανική αδελφότητα ως η μοναδική οργανωμένη δύναμη ανάμεσα στους εξεγερθέντες. O Άσαντ γνώριζε πολύ καλά από την αρχή ότι μεγάλο μέρος του λαού του θεωρεί το Μπάαθ διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό. Ήλπιζε όμως ότι στα επόμενα χρόνια το κόμμα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε υπερασπιστή των αδύναμων κοινωνικά τάξεων. Επίσης, γνώριζε ότι ο μετασχηματισμός της οικονομίας σε καπιταλιστικού τύπου θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλο πλούτο στην τάξη των σουνιτών εμπόρων της Δαμασκού. Η προοπτική αυτή όμως λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς τις μεταρρυθμίσεις γιατί προκαλούσε το φόβο ότι αυτοί οι ανερχόμενοι σουνίτες θα μπορούσαν να σχηματίσουν κοσμικό και φιλελεύθερο κόμμα, εν δυνάμει αντίπαλο του Μπάαθ. Έτσι, ο Άσαντ προτίμησε να εκπέμπει, μέσω της επιμονής του στο μονοκομματικό σύστημα, τη λαϊκιστική εικόνα ότι το Μπάαθ αντιπροσώπευε το φτωχό αγροτικό πληθυσμό.
Ένα ακόμη θέμα, το οποίο απασχόλησε τον Άσαντ, ήταν αυτό του νόμου «έκτακτης ανάγκης», ενός ουσιαστικά στρατιωτικού νόμου που ίσχυε από το 1963 και παραβίαζε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και αρχικά, μέσα στα πλαίσια των περιορισμένων αλλαγών ο Άσαντ εξέταζε το ενδεχόμενο τα καταργήσει τον νόμο ή να περιορίσει την εφαρμογή του σε περιπτώσεις που πραγματικά άπτονται της εθνικής ασφάλειας, εντούτοις παρέμεινε μόνο ως σκέψη εδραιώνοντας ακόμη περισσότερο την πεποίθηση ανάμεσα στο λαό ότι ο Μπασάρ Άσαντ δεν είχε καμία διαφορά από τον πατέρα του. Το καθεστώς υπεστήριζε ότι ο νόμος αυτός εξελεμβάνετο και συνεχίζει να εκλαμβάνεται ως σύμβολο της συνεχιζόμενης εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, η οποία αποτελεί όνειδος, αλλά και λόγο ύπαρξης του καθεστώτος.
Η κατάσταση για το καθεστώς της Δαμασκού επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο από την πανωλεθρία της συριακής αποχώρησης από τον Λίβανο το 2005.
O Μπασάρ Άσαντ, σε αντίθεση με τον πατέρα του, θα ήθελε την αμερικανική υποστήριξη για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, αλλά γνώριζε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί, ιδιαίτερα μετά τον άξονα που δημιούργησε με το Ιράν λόγω του πολέμου στο Ιράκ το 2003. Mη διαθέτοντας την υποστήριξη των Αμερικανών, ο Άσαντ δεν μπορούσε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια διεθνή κάλυψη. Έτσι παρέμεινε μονίμως εκτεθειμένος στη διεθνή κριτική.
Όταν ανέλαβε την εξουσία το 2000, πολλοί στη Δύση ήλπιζαν ότι θα επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στη Συρία. Ένδεκα χρόνια αργότερα περιμένουν πάντα τις αλλαγές, όπως και εκατομμύρια Σύριων πολιτών. Ο Άσαντ κατεβλήθη από το φοβικό σύνδρομο που του επέβαλε την άποψη ότι εφόσον προχωρούσε μόνο σε ημίμετρα, θα μπορούσε να χάσει και τους εναπομείναντες υποστηρικτές του στον συριακό λαό. Τελικά απεδείχθη ότι μάλλον πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις, όπου η πολλή επιφυλακτικότητα εξελίχθηκε ως η πλέον επικίνδυνη επιλογή.
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
ΠΗΓΗ
Η αρχική πρόθεση του Άσαντ ήταν να προωθήσει περιορισμένης κλίμακας πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αρχικά σκόπευε να προτείνει αλλαγές που θα μετασχημάτιζαν σταδιακά τη συριακή οικονομία σε οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Αυτό ήταν άμεση ανάγκη λόγω το ότι ο συριακός λαός είχε εξαντληθεί από τη φτώχεια. Οι οικονομικές αλλαγές, όμως, ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και, ως εκ τούτου, προκαλούσαν επώδυνα διλήμματα για την ηγετική ομάδα του καθεστώτος.
Το πρώτο δίλημμα τέθηκε όταν έγινε λόγος για τροποποίηση του συντάγματος της χώρας, ώστε το Μπάαθ να μην αναφέρεται πλέον ως «ο πυλώνας της κοινωνίας». Tα σκληροπυρηνικά μέλη του κόμματος είχαν τότε υποστηρίξει ότι μια τέτοια αλλαγή θα αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για το κόμμα, ενώ οι μεταρρυθμιστές είχαν εκφράσει την άποψη ο Άσαντ να παραιτηθεί από μέλος του κόμματος, δίδοντας έμπρακτες αποδείξεις ότι ανατέλλει νέα εποχή.
O ίδιος ο πρόεδρος, στην πορεία, προτίμησε τη μέση οδό: μερική αποδυνάμωση του Μπάαθ. Παρά το ότι, επικοινωνιακά τουλάχιστον, έδειχνε προς τα έξω ότι το Μπάαθ είχε μερικώς αποδυναμωθεί εντούτοις, στην ουσία ο Σύριος πρόεδρος δεν προχώρησε σε μία καθοριστικής σημασίας πράξη που ήταν η ελευθερία για σχηματισμό πολιτικών κομμάτων, τουλάχιστον όσων είχαν πρόγραμμα αμιγώς εθνικού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να αποδυναμώσει την προοπτική σχηματισμού θρησκευτικών κομμάτων και σήμερα, εν μέσω της κρίσης, δεν θα παρουσιάζετο η μουσουλμανική αδελφότητα ως η μοναδική οργανωμένη δύναμη ανάμεσα στους εξεγερθέντες. O Άσαντ γνώριζε πολύ καλά από την αρχή ότι μεγάλο μέρος του λαού του θεωρεί το Μπάαθ διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό. Ήλπιζε όμως ότι στα επόμενα χρόνια το κόμμα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε υπερασπιστή των αδύναμων κοινωνικά τάξεων. Επίσης, γνώριζε ότι ο μετασχηματισμός της οικονομίας σε καπιταλιστικού τύπου θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλο πλούτο στην τάξη των σουνιτών εμπόρων της Δαμασκού. Η προοπτική αυτή όμως λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς τις μεταρρυθμίσεις γιατί προκαλούσε το φόβο ότι αυτοί οι ανερχόμενοι σουνίτες θα μπορούσαν να σχηματίσουν κοσμικό και φιλελεύθερο κόμμα, εν δυνάμει αντίπαλο του Μπάαθ. Έτσι, ο Άσαντ προτίμησε να εκπέμπει, μέσω της επιμονής του στο μονοκομματικό σύστημα, τη λαϊκιστική εικόνα ότι το Μπάαθ αντιπροσώπευε το φτωχό αγροτικό πληθυσμό.
Ένα ακόμη θέμα, το οποίο απασχόλησε τον Άσαντ, ήταν αυτό του νόμου «έκτακτης ανάγκης», ενός ουσιαστικά στρατιωτικού νόμου που ίσχυε από το 1963 και παραβίαζε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και αρχικά, μέσα στα πλαίσια των περιορισμένων αλλαγών ο Άσαντ εξέταζε το ενδεχόμενο τα καταργήσει τον νόμο ή να περιορίσει την εφαρμογή του σε περιπτώσεις που πραγματικά άπτονται της εθνικής ασφάλειας, εντούτοις παρέμεινε μόνο ως σκέψη εδραιώνοντας ακόμη περισσότερο την πεποίθηση ανάμεσα στο λαό ότι ο Μπασάρ Άσαντ δεν είχε καμία διαφορά από τον πατέρα του. Το καθεστώς υπεστήριζε ότι ο νόμος αυτός εξελεμβάνετο και συνεχίζει να εκλαμβάνεται ως σύμβολο της συνεχιζόμενης εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, η οποία αποτελεί όνειδος, αλλά και λόγο ύπαρξης του καθεστώτος.
Η κατάσταση για το καθεστώς της Δαμασκού επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο από την πανωλεθρία της συριακής αποχώρησης από τον Λίβανο το 2005.
O Μπασάρ Άσαντ, σε αντίθεση με τον πατέρα του, θα ήθελε την αμερικανική υποστήριξη για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, αλλά γνώριζε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί, ιδιαίτερα μετά τον άξονα που δημιούργησε με το Ιράν λόγω του πολέμου στο Ιράκ το 2003. Mη διαθέτοντας την υποστήριξη των Αμερικανών, ο Άσαντ δεν μπορούσε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια διεθνή κάλυψη. Έτσι παρέμεινε μονίμως εκτεθειμένος στη διεθνή κριτική.
Όταν ανέλαβε την εξουσία το 2000, πολλοί στη Δύση ήλπιζαν ότι θα επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στη Συρία. Ένδεκα χρόνια αργότερα περιμένουν πάντα τις αλλαγές, όπως και εκατομμύρια Σύριων πολιτών. Ο Άσαντ κατεβλήθη από το φοβικό σύνδρομο που του επέβαλε την άποψη ότι εφόσον προχωρούσε μόνο σε ημίμετρα, θα μπορούσε να χάσει και τους εναπομείναντες υποστηρικτές του στον συριακό λαό. Τελικά απεδείχθη ότι μάλλον πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις, όπου η πολλή επιφυλακτικότητα εξελίχθηκε ως η πλέον επικίνδυνη επιλογή.
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου