Πώς και γιατί η Ελλάδα πρέπει να εξισορροπήσει πλήρως τον «περιφερειακό τοποτηρητή».
Παναγιώτης Ήφαιστος*
Με δεδομένο το γεγονός ότι οι ηγεμονικές δυνάμεις είναι λίγες και τα υπόλοιπα κράτη αριθμούν δύο εκατοντάδες, διόλου τυχαίο η στρατηγική ανάλυση εδώ και πολλές δεκαετίες εστίασε το ενδιαφέρον στην στρατηγική των λιγότερο ισχυρών κρατών όταν παρά την ανισότητα μεγέθους και ισχύος επιδιώκουν ισορροπία και συμμετρία σχέσεων και συμφερόντων.
Δεν δίνεις μόνο αλλά παίρνεις ταυτόχρονα, ενώ προϋπόθεση είναι ο προσδιορισμός των εθνικών συμφερόντων αλλά και κόκκινων γραμμών που όλοι γνωρίζουν και αφορούν την εθνική επιβίωση, την εθνική ασφάλεια και την εθνική ανεξαρτησία. Στην βιβλιογραφία δύο κράτη, το Ισραήλ και η Τουρκία, θεωρείται ότι επιτυγχάνουν το μέγιστο και βέλτιστο για τα συμφέροντά τους. Η περίπτωση της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια ίσως να αποτελεί στρατηγική που πολλοί θα μελετήσουν. Για ένα ακόμη λόγο, η Άγκυρα μελέτησε σωστά το γεγονός ότι ωριμάζει η μετάβαση στο πολυπολικό διεθνές σύστημα και ότι αφενός ακινησία προκαλεί ζημιές και βλάβες αφετέρου διανοίγονται πολλά παράθυρα ευκαιρίας για ισχυρά και καλά οργανωμένα περιφερειακά κράτη για να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντά τους στις νέες περιφερειακές και πλανητικές ισορροπίες ενός συστήματος με πολλές μεγάλες δυνάμεις και πολλές περιφερειακές δυνάμεις που θα συναλλάσσονται μαζί τους.
Η Άγκυρα μελέτησε σωστά το γεγονός ότι ωριμάζει η μετάβαση στο πολυπολικό διεθνές σύστημα και ότι αφενός ακινησία προκαλεί ζημιές και βλάβες αφετέρου διανοίγονται πολλά παράθυρα ευκαιρίας.
Όπως έχουμε γράψει ξανά, ολοφάνερα η συντριπτικά ισχυρότερη στρατηγική δύναμη του πλανήτη, οι ΗΠΑ, αναβιώνει υπό μια νέα εκδοχή το δόγμα Νίξον. Οι προεκτάσεις για την Ελλάδα είναι βαθύτατες και τα γεγονότα συντελούνται σε παρόντα χρόνο. Ένα είναι σίγουρο. Ο κατευνασμός μιας περιφερειακής δύναμης και μάλιστα εξαιρετικά απειλητικής απόρροια αναθεωρητικών δογμάτων γύρω από τα οποία στην Τουρκία όλοι συσπειρώνονται, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε δραματική συρρίκνωση της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης της κρατικής της κυριαρχίας. Της κυριαρχίας που προβλέπουν οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας για την Ελληνική Επικράτεια αλλά και του παρόντος κυριαρχικού χώρου εάν και όταν υποστεί μια επίθεση και ηττηθεί.
Τα γεγονότα επιταχύνονται εάν η Τουρκία εκπληρώνει τους αναθεωρητικούς της σκοπούς και εάν η μελλοντική Τουρκία με ηγέτη τον Ερντογάν ή κάποιο άλλο εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη με την οποία οι ΗΠΑ αλλά και άλλες δυνάμεις συναλλάσσονται οι προεκτάσεις για την Ελλάδα θα είναι βαθύτατες. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και το δόγμα Νίξον ίσχυσε σε μια συγκεκριμένη εποχή οι λόγοι που το προκάλεσαν όχι μόνο συνεχίζονται αλλά και εντείνονται.
Ήδη την δεκαετία του 1970 και πολύ περισσότερο μετά την μελέτη του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης για τον «πυρηνικό χειμώνα» που συμπέρανε πως εάν εκραγεί μια πυρηνική σύρραξη θα οδηγήσει πιθανότητα στην καταστροφή του πλανήτη, οι ΗΠΑ άρχισαν να μεριμνούν ούτως ώστε περιφερειακές δυνάμεις να αναπτύσσουν με την Ουάσιγκτον συμμαχικές συγκλίσεις και συναλλαγές στην βάση αμοιβαίων οφελών που εκπληρώνουν εκατέρωθεν συμφέροντα.
Ας μη νομίσει κανείς πως αυτές οι συναλλαγές είχαν σχέση με αισθητικά κριτήρια, χαμόγελα, χορούς, τραγούδια και παραστάσεις κακών και καλών. Μοναδικό κριτήριο στην κρατοκεντρική διεθνή πολιτική είναι τα συμφέροντα και η εθνική ασφάλεια των εμπλεκομένων. Για να παραφράσουμε τον Κονδύληη έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από κράτη που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους. Έτσι, συναντώνται ως αντίπαλοι ή ως σύμμαχοι και αλλάζουν αντιπάλους και συμμάχους ανάλογα με τις στρατηγικές τους για αυτοσυντήρησή τους και διεύρυνση της ισχύος τους (verbatim).
Στο πλαίσιο του δόγματος Νίξον Ανατολικά του Αιγαίου μια τέτοια δύναμη ήταν το Ιράν επί Σάχη και η Κεμαλική Τουρκία, γεγονός που ερμηνεύει πολλές στάσεις των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία και την Ελλάδα τις πέντε τελευταίες δεκαετίες. Ενόψει ωρίμανσης της μεταβατικής φάσης που οδηγεί σ’ ένα διεθνές σύστημα πολλών μεγάλων κρατών κατόχων πυρηνικών όπλων η σχοινοβασία των Τούρκων ηγετών επιδιώκει να κατακτήσει ισχυρή θέση και ισχυρό περιφερειακό ρόλο που θα τους επιτρέψει να επιτυγχάνουν ισόρροπες συναλλαγές με τις ΗΠΑ αλλά και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Στο πλαίσιο των στρατηγικών παιγνίων που ήδη άρχισαν και εξελίσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς οι Ελληνικές κατευναστικές προσεγγίσεις δυνάμωσαν την Τουρκία –θα την γιγαντώσουν αν διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και το γεωπολιτικά σημαντικό και πλουτοπαραγωγικά πάμπλουτο νησί Κύπρος ενταχθεί στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας με σχέδια Αναν ή παραπλήσιά τους– η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε πανίσχυρη περιφερειακή δύναμη. Αναμφίβολα, αυτό δεν φαίνεται να συμφέρει το Ισραήλ πλην ας μην ξεχνάμε ότι τα συμφέροντα αλλάζουν διαρκώς καθότι προσδιορίζονται από τους συσχετισμούς ισχύς, την θέση και τον ρόλο κάθε κράτους.
Οι πέντε προϋποθέσεις που μπορούν να αντιστρέψουν την ανοδική τροχιά της Τουρκίας
Ως προς αυτά, η Ελλάδα αναπόδραστα θα συρρικνωθεί και θα τοποθετηθεί στην Κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων εάν δεν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
- Πρώτον, απαιτείται να αποκλειστεί κάθε κατευναστική στάση.
- Δεύτερον, για αυτό που πολλοί παπαγαλίζουν όταν κραυγάζουν «μα θέλετε πόλεμο» ισχύει το «τα ηλίθια επιχειρήματα είναι αήττητα». Για αποτρεπτική στρατηγική μιλάμε και η Ελλάδα ακόμη και τώρα μετά από μια δεκαετία κρίση έχει πληροί όλες τις προϋποθέσεις φτάνει να σχεδιαστεί και εφαρμοστεί μια σιδερένια αποτρεπτική στρατηγική.
- Τρίτον, ανένδοτα και αποφασιστικά αποφασίζει και εφαρμόζει ότι προβλέπουν οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για τα 12 μίλια Αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
- Τέταρτον, εάν για την Κύπρο η Ελλάδα αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο επαναφοράς μιας νέας εκδοχής του αντιδημοκρατικού και ανελεύθερου σχεδίου Αναν με διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα σε εθνική φάση. Ισοδυναμεί με παραχώρηση της Μεγαλονήσου Κύπρου στην Τουρκία με οτιδήποτε αυτό σημαίνει από άποψη γεωπολιτική, στρατηγική, συνοριακή, οικονομική και ανθρωπολογική.
- Πέμπτο, ιδιαίτερα όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία μετά από μισό αιώνα ατελέσφορες υποχωρήσεις δικαιωματικά αποσύρονται όλες οι προτάσεις και τίθεται ως κόκκινη γραμμή διεξόδου στο κυπριακό ζήτημα 1) η εφαρμογή της Πράξης Προσχώρησης στην ΕΕ επιλύοντας αυτόματα όλες τις εσωτερικές πτυχές 2) διατήρηση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τερματισμό εγγυήσεων και ξένων στρατευμάτων, αποχώρηση των παράνομων εποίκων οι οποίοι με όρους διεθνών Συνθηκών είναι έγκλημα πολέμου και 3)εφαρμογής των ψηφισμάτων του ΣΑ που αφορούν τα παράνομα τετελεσμένα. Τουτέστιν λύση σημαίνει μόνο εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Τίποτα άλλο και ο καθείς μπορεί να ανατρέξει στο άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Χάρτη του ΟΗΕ όπου ρητά διευκρινίζεται ότι το ΣΑ έχει αρμοδιότητα μόνο για την διεθνή τάξη και όχι για το εσωτερικό καθεστώς των κρατών-μελών. Η Κύπρος και η Ελλάδα, υπογραμμίζεται, δεν θα αυτοκτονήσουν με μια βιώσιμη λύση που όχι μόνο χειροτερεύει το statusquo μετά το 1974 αλλά επιπλέον γιγαντώνει την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας.
Αυτές οι καθόλα εφικτές πέντε προϋποθέσεις αφενός αντιστρέφουν την ανοδική τροχιά της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακή δύναμη εις βάρος της Ελλάδας και αφετέρου στέλνουν ισχυρά μηνύματα προς τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ ότι το Ελληνικό κράτος δεν είναι κυριαρχικά αναλώσιμο.
Στις διακρατικές σχέσεις, όταν αναίτια και χωρίς αντάλλαγμα υποχωρείς και μάλιστα επί ζωτικών συμφερόντων, εισπράττεις όχι οφέλη αλλά περιφρόνηση και περαιτέρω πιέσεις για επιπρόσθετες υποχωρήσεις
Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλά άλλα. Η εθνική στρατηγική είναι υπόθεση του κράτους και των κρατικών επιτελείων και όχι ιδιωτών με εξωτερικές διασυνδέσεις που υποκαθιστούν το κράτος και τους θεσμούς του. Όπως έχουμε ξανά γράψει εδώ απαιτούνται κρατικά επιτελεία παρακολούθησης, πληροφόρησης, ανάλυσης, στάθμισης, εκτίμησης και χάραξης εναλλακτικών σχεδίων και αποφάσεων ανάλογα με το πώς είναι και το πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Η πολιτική ηγεσία δεν προσανατολίζεται και δεν αποφασίζει στην βάση συνομιλιών με κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους δρώντες αλλά στην βάση σταθμισμένων εκτιμήσεων των κρατικών επιτελείων.
Πολύ περισσότερο όταν μόνιμη επωδός μερικών ιδιωτών και μερικών μη κυβερνητικών σωματείων είναι η υποχώρηση της Ελλάδας όσον αφορά τα ζωτικά κυριαρχικά της συμφέροντα, επιπρόσθετες παραχωρήσεις, κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με νέα σχέδια Αναν και συνεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων εντός της Ελληνικής Επικράτειας που ορίζουν οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Δεν φαίνεται να είναι ευρέως κατανοητό ότι στις διακρατικές σχέσεις, όταν αναίτια και χωρίς αντάλλαγμα υποχωρείς και μάλιστα επί ζωτικών συμφερόντων, εισπράττεις όχι οφέλη αλλά περιφρόνηση και περαιτέρω πιέσεις για επιπρόσθετες υποχωρήσεις που υπό ορισμένες προϋποθέσεις οδηγούν στην κρατική εκμηδένιση.
Στις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις υπάρχει πάντα μια δίνη εναλλασσόμενων συγκλίσεων και αποκλίσεων μέσα στην οποία το λιγότερο ισχυρό κράτος ελισσόμενο επιδιώκει ευνοϊκές γι’ αυτό αποφάσεις. Εάν παρατηρήσουμε τους Τουρκικούς ελιγμούς των τελευταίων μηνών σταθερά και ευδιάκριτα η Άγκυρα παλεύει για ένα ευνοϊκό ισοζύγιο κόστους οφέλους πάνω στην πλάστιγγα των εκατέρωθεν συμφερόντων.
Επειδή η Τουρκία κινείται με όρους ισχύος, εθνικών συμφερόντων και διαρκών συναλλαγών δεν την θεωρούν αναλώσιμο κράτος.
Δημιουργεί κόστος για τις ΗΠΑ με τους S400 αλλά και δεν αφήνεται στην βούληση της Ρωσίας όπως γίναμε μάρτυρες στις υποθέσεις της Ουκρανίας και των συγκρούσεων στην Συρία για τα οποία οι ΗΠΑ έσπευσαν να την υποστηρίξουν. Σε αυτές και πολλές άλλες περιπτώσεις η Άγκυρα κατανοεί ότι η δουλική και γονυπετής στάση απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις δεν αποδίδει. Ούτε βέβαια και οι άσκοπες αντιπαραθέσεις. Υπάρχουν λοιπόν τόσο συγκλίσεις ή και ταυτίσεις συμφερόντων όσο και αντιπαραθέσεις τις οποίες τις οποίες η Άγκυρα δεν φοβάται και δεν διστάζει να διαχειριστεί με όρους εθνικών συμφερόντων, χωρίς κατ’ ανάγκη να εχθρεύεται τα πιο ισχυρά κράτη παρά μόνο τα θέτει σε άμυνα όταν αυτό είναι πρόσφορο.
Έτσι βλέπουμε εμπράγματα ότι έστω και εάν τα ισχυρότερα κράτη διαφωνούν για επί μέρους ζητήματα, επειδή η Τουρκία κινείται με όρους ισχύος, εθνικών συμφερόντων και διαρκών συναλλαγών δεν την θεωρούν αναλώσιμο κράτος και αντίθετα διαρκώς επιδιώκουν να αναιρέσουν αρνητικά για αυτούς αποτελέσματα για να την καταστήσουν σύμμαχό τους στα περιφερειακά στρατηγικά παίγνια. Άσφαιρες κριτικές για τα μάτια της Ελλάδας και άλλων, βέβαια, ακούμε συχνά. Ακόμη, παρατηρούμε ότι εάν το ισχυρό κράτος διαφωνεί για επί μέρους ζητήματα σέβεται και δεν θεωρεί αναλώσιμο το λιγότερο ισχυρό κράτος εάν επί έσχατων συμφερόντων ανυποχώρητα θέτει κόκκινες γραμμές.
Πάντα προτάσσοντας τα έσχατα και μείζονα εθνικά συμφέροντα η Τουρκία ανυποχώρητα διεξάγει συναλλαγές που δεν αποκλείουν παραστάσεις για πιθανές αποφάσεις ή ενέργειες που δημιουργούν μεγάλο κόστος στο πιο ισχυρό κράτος επειδή σε ένα σύστημα εύθραυστων ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων θα προκαλέσουν ανακατανομές θέσης, ρόλων και ισορροπιών που θίγουν τις ισορροπίες που ο ισχυρός επιδιώκει να υπάρχουν. Επειδή έτυχε να έχουν μελετηθεί ανάλογες και αντίστοιχες παρελθούσες περιπτώσεις, αυτό βασικά έκανε το Ισραήλ στην πρώτη κρίση του Κόλπου και αυτό βασικά κάνει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια αλλά και η Τουρκία μεταπολεμικά και πολύ πιο έντονα και πυκνά μεταψυχροπολεμικά.
Η Ελλάδα για να επιβιώσει χωρίς ζημιές ή και εκμηδένισή της, δεν έχει την παραμικρή επιλογή: Πρέπει να εξισορροπήσει πλήρως τον «περιφερειακό τοποτηρητή».
Η διακρατική πρακτική καταμαρτυρεί ότι σ’ ένα περιφερειακό σύστημα ισορροπίας ισχύος δυαδικού χαρακτήρα, εάν ανατραπεί η ισορροπία υπέρ της μιας πλευράς, το αναμενόμενο είναι πως η εκτός περιφέρειας ηγεμονική δύναμη θα καλέσει αυτόν που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση να προσαρμοστεί στην περιφερειακή στρατηγική λογική τόσο του ηγεμονικού κράτους όσο και της περιφερειακής δύναμης με την οποία μπορεί να κάνει συναλλαγές.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για να επιβιώσει χωρίς ζημιές ή και εκμηδένισή της, δεν έχει την παραμικρή επιλογή: Πρέπει να εξισορροπήσει πλήρως τον «περιφερειακό τοποτηρητή». Εάν λόγω απροσεξίας ή άλλων λόγων όπως βασικά συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα βρεθεί σε δυσμενή θέση, η Τουρκία θα κερδίζει περισσότερα στρατηγικά ερείσματα με αποτέλεσμα την συρρίκνωση και την εκμηδένιση της πρώτης ή την εμπλοκή σε μια απελπισμένη μεγάλη πολεμική σύρραξη ελπίζοντας να αντιστρέψει τον κατήφορο. Εκεί βασικά οδηγούν την Ελλάδα οι κατευναστικές θέσεις και τα αήττητα «επιχειρήματα» «πόλεμο θέλετε;» που συγχέουν την αποτροπή με επιλογές πολεμικής σύρραξης. Ο κατευνασμός φέρνει συντριπτική ήττα χωρίς πόλεμο ή πολεμική σύρραξη λόγω λανθασμένων παραστάσεων και στρατηγικού ανορθολογισμού που προκαλεί.
Πρέπει να κάνουμε ρητό και σαφές ότι όπως καταμαρτυρεί ο ανοδικός Τουρκικός αναθεωρητισμός και η όξυνση των απειλών τους τελευταίους μήνες η Τουρκία συναλλάσσεται με όλους και για όλα και η Ελλάδα στον τοίχο πλημμυρίζει με φωνές για υποχώρηση σε ζητήματα κρατικής κυριαρχίας και στρατηγικής παγίδευσής της στην Κύπρο με συνέπειες πέραν κάθε φαντασίας.
*Ομ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Παν/μιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Δημοσίευση σχολίου