Ζήτημα αποδυνάμωσης της διεθνούς θέσης και ρόλου της Ελλάδας εγείρεται πλέον μετά από το αναπάντητο -από συμμάχους και εταίρους- μπαράζ κινήσεων της Τουρκίας που όχι μόνο αντιτίθεται στα ελληνικά συμφέροντα, αλλά παραβαίνει το διεθνές δίκαιο και εκμεταλλεύεται ανοιχτά μέτωπα και συγκρούσεις για να προωθήσει την ατζέντα της.
Η υπογραφή διμερών συμφωνιών και Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης -από τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Τρίπολη-, δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς τόσο ο Ταγίπ Ερντογάν όχι μόνο είχε καταστήσει σαφείς τις προθέσεις του στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά είχε πετύχει να κερδίσει έδαφος στην περιοχή, ως αποτέλεσμα των διαρκώς κλιμακούμενων και αναπάντητων τουρκικών προκλήσεων.
Η στάση των εταίρων και συμμάχων Ελλάδας και Κύπρου, με εξαίρεση την Αίγυπτο, είναι ενδεικτική της αλλαγής προτεραιοτήτων στην περιοχή και ενδεχομένως της εν εξελίξει αναδιάταξης ισορροπιών.
Παρά τις ιαχές των ελληνικών media για ηχηρή αντίδραση από την Αθήνα, το μείζον θέμα είναι η αποτελεσματικότητα, η οποία μπορεί να διασφαλιστεί μόνο εφόσον ενεργοποιηθεί το ευρωπαϊκό μέτωπο και εφόσον υπάρχουν οι συνθήκες για παρέμβαση της Ουάσιγκτον. Έτσι, παρά την απειλή των ευρωπαϊκών κυρώσεων, ακόμα και αν αυτές επιβληθούν τελικά, δεν θεωρούνται ικανές να ανασχέσουν την τουρκική επιθετικότητα η οποία βασίζεται στις φοβίες των Ευρωπαίων για το προσφυγικό, τις καλές σχέσεις Τραμπ-Ερντογάν και το χάσμα θέσεων μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας.
Η αλλαγή της στάσης εταίρων και συμμάχων της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία και στις διαφορές στην Ανατολική Μεσόγειο είχε προαναγγελθεί, η ελληνική διπλωματία είχε προειδοποιηθεί -ακόμα και προεκλογικά-, όταν με άρθρο του ο Κώστας Σημίτης ζητούσε άμεση δράση μετεκλογικά για να αποφευχθεί η δημιουργία τετελεσμένων από την Άγκυρα. Αντιστοίχως, μετά τις εκλογές, παρέμβαση με παρόμοια χροιά και σε υψηλούς τόνους άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής εγείροντας θέμα ανυποληψίας των ΗΠΑ και νωχελικής και άτολμης στάσης της ΕΕ.
Η στάση Ευρώπης, ΗΠΑ και Ρωσίας
Έτσι, ενώ η Ευρώπη αντιδρούσε νωχελικά, αντιλαμβανόμενη τη διαφορά στην ιεράρχηση των θεμάτων μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, καθώς για τη νέα ελληνική κυβέρνηση το μεταναστευτικό -που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν ως μοχλό πίεσης- τέθηκε στην κορυφή της ατζέντας υπερβαίνοντας τα ενεργειακά και το κυπριακό. Η δυσαρμονία αυτή μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, όμως, έδωσε στην Άγκυρα τον απαραίτητο διπλωματικό χώρο, επιτυγχάνοντας με lobbying να επιβραδύνει την ανταπόκριση της ΕΕ στις προκλήσεις.
Ιδιαίτερο ρόλο στις εξελίξεις φαίνεται ότι έπαιξε η συνεχιζόμενη πολιτική εμπλοκή στο Ισραήλ, καθώς το Τελ Αβίβ, έχει περιορίσει τις διεθνείς παρεμβάσεις του και η ανάφλεξη στον Λίβανο, καθώς ανάγκασε περιφερειακές δυνάμεις να υποβαθμίσουν την τουρκική απειλή και να επικεντρωθούν σε πιο επικίνδυνα για την ασφάλειά τους μέτωπα.
Την τουρκική στρατηγική όμως κατέστησε εφικτή η Ρωσία, η οποία αντιδρά στον EastMed και απαντά στην Κύπρο, καθώς η Λευκωσία υλοποιεί ελιγμούς απομάκρυνσης από τη σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου, τρέποντας σε φυγή Ρώσους ολιγάρχες και αποπληρώνοντας πρόωρα δάνειο που είχε λάβει από τη Μόσχα την περίοδο της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ρωσία επέτρεψε το καλοκαίρι τη συμμετοχή ρωσικών ενεργειακών εταιριών σε σύμπραξη με τουρκικές σε έρευνες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, στέλνοντας έτσι σαφές μήνυμα ότι τάσσεται στο πλευρό της Άγκυρας.
Τη δυναμική της Τουρκίας επέτεινε και η στάση των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε τη σκληρή ρητορική κατά των τουρκικών προκλήσεων από το καλοκαίρι, όταν σε ανακοίνωσή το State Department υπαναχώρησε στο θέμα της κυπριακής ΑΟΖ, ζητώντας αποχώρηση των τουρκικών ερευνητικών σκαφών μόνο από τα κυπριακά χωρικά ύδατα. Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν, ανάγκασαν, σε μεγάλο βαθμό, Πεντάγωνο και State Department να συμπλεύσουν με τη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, αν και επεδείκνυαν απροθυμία. Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή: Η προσέγγιση Τραμπ-Ερντογάν και τα “δώρα” Τραμπ στον Νετανιάχου, περιόρισαν την επιρροή και έπληξαν την αξιοπιστία των ΗΠΑ στην περιοχή, επιτρέποντας σε περιφερειακούς παίχτες να αμφισβητήσουν ευρύτερους σχεδιασμούς και να επιχειρήσουν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα.
Τέλος, η στάση της Μεγάλης Βρετανίας με τις θολές και αναθεωρητικές δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, υπέρ των τουρκικών θέσεων, η υπαναχώρηση της ENI δύο φορές από έρευνες σε εγκεκριμένο οικόπεδο της κυπριακής ΑΟΖ, συμπαρασύροντας μάλιστα και τη γαλλική Total τη δεύτερη φορά, αποτέλεσαν τις τελευταίες ενδείξεις απώλειας του ελέγχου στην περιοχή.
Η στρατηγική της Τουρκίας και τα λάθη της Ελλάδας
Η επισημοποίηση των διεκδικήσεων στα δυτικά του 28ου μεσημβρινού, σε μια περιοχή που εκτείνεται δυνητικά από τα νότια της Ρόδου έως την Κρήτη, αποτελεί δυσάρεστη αλλά πλήρως αναμενόμενη εξέλιξη. Ο Ερντογάν έλαβε από νωρίς θέση κατά του Χαφτάρ, συνέβαλλε ενεργά στον εξοπλισμό της κυβέρνησης της Λιβύης και ενεπλάκη στον εμφύλιο πόλεμο σε πρωτοφανές επίπεδο. Ωστόσο, ούτε τότε αντέδρασε η διεθνής κοινότητα, νομιμοποιώντας τη δράση της Τουρκίας ως περιφερειακή υπερδύναμη με τη δυνατότητα να ποδηγετεί και να επιβάλλει αποτελέσματα.
Η εισβολή της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ είναι τώρα σαφές ότι υποτιμήθηκε από την Ελλάδα και ιδιαίτερα στη μεταβατική πολιτική περίοδο, όταν το μέτωπο ατόνησε, οι πιέσεις κόπασαν και η προσπάθεια χαλιναγώγησης της Άγκυρας χαλάρωσε. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια παρασκηνιακής προσέγγισης με τον Ταγίπ Ερντογάν, έστειλε εντελώς διαφορετικά μηνύματα στην ΕΕ, διευκολύνοντας την τουρκική στρατηγική διεμβολισμού της συναίνεσης για τον περιορισμό της. Ακόμα όμως και πριν τις εκλογές, μετά την παραίτηση του Νίκου Κοτζιά από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών το Μαξίμου είχε υπαναχωρήσει έναντι των σχεδιασμών για τη σταδιακή ανακήρυξη των 12 μιλίων, αρχής γενομένης από το Ιόνιο, υπό την πρόφαση ότι αλλάζει τον τρόπο και τη στρατηγική. Στην ουσία, όμως, η τότε κυβέρνηση παρέπεμψε το θέμα στις καλένδες για να αποφύγει νέες εντάσεις με την Άγκυρα και να μην αναγκάσει ΗΠΑ, Ρωσία και ΕΕ να πάρουν θέση.
Η Τουρκία έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει τη στρατηγική της στην Ανατολική Μεσόγειο από το 2014, όταν ο τότε αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων Νετσντέτ Οζέλ αναφερόταν για πρώτη φορά στην έννοια της «Γαλάζιας Πατρίδας», φτάνοντας σήμερα σε σημείο να στείλει τους συγκεκριμένους χάρτες στον ΟΗΕ.
Παράλληλα, την περίοδο που μεσολάβησε, η Άγκυρα ενίσχυσε δραστικά τις δυνατότητες ερευνών και γεωτρήσεων, με την αγορά δύο πλωτών γεωτρύπανων και ερευνητικών σκαφών. Η εμπλοκή του πολεμικού ναυτικού στη συνεπικούρηση των πλοίων αυτών ΄δημιούργησε άλλη αίσθηση, καθώς αποτέλεσε σαφή επίδειξη δύναμης και άσκηση επιβολής.
Οι κοινές ασκήσεις Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου και Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, δεν ήταν σε θέση να παράξουν αποτελέσματα χωρίς ουσιαστική στήριξη από τον Λευκό Οίκο ή/και συμμετοχή μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου