Από τα στοιχεία Ιουλίου που ανακοινώθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκύπτει ο περαιτέρω περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης σε ετήσια βάση σε 6,6%, έναντι 15,9% το 2008 και 25,1% το 2007, καθώς και η οριακή μείωση των επιτοκίων.
Μια προσεκτικότερη όμως δεύτερη ανάγνωση των στοιχείων δείχνει τα εξής για το επτάμηνο 2009:
Από τα στοιχεία αυτά αναδύεται το ερώτημα τι έγιναν τα 5 δισ. του ΤΕΜΠΜΕ και.... τα 13 δισ. που χρησιμοποίησαν οι τράπεζες από το γνωστό πακέτο των 28 δισ.
Όσον αφορά το ΤΕΜΠΜΕ, είναι κοινό μυστικό ότι βασικά δεν δόθηκε φρέσκο χρήμα στην αγορά, αλλά έγινε ανακύκλωση υφιστάμενων οφειλών με την εγγύηση πλέον του δημοσίου. Αυτό οφείλεται στον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο στήθηκαν οι προϋποθέσεις του ΤΕΜΠΜΕ, οι οποίες δεν προέβλεπαν ότι έστω ένα μικρό ποσοστό π.χ. 10% θα αφορά αύξηση των υφιστάμενων χρηματοδοτήσεων.
Το ίδιο λάθος γίνεται και με το πακέτο των 2 δισ. που τρέχει για το σύνολο των επιχειρήσεων, το οποίο μοναδικό στόχο έχει τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ο στόχος αυτός είναι ιδιαίτερα σοβαρός και αντιμετωπίζει μια συνέπεια της ύφεσης. Όμως μην τροφοδοτώντας με νέο χρήμα την αγορά, δεν δημιουργεί συνθήκες εξόδου από αυτήν.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε από την αρχή προτείνει τη χρήση των 15 από τα 28 δισ. για απευθείας εγγυήσεις στις επιχειρήσεις και για διατήρηση θέσεων εργασίας, αλλά και για αύξηση των χρηματοδοτήσεων. Είναι κατανοητή η επιφυλακτικότητα των τραπεζών για νέες χρηματοδοτήσεις σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει προβλήματα, όσο μάλιστα δεν αμβλύνεται το πρόβλημα των «τοξικών» μεταχρονολογημένων επιταγών.
Όμως οι τράπεζες οφείλουν να παίζουν και τον κοινωνικό-αναπτυξιακό τους ρόλο, όταν μάλιστα έχουν την εγγύηση του δημοσίου, δηλ. τη στήριξη με χρήματα του κοινωνικού συνόλου.
Όσον αφορά τα 13 δισ., τα 4 ενίσχυσαν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (ΔΚΕ), ενώ τα 9 στο σύνολό τους σχεδόν χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά τίτλων του δημοσίου με επιτόκια 3%-5,5%, αντλώντας κεφάλαια από την ΕΚΤ με κόστος 1%-1,5%. Έτσι αύξησαν σημαντικά την κερδοφορία τους με μη επαναλαμβανόμενα κέρδη.
Διαβάζοντας προσεκτικά τις οικονομικές καταστάσεις των 4 μεγαλύτερων τραπεζών διαπιστώνεται ότι το 35%-68% των κερδών τους οφείλεται σε χρηματοοικονομικά έσοδα που κατά βάση προέρχονται από τους τίτλους του Δημοσίου. Μάλιστα σε 2 μεσαίου μεγέθους κρατικού ενδιαφέροντος τράπεζες, τα αποτελέσματα από χρηματοοικονομικά έσοδα υπερβαίνουν το τελικό αποτέλεσμά τους.
Η διαμόρφωση του ΔΚΕ των μεγάλων τραπεζών σε επίπεδα 11,2%-12,1% μετά την αύξηση με 4 δισ. των κεφαλαίων τους από το Δημόσιο, δείχνει ότι τα 4 δισ. ήταν απαραίτητα για την ενίσχυση του ΔΚΕ λόγω προβλημάτων τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στις αγορές της Ν.Α. Ευρώπης. Εξαίρεση η Εθνική, που «πρόλαβε» και προχώρησε σε ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των κεφαλαίων της μέσω δημόσιας εγγραφής.
Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, προχώρησε σε αύξηση κεφαλαίου και το ΤΤ, στηριζόμενο στη σημαντική συμμετοχή του Δημοσίου, ενώ αρχίζει και η αύξηση κεφαλαίων της Attica Bank, που στηρίζεται σε 3 ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς μετόχους.
Μια προσεκτικότερη όμως δεύτερη ανάγνωση των στοιχείων δείχνει τα εξής για το επτάμηνο 2009:
- Αύξηση των συνολικών χρηματοδοτήσεων μόλις κατά 812 εκατ. ή 0,3%.
- Μείωση των χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις κατά 0,2%, ενώ προς τη βιομηχανία κατά 2%.
- Μείωση της καταναλωτικής πίστης κατά 0,2%. Όμως από τα αναλυτικά στοιχεία προκύπτει αύξηση 6% των καταναλωτικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών, που αφορούν είτε συγκέντρωση οφειλών είτε αναχρηματοδότηση από τις τράπεζες δανείων με μικρή σχετική καθυστέρηση, διευκολύνοντας τους πιστούχους αλλά μειώνοντας, έστω πρόσκαιρα και τις επισφάλειες των τραπεζών.
Από τα στοιχεία αυτά αναδύεται το ερώτημα τι έγιναν τα 5 δισ. του ΤΕΜΠΜΕ και.... τα 13 δισ. που χρησιμοποίησαν οι τράπεζες από το γνωστό πακέτο των 28 δισ.
Όσον αφορά το ΤΕΜΠΜΕ, είναι κοινό μυστικό ότι βασικά δεν δόθηκε φρέσκο χρήμα στην αγορά, αλλά έγινε ανακύκλωση υφιστάμενων οφειλών με την εγγύηση πλέον του δημοσίου. Αυτό οφείλεται στον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο στήθηκαν οι προϋποθέσεις του ΤΕΜΠΜΕ, οι οποίες δεν προέβλεπαν ότι έστω ένα μικρό ποσοστό π.χ. 10% θα αφορά αύξηση των υφιστάμενων χρηματοδοτήσεων.
Το ίδιο λάθος γίνεται και με το πακέτο των 2 δισ. που τρέχει για το σύνολο των επιχειρήσεων, το οποίο μοναδικό στόχο έχει τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ο στόχος αυτός είναι ιδιαίτερα σοβαρός και αντιμετωπίζει μια συνέπεια της ύφεσης. Όμως μην τροφοδοτώντας με νέο χρήμα την αγορά, δεν δημιουργεί συνθήκες εξόδου από αυτήν.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε από την αρχή προτείνει τη χρήση των 15 από τα 28 δισ. για απευθείας εγγυήσεις στις επιχειρήσεις και για διατήρηση θέσεων εργασίας, αλλά και για αύξηση των χρηματοδοτήσεων. Είναι κατανοητή η επιφυλακτικότητα των τραπεζών για νέες χρηματοδοτήσεις σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει προβλήματα, όσο μάλιστα δεν αμβλύνεται το πρόβλημα των «τοξικών» μεταχρονολογημένων επιταγών.
Όμως οι τράπεζες οφείλουν να παίζουν και τον κοινωνικό-αναπτυξιακό τους ρόλο, όταν μάλιστα έχουν την εγγύηση του δημοσίου, δηλ. τη στήριξη με χρήματα του κοινωνικού συνόλου.
Όσον αφορά τα 13 δισ., τα 4 ενίσχυσαν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (ΔΚΕ), ενώ τα 9 στο σύνολό τους σχεδόν χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά τίτλων του δημοσίου με επιτόκια 3%-5,5%, αντλώντας κεφάλαια από την ΕΚΤ με κόστος 1%-1,5%. Έτσι αύξησαν σημαντικά την κερδοφορία τους με μη επαναλαμβανόμενα κέρδη.
Διαβάζοντας προσεκτικά τις οικονομικές καταστάσεις των 4 μεγαλύτερων τραπεζών διαπιστώνεται ότι το 35%-68% των κερδών τους οφείλεται σε χρηματοοικονομικά έσοδα που κατά βάση προέρχονται από τους τίτλους του Δημοσίου. Μάλιστα σε 2 μεσαίου μεγέθους κρατικού ενδιαφέροντος τράπεζες, τα αποτελέσματα από χρηματοοικονομικά έσοδα υπερβαίνουν το τελικό αποτέλεσμά τους.
Η διαμόρφωση του ΔΚΕ των μεγάλων τραπεζών σε επίπεδα 11,2%-12,1% μετά την αύξηση με 4 δισ. των κεφαλαίων τους από το Δημόσιο, δείχνει ότι τα 4 δισ. ήταν απαραίτητα για την ενίσχυση του ΔΚΕ λόγω προβλημάτων τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στις αγορές της Ν.Α. Ευρώπης. Εξαίρεση η Εθνική, που «πρόλαβε» και προχώρησε σε ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των κεφαλαίων της μέσω δημόσιας εγγραφής.
Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, προχώρησε σε αύξηση κεφαλαίου και το ΤΤ, στηριζόμενο στη σημαντική συμμετοχή του Δημοσίου, ενώ αρχίζει και η αύξηση κεφαλαίων της Attica Bank, που στηρίζεται σε 3 ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς μετόχους.
Δημοσίευση σχολίου